Οι περισσότεροι πάντως δεν θέλουν να το εγκαταλείψουν για να επιστρέψουν στο φράγκο
Πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια τέτοιες μέρες οι Ευρωπαίοι προμηθεύονταν σακουλάκια με ευρώ. Αυτά που μοίρασε η Τράπεζα της Ελλάδος αντί 5.000 δραχμών περιείχαν κέρματα συνολικής αξίας 14,67 ευρώ, όπως πιθανώς θυμούνται οι παλαιότεροι. Την 1η Ιανουαρίου 2002 το περιεχόμενο από τις μικρές πλαστικές σακούλες άδειασε στις τσέπες των Ελλήνων και άλλων 11 Ευρωπαίων εταίρων και ξεκίνησε το δίμηνο της παράλληλης φυσικής κυκλοφορίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος με τα εθνικά νομίσματα στις 12 ιδρυτικές χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
Τις επόμενες ημέρες το Ευρωβαρόμετρο και άλλα όργανα μέτρησης και εργαλεία καταγραφής και αποτύπωσης του σφυγμού των Ευρωπαίων πολιτών θα ανακοινώσουν συγκεντρωτικά τις στατιστικές πληροφορίες για τις 20χρονες εμπειρίες της κοινής ζωής κάθε Ευρωπαίου που συναλλάσσεται με ευρώ. Διότι πλέον έχουν γίνει 19 οι χώρες που μετέχουν στην Ευρωζώνη. Και ευτυχώς για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και την ισοτιμία του έναντι των άλλων, δεν το έχει εγκαταλείψει μέχρι στιγμής κάποια χώρα. Από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποχώρησε η Βρετανία. Η Ευρωζώνη κινδύνεψε προ ετών να έχει κι αυτή απώλειες, αλλά τη γλίτωσε – διόλου «φτηνά» για κάποιους…
Νομισματικός ευρωσκεπτικισμός
Ασφαλώς υπάρχουν Ευρωπαίοι που γυρίζουν την πλάτη στο ευρώ. Πλέον κραυγαλέα είναι η περίπτωση των Δανών, οι οποίοι στο δημοψήφισμα της 28ης Σεπτεμβρίου 2000 με ποσοστό 53,2% αποφάσισαν να μην υιοθετήσει η χώρα τους το κοινό νόμισμα, παρότι πληρούσε με το παραπάνω τα περιβόητα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Όπως φαίνεται όμως – θα το δείξει το επόμενο διάστημα το Ευρωβαρόμετρο – υπάρχουν και άλλοι Ευρωπαίοι που, ενώ εγκατέλειψαν το εθνικό τους νόμισμα για το κοινό ευρωπαϊκό (εκόντες άκοντες οι περισσότεροι είναι αλήθεια, δίχως να ερωτηθούν δηλαδή), εκ των υστέρων διαπιστώνουν ότι θα ήταν καλύτερα οι χώρες τους να μην συμμετείχαν στο ευρώ. Κι αυτό επειδή έχουν την εντύπωση ότι το κοινό νόμισμα δεν ενίσχυσε, αλλά μείωσε την αγοραστική τους δύναμη.
Πρόκειται για μια «αίσθηση» των πολιτών που πιθανότατα θα καταγραφεί σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης. Διότι αν εξαιρέσει κανείς ίσως μόνο τη Γερμανία, το ισχυρό ευρώ αντικειμενικά ενίσχυσε την σταθερότητα των τιμών και των εισοδημάτων στις χώρες που το υιοθέτησαν. Το «γερμανικό» ευρώ, όπως συχνά κατηγορείται, αποκάλυψε τις ανταγωνιστικές αδυναμίες πολλών Ευρωπαίων, προκάλεσε δημοσιονομικές σκοτούρες σε πολλές κυβερνήσεις, αλλά αν μη τι άλλο συγκράτησε αντικειμενικά τον πληθωρισμό.
«Ακρίβεια» και πληθωρισμός
Το κοινό νόμισμα συγκράτησε τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, όχι όμως και την «ακρίβεια». Τουναντίον, ενίσχυσε την αίσθηση αυτή που έχει ο εργαζόμενος ή ο συνταξιούχος ότι «δεν του φτάνουν τα λεφτά». Ότι ζορίζεται και στερείται στο τέλος κάθε μήνα. Αυτό τουλάχιστον φάνηκε στη Γαλλία, όπου δημοσιοποιήθηκαν ήδη τα αποτελέσματα των επετειακών μετρήσεων για τα 20χρονα του ευρώ. Έτσι, το 80% των Γάλλων αποφαίνεται ότι η υιοθέτηση του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002 προκάλεσε αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών και έπληξε την αγοραστική του δύναμη.
Είναι όντως πάρα πολλοί οι τέσσερις στους πέντε Γάλλους που δηλώνουν ότι το ευρώ έφερε ακρίβεια και μείωσε την αγοραστική τους δύναμη, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έρευνα της γαλλικής YouGov. Πρόκειται όμως για μια αίσθηση των Γάλλων πολιτών που έχει καταγραφεί πάμπολλες φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στη χώρα που καταγράφει συστηματικά η επίσημη στατιστική υπηρεσία, Insee.
Δεν υπάρχει επιστροφή
Η έρευνα της YouGov κατέγραψε ταυτόχρονα και την αίσθηση των Γάλλων ότι ο δρόμος που (κακώς) πήραν πριν από μια εικοσαετία δεν έχει γυρισμό. Έτσι μπορεί να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την υιοθέτηση του ευρώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλουν και να το εγκαταλείψουν. Έτσι σε ποσοστό 56% δηλώνουν ότι δεν θέλουν να καταργηθεί το ευρώ και μόνο το 29% τάσσεται υπέρ της επιστροφής στο γαλλικό φράγκο.
Η αποδοχή της νέας νομισματικής πραγματικότητας – όσο «νέα» μπορεί αν είναι αυτή έπειτα από δυο δεκαετίες – ανάγκασε εξάλλου ακόμα και την ηγέτιδα του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού και υποψήφια στις προεδρικές εκλογές της επόμενης άνοιξης Μαρίν Λεπέν να εγκαταλείψει επισήμως από το 2019 τη ρητορική της κατάργησης του κοινού νομίσματος και της επιστροφής στο φράγκο, όπως επισημαίνει ο ρεπόρτερ του «Figaro» Ζιλιέν Ντασουά.
Να καταργηθούν τα «ψιλά»
Αίσθηση στην έρευνα που διενεργήθηκε στη Γαλλία είναι η δεδηλωμένη επιθυμία της πλειοψηφίας των πολιτών να καταργηθούν τα «κοκκινωπά κέρματα» του 1, των 2 και των 5 λεπτών του ευρώ. Πρόκειται για ένα σενάριο που έχει τεθεί επί τάπητος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν και μόνο για τα κέρματα του ενός και των δύο λεπτών.
Από τα τέλη του 2020 το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της ΕΕ είχε ξεκινήσει μια μεγάλη έρευνα στις χώρες της Ευρωζώνης. Τον περασμένο Μάιο δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα της έρευνας, δίχως όμως οι εθνικές κυβερνήσεις ή άλλοι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όπως ας πούμε το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών, να ασχοληθούν μ’ αυτά. Διότι επτά στους δέκα Ευρωπαίους (το 70%) πιστεύουν ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να αποσυρθούν από την κυκλοφορία τα κέρματα του ενός και των δύο λεπτών.
Για τους Γάλλους το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει στο 67%. Εύρημα αξιοπερίεργο για τη χώρα αυτή όπου οι περίφημες στρογγυλοποιήσεις δεν συνηθίζονται στις καθημερινές συναλλαγές. Δεν συνηθίζονταν ούτε επί φράγκου, καθώς και τότε στο λιανεμπόριο τεράστιες ουρές πελατών περίμεναν αδιαμαρτύρητα για να πληρώσει με μετρητά το λογαριασμό του αυτός που βρισκόταν στο ταμείο μετρώντας «σαντίμ το σαντίμ».
Πού άνθησε η κερδοσκοπία
Στη Γαλλία, όπως εξάλλου και στη Γερμανία αλλά και στην Κύπρο, στην Ιρλανδία και σε άλλες χώρες που είχαν ισχυρά νομίσματα προτού τα «ανταλλάξουν» και τα αντικαταστήσουν με το ευρώ, οι στρογγυλοποιήσεις, οι «συμψηφισμοί» και η κερδοσκοπία δεν εκτοξεύθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, όπως συνέβη στην Ελλάδα, όπου πολύ γρήγορα στη συνείδηση των Ελλήνων η αξία του ευρώ ταυτίστηκε με το αποσυρθέν κέρμα των 100 δραχμών (το χρυσαφί με το Μεγαλέξανδρο στη μια πλευρά και τον Ήλιο της Βεργίνας στην άλλη, όπως θυμούνται πολλοί).
Είναι στατιστικά παρατηρημένο, πάντως, ότι πέρα από τη «λαρτζ» ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων καταναλωτών, ρόλο στις κερδοσκοπικές στρογγυλοποιήσεις έπαιξε το γεγονός ότι το ευρώ αντικατέστησε ένα νόμισμα ασθενές και με ασταθές παρελθόν μάλιστα – η ισοτιμία του ευρώ καθορίστηκε, ως γνωστόν, στις 340,75 δραχμές. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν στην Ιταλία και στην Ισπανία, όπου οι καταναλωτές ήταν συνηθισμένοι να συναλλάσσονται με εκατομμύρια λιρέτες και πεσέτες αντίστοιχα.
Όχι όμως και στη Γαλλία που η ισοτιμία μετατροπής του εθνικού της νομίσματος ήταν έξι φράγκα για ένα ευρώ. Και ακόμα περισσότερο στη Γερμανία όπου μόλις δύο μάρκα αντικαταστάθηκαν με ένα ευρώ. Ούτε όμως και στην Κύπρο ή στην Ιρλανδία, στις μοναδικές χώρες της Ευρωζώνης όπου το εθνικό νόμισμα αντικαταστάθηκε με ένα ασθενέστερο (οι ισοτιμίες των λιρών Κύπρου και Ιρλανδίας έναντι του δολαρίου, για παράδειγμα, ήταν υψηλότερες από την ισοτιμία του ευρώ).
Η «τιμή» του ευρώ
Όπως έδειξαν οι έρευνες που διεξήχθησαν όλα αυτά τα χρόνια στη ζώνη του ευρώ, στις χώρες όπου τα εθνικά νομίσματα είχαν μια (συγκριτικά) ισχυρή διεθνή ισοτιμία, οι καταναλωτές γνώριζαν στην πράξη την αξία που είχαν οι περιφρονητέες στον ευρωπαϊκό Νότο «πενταροδεκάρες».
Στις άλλες ελάχιστοι εκτιμούν τα κέρματα και είναι ευεπίφοροι στην κερδοσκοπία. Γι’ αυτό προ ετών υπήρξε η σκέψη στην ΕΕ να τυπωθούν χαρτονομίσματα του ενός ευρώ – και στις ΗΠΑ εξάλλου κυκλοφορούν απολύτως σεβαστά και εκτιμητέα χάρτινα δολάρια. Μια ιδέα που επίσης εγκαταλείφθηκε. Εις βάρος βέβαια της «τιμής και της υπόληψης» του ευρώ, όπως επανειλημμένα δείχνουν οι έρευνες αξιολόγησης του νομίσματος από τους Ευρωπαίους.