Ο προσφεύγων παραβίασε μεν τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, αποδεδειγμένα όμως συνέτρεχε κατάσταση ανάγκης που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της παράβασης
Η κρατούσα θεωρία για την ποινή και τον καταλογισμό αυτής αποδέχεται πως όποιος δεν μπορούσε αλλιώς, δεν πρέπει να τιμωρείται (Ανδρουλάκης 1996 :32).
Ο Ποινικός μας Κώδικας αναγνωρίζει τέτοιες καταστάσεις ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στην επιλογή, ενώ και έξω από αυτόν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις που γίνονται δεκτές στο Ποινικό Δίκαιο ως λόγοι συγγνώμης.
Ωστόσο τι ισχύει όταν μια τέτοια κατάσταση προκύπτει στα πλαίσια διοικητικής παράβασης; Αναγνωρίζει ο διοικητικός δικαστής την αδυναμία επιλογής άλλης από την παράβαση λόγω καθεστώτος έκτακτης ανάγκης;
Πρόσφατη νομολογία ακύρωσης απόφασης τροχαίας παράβασης έρχεται να αναγνωρίσει στον διοικούμενο το “άλλως δύναται πράττειν” ως λόγο άρσης του καταλογισμού της παράβασης και να αποδεχθεί την κατάσταση ανάγκης ως ακυρωτικό λόγο απόφασης της διοίκησης.
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης 4653/2018 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Α’ Δημοσίευση lawspot.gr), σε βάρος του αιτούντος επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους 300 ευρώ, διότι κατελήφθη να οδηγεί το Ι.Χ. αυτοκίνητό του επί της Λεωφόρου Ποσειδώνος χωρίς να φέρει πίσω πινακίδες κυκλοφορίας.
Κατά της πράξης ο αιτών άσκησε αντιρρήσεις, με τις οποίες υποστήριξε ότι στην ως άνω βεβαίωση παράβασης αναφέρεται εσφαλμένα ότι η πίσω πινακίδα δεν βρισκόταν στη θέση της, ενώ βρισκόταν σε εμφανέστατο σημείο στο πίσω παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Οι αντιρρήσεις αυτές απορρίφθηκαν ως αβάσιμες από τον Διοικητή του Τμήματος Τροχαίας, με την αιτιολογία ότι οι κρατικές πινακίδες του οχήματος πρέπει να βρίσκονται τοποθετημένες στο σημείο που προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 2696/99 ΚΟΚ και όχι στον εσωτερικό χώρο του οχήματος.
Ο αιτών ζήτησε την ακύρωση της ως άνω απόφασης του Διοικητή της Τροχαίας και της ενσωματωμένης σε αυτή βεβαίωσης παράβασης του αρμοδίου οργάνου της Τροχαίας , υποστηρίζοντας ότι είναι καταχρηστική και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, επεβλήθη δε καθ΄υπέρβαση των ορίων εξουσίας, καθώς δεν αναφέρει την αλήθεια, ήτοι ότι είχε τοποθετήσει την πινακίδα σε εμφανέστατο σημείο και δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, όπως αποδειγμένα υποστηρίζει, η οπίσθια πινακίδα κυκλοφορίας έπεσε από το αυτοκίνητό του ενώ εκινείτο στην Λ. Ποσειδώνος, λόγω της παθογένειας των ελληνικών δρόμων και για το λόγο αυτό της κατάστασης έκτακτης ανάγκης την τοποθέτησε σε εμφανές σημείο στο πίσω παρμπρίζ του οχήματος, πριν τον σταματήσουν για έλεγχο τα όργανα της Τροχαίας , προκειμένου να μεταβεί στο πλησιέστερο συνεργείο αυτοκινήτων για να τοποθετηθούν σωστά, εφόσον δεν μπορούσε να έχει μαζί του τα απαραίτητα εργαλεία.
Το Δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του αιτούντος, ακυρώνοντας την απόφαση επιβολής προστίμου.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο προσφεύγων, ο οποίος κατελήφθη να μην έχει τοποθετημένη την πίσω πινακίδα και ανεξάρτητα εάν την είχε τοποθετήσει σε εμφανέστατο σημείο στο πίσω τζάμι του οχήματός του, παρέβη μεν τις ισχύουσες διατάξεις, πλην όμως, αποδεδειγμένα συνέτρεχε κατάσταση ανάγκης που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της ένδικης παράβασης.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, η πινακίδα μαζί με το πλαίσιο αυτής, ήταν αδύνατο να τοποθετηθεί εκείνη τη στιγμή από τον προσφεύγοντα και για το λόγο αυτό την τοποθέτησε σε εμφανές σημείο στο πίσω τζάμι (παρμπρίζ), προκειμένου να μεταβεί άμεσα σε κάποιο συνεργείο για να την τοποθετήσουν σωστά, γεγονός που δεν μπορούσε να έχει ήδη γίνει έως τη στιγμή που κατελήφθη από το αστυνομικό όργανο, το οποίο βεβαίωσε την ένδικη παράβαση, λαμβανομένου υπόψη ότι τα συνεργεία αυτοκινήτων ανοίγουν αργότερα.
Το γεγονός δε ότι, όπως βεβαιώθηκε από την αστυνομική αρχή, το όχημα του προσφεύγοντος δεν έφερε μόνο την πίσω πινακίδα του οχήματος (άρα η μπροστινή πινακίδα βρισκόταν στη θέση της και μπορούσε να είναι ορατή από τα τεχνικά μέσα παραβάσεων), ενισχύει την ανωτέρω κατάσταση στην οποία βρέθηκε προσωρινά ο προσφεύγων.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΔΠρΠειρ 4653/2018.