Η αλήθεια για το περιεχόμενο της. Όλο το κείμενο της απόφασης του Μισθοδικείου (255/2021)
Του Παναγιώτη Τσιμπούκη
Μισθοδικείο “απόφαση Αγγελάρα”: Για την «απόφαση Αγγελάρα» που εξέδωσε πρόσφατα στο Μισθοδικείο αποφάνθηκε ότι με την μείωση των συντάξεων που έγινε το 2012 παραβιάζεται μια πλειάδα συνταγματικών διατάξεων, καθώς οι συντάξεις των δικαστών εισαγγελέων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σε σχέση με τις αποδοχές των ενεργεία δικαστών, υπολείπονται «κατά ποσοστό σαφώς ανώτερο του 40%».
Πριν καλά καλά γίνει γνωστό το κείμενο της υπ΄ αριθμ. 255/2021 απόφασης του Μισθοδικείου, κάποιοι έσπευσαν να ερμηνεύσουν το περιεχόμενο της επίμαχης απόφασης μέσω τηλεοπτικών και άλλων εκπομπών, δίνοντας στον πολίτη και ειδικά στους συνταξιούχους δικαστικούς, εισαγγελικούς λειτουργούς, κ.λπ., μια εικόνα η οποία δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της «απόφασης Αγγελάρα». Η προσπάθεια κάποιων να ερμηνεύουν τις δικαστικές αποφάσεις με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι προσφιλής τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι πάντα επιτυχείς….
Μισθοδικείο “απόφαση Αγγελάρα”: Γιατί ονομάζεται έτσι η απόφαση
Στο Μισθοδικείο είχε προσφύγει ο επί τιμή πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικόλαος Αγγελάρας και για το λόγο αυτό –κατά τα Ευρωπαικά πρότυπα- αναφέρεται «απόφαση Αγγελάρα».
Το Μισθοδικείο με την εν λόγω απόφασή του έκρινε ότι «το Σύνταγμα επιβάλει σταθερή αναλογία των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών» και έτσι επανέφερε τις συντάξεις των δικαστικών στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, δηλαδή προ του καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί με το νόμο 4093/2012.
Μετά την «απόφαση Αγγελάρα» ήδη οι συνταξιούχοι βουλευτές αναζητούν νομική φόρμουλα, μέσω δικηγορικών γραφείων, για καταθέσουν αγωγές στα Διοικητικά Δικαστήρια, διεκδικώντας και αυτοί αναδρομικά τις διαφορές των συντάξεων τους. Οι βουλευτές οι οποίοι αποτελούν έναν από τους τρείς πυλώνες της κρατικής εξουσίας αναζητούν νομικές λύσεις, καθώς η νομολογία του Μισθοδικείου που έχει διαμορφωθεί από το 2013 και μετά, δεν συνδέει πλέον το μισθολογικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών με αυτό των δικαστών. Από το 2013 αντιστράφηκαν οι όροι και πλέον οι βουλευτές ζητούν να αυξηθούν οι αποδοχές και οι συντάξεις τους στα επίπεδα των δικαστών (ενώ μέχρι τότε συνέβαινε το αντίθετο). Ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκκρεμούν αιτήσεις για την καταβολή διαφορών από βουλευτικές αποζημιώσεις.
Το «δια ταύτα» της υπ΄ αριθμ. 255/2021 απόφασης του Μισθοδικείου (πρόεδρος η Μαίρη Σάρπ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Σκαρβέλης) είναι ότι «η συνταγματική προστασία, η οποία αναφέρεται στον εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, διασφαλίζει και το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, διότι και αυτό αποτελεί εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του».
Με την επίμαχη απόφαση του Μισθοδικείου, αλλά και με την προγενέστερη 1/2018, οι οποίες εκδόθηκαν, ύστερα από αγωγές του προέδρου επί τιμή του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικολάου Αγγελάρα, ο οποίος θεωρείται από τους συναδέλφους του εξπέρ σε παρόμοια θέματα, διαπιστώθηκε ότι «οι κατέχοντες, κατά την έξοδο από την υπηρεσία τους, ανώτατους βαθμούς και τις αντίστοιχες θέσεις αυξημένης ευθύνης δικαστικοί λειτουργοί, όπως οι πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, δηλαδή οι επικεφαλής της τρίτης κρατικής λειτουργίας, έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες μειώσεις στις συντάξιμες αποδοχές τους, χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια για τη διατήρηση της απαιτούμενης από το Σύνταγμα σταθερής αναλογίας μεταξύ της σύνταξής τους και των αποδοχών των εν ενεργεία ομοιόβαθμων συναδέλφων τους» (μετά την παρακράτηση του φόρου).
Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η μηνιαία σύνταξη, η οποία διαμορφώθηκε με τους νόμους 4093/2012 και 4387/2016, στο ποσό των 1.500 ευρώ περίπου, υπολείπονταν των αποδοχών ενεργείας τους κατά ποσοστό σαφώς ανώτερο του 40%, «γεγονός που συνεπάγεται πράγματι ανατροπή της ως άνω συνταγματικώς επιβαλλόμενης σταθερής αναλογίας των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών».
Η επισήμανση αυτή, σημειώνει το Μισθοδικείο, «έχει ως σκοπό να καταδείξει το μέγεθος της επελθούσας με τις επίμαχες διατάξεις ουσιώδους ανατροπής της σταθερής αυτής αναλογίας και δεν έχει την έννοια ότι σύνταξη δικαστικού λειτουργού ίση με το 60% των αποδοχών των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών βρίσκεται στην συνταγματικώς επιβαλλόμενη σχέση αναλογίας με τις εν ενεργεία αποδοχές, δεν αποκλίνει ουσιωδώς από αυτές και εξασφαλίζει στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος του λειτουργήματός τους, την ευθύνη της άσκησής του και τη σημασία αυτού για την πραγμάτωση του κράτους δικαίου, καθώς και με το επίπεδο διαβίωσης που τους εξασφάλιζαν οι αποδοχές που ελάμβαναν ενόψει της θέσεως και του βαθμού που κατείχαν κατά τον χρόνο αποχώρησής τους από την ενεργό υπηρεσία».
Την ίδια στιγμή οι δικαστές του Μισθοδικείου υπογραμμίζουν ότι είναι δεδομένη η διάρρηξη της σχέσης σταθερής αναλογίας, που επιβάλλεται με τα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος, μεταξύ των αποδοχών ενεργείας των ομοιόβαθμων προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και της σύνταξής τους, «η οποία έχει ήδη επέλθει με τις περικοπές του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012, επιτάθηκε με τις περικοπές του άρθρου 13 του νόμου 4387/2016 και επιτείνεται, κατά πολύ από 1.1.2019, με τις περικοπές του άρθρου 14 (επανυπολογισμός της καταβαλλόμενης σύνταξης) και του άρθρου 8 (ποσοστό αναπλήρωσης) του ίδιου νόμου 4387/2016, καθώς και με τον περιορισμό (περικοπή) του ύψους (πλαφόν) των ακαθάριστών του αποδοχών του άρθρου 120 νόμου 4623/2019».
Σε άλλο σημείο σημειώνεται ότι οι μειώσεις είναι αντίθετες στις συνταγματικές αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας, της αναλογικότητας, της ανταποδοτικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν, ως ανίσχυρες, για τον προσδιορισμό της σύνταξης των δικαστικών και είναι εφαρμοστέες οι προϊσχύουσες αυτών νομοθετικές διατάξεις.
Διευκρινίζεται ότι οι αποφάσεις του Μισθοδικείου, σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, το Σύνταγμα και τη νομοθεσία είναι δεσμευτικές για την Κυβέρνηση, η οποία υποχρεούνται, άμεσα, να τις εκτελέσει.
Παράλληλα, στο Ελεγκτικό Συνέδριο αναμένεται να κριθεί η συνταγματικότητα του τρόπου υπολογισμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης συνταξιούχων, λόγω της εφαρμογής ενιαίου συντελεστή επί του συνολικού ποσού της σύνταξης, κάτι που θα καθορίσει το τελικό ύψος των συντάξεων τους. Πάντως, το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επιβολή της επίμαχης εισφοράς στις συντάξεις των συνταξιούχων του Δημοσίου είναι αντισυνταγματική.
Δείτε ΕΔΩ όλο το κείμενο της «απόφασης Αγγελάρα» – Μισθοδικείο (255/2021)