ΑΠΟΦΑΣΗ
A.L. κ.α. κατά Νορβηγίας (αρ. προσφ. 45889/18) και E.M. κ.α. κατά Νορβηγίας της 20.01.2022 (αρ. προσφ. 53471/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα σεβασμού οικογενειακής ζωής. Ανάδοχη οικογένεια και μη χορήγηση του δικαιώματος επικοινωνίας.
Στις δύο αυτές αποφάσεις στις υποθέσεις A.L. κ.α. κατά Νορβηγίας (αρ. προσφ. 45889/18) και E.M. κ.α. κατά Νορβηγίας (αρ. προσφ. 53471/17) οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ). Το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 σε σχέση με τον A.L. κ.α., και καμία παραβίαση του άρθρου 8 σε σχέση με την Ε.Μ. κ.α..
Η πρώτη υπόθεση αφορά απόφαση επιμέλειας που εξέδωσαν οι νορβηγικές αρχές σχετικά με το προσφεύγον τέκνο και τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην επικοινωνία των γονέων με το παιδί τους, μετά από ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια του παιδιού και τη φροντίδα του.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά την άρνηση των νορβηγικών αρχών να άρουν μια απόφαση επιμέλειας σε σχέση με τα δύο προσφεύγοντα τέκνα, την απόφαση αφαίρεσης της γονικής μέριμνας της μητέρας και χορήγησης του δικαιώματος επικοινωνίας. Ο λόγος ήταν ότι υπήρχαν ενδείξεις για σωματική και σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών από τον πατέρα τους και σοβαρή αμέλεια από την πλευρά της μητέρας.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ειδικότερα ότι στην πρώτη υπόθεση, αν και η απόφαση περί επιμέλειας ήταν ορθώς αιτιολογημένη, τα εθνικά δικαστήρια είχαν ουσιαστικά αποφασίσει ότι το παιδί έπρεπε να μεγαλώσει σε ανάδοχη οικογένεια χωρίς να εξετάζονται εναλλακτικές λύσεις ή να κατευθύνονται προς τη συμφιλίωση και επανένωση με τη βιολογική οικογένεια, κατά παράβαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Έτσι διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και επιδίκασε από κοινού στον πρώτο και δεύτερο προσφεύγοντα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.
Στην υπόθεση E.M. κ.α., το Δικαστήριο έκρινε ότι η εσωτερική διαδικασία είχε διεξαχθεί σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, με επαρκή αιτιολογία και δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
A.L. κ.α.
Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση αυτή, A.L., S.M., X. και J.L., είναι Νορβηγοί υπήκοοι εκτός της τελευταίας, η οποία είναι υπήκοος Σλοβακίας (δύο γονείς, το παιδί τους και η γιαγιά του παιδιού αντίστοιχα). Ζουν στη Νορβηγία και τη Σλοβακία.
Το 2015 ο Χ., τότε βρέφος, τέθηκε επειγόντως υπό ανάδοχη φροντίδα μετά την πρόωρη απομάκρυνσή του από το νοσοκομείο και τη μη αποδοχή των διαφόρων μέτρων βοήθειας που προσέφεραν οι αρχές. Υπήρχαν, ειδικότερα, ανησυχίες για την ανάπτυξη του παιδιού. Στους γονείς χορηγήθηκε δικαίωμα επικοινωνίας με επίβλεψη για μία ώρα ανά δεκαπενθήμερο. Οι αποφάσεις αυτές επικυρώθηκαν από τα δικαστήρια.
Το δικαίωμα επικοινωνίας μειώθηκε στη συνέχεια από τις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας, τελικά σε μία ώρα κάθε τρεις εβδομάδες μετά από τροποποίηση από το Συμβούλιο Κοινωνικής Πρόνοιας της Κομητείας.
Μετά από μια κακοδικία λόγω μεροληψίας από την πλευρά ενός δικαστή, εκφράστηκε ένσταση σχετικά με τις αποφάσεις επιμέλειας από διαφορετικό δικαστήριο. Το νέο Επαρχιακό Δικαστήριο αξιολόγησε την προσωπικότητα, το ιστορικό, την ανάπτυξη του παιδιού και πιθανές σωματικές, ψυχικές, κοινωνικές και συναισθηματικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν ζητήματα σχετικά με την αλληλεπίδραση των γονέων με το παιδί. Σημείωσε κάποιες καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του παιδιού και στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι γονείς δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τις ανάγκες του παιδιού.
Συνολικά, το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θα υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις στη φροντίδα του παιδιού αν αυτό επέστρεφε υπό την φροντίδα των γονέων του. Όρισε το δικαίωμα επικοινωνίας σε μία ώρα, τρεις φορές το χρόνο.
Επικαλούμενοι τα άρθρα 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τις αποφάσεις σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού, ιδίως την απόφαση επιμέλειας και τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν όσον αφορά τα δικαιώματα επικοινωνίας στον πρώτο και τον δεύτερο προσφεύγοντα.
E.M. κ.α.
Οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση, οι E.M., B. και C., είναι Τσέχοι υπήκοοι. Πρόκειται για μία μητέρα και τα δύο της παιδιά αντίστοιχα. Ζουν στη Νορβηγία και την Τσεχία.
Η πρώτη προσφεύγουσα μετακόμισε στη Νορβηγία το 2005 και απέκτησε εκεί τα παιδιά της. Τα παιδιά τέθηκαν σε επείγουσα φροντίδα το 2011 λόγω ανησυχιών σχετικά με σεξουαλική κακοποίηση και βία. Το 2012 τέθηκαν υπό δημόσια φροντίδα από το Συμβούλιο Κοινωνικής Πρόνοιας της Κομητείας και ανατέθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια. Αυτή η απόφαση επικυρώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο αρνήθηκε να χορηγήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με τη μητέρα, επικαλούμενο σοβαρή αμέλεια και σωματική κακοποίηση, αλλά δεν είχε προβεί σε καμία αναφορά για υποτιθέμενη σεξουαλική κακοποίηση.
Οι γονείς άσκησαν έφεση κατά της μη χορήγησης του δικαιώματος επικοινωνίας, γεγονός το οποίο ανέτρεψε την απόφαση και διέταξε δύο ώρες επικοινωνίας δύο φορές το χρόνο. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν πείστηκε ότι η προσφεύγουσα – και μητέρα των παιδιών – τα είχε κακοποιήσει σεξουαλικά, χωρίς να αποφασίσει ως προς αυτό, αλλά θεώρησε ότι δεν είχε καταφέρει να τα προστατεύσει από την κακοποίηση που υπέστησαν από τον πατέρα τους. Συνολικά, το δικαστήριο έκρινε ότι είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει καλή σχέση με τα παιδιά της στο μέλλον, στηρίζοντάς τα στο νέο τους ανάδοχο σπίτι. Της αρνήθηκε η δυνατότητα να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το 2014 η προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση για άρση της απόφασης για επιμέλεια. Οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας αντέδρασαν, υποστηρίζοντας ότι τα παιδιά έπρεπε να υιοθετηθούν και η μητέρα να χάσει τα γονεϊκά της δικαιώματα. Το Επαρχιακό Συμβούλιο Πρόνοιας αποφάσισε να διατηρήσει την απόφαση επιμέλειας και να αφαιρέσει τα γονικά δικαιώματα και τα δικαιώματα επικοινωνίας της προσφεύγουσας. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στο ότι είχε δημοσιεύσει την κατάσταση του ενός παιδιού της στα ΜΜΕ σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων εικόνων, που συνέδεαν με σεξουαλική κακοποίηση, καταστάσεις αγχωτικές για το παιδί.
Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση. Το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε τη συνολική εξέλιξη των δύο παιδιών και την πρόοδο της μητέρας τους. Ωστόσο, σημείωσε επίσης, ειδικότερα, ότι το πρώτο παιδί έπασχε από μετατραυματική διαταραχή άγχους, ότι τα μέσα ενημέρωσης είχαν έρθει σε επικοινωνία με τους ανάδοχους γονείς αναφορικά με ευαίσθητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών τους που έχουν αναρτηθεί στο Διαδίκτυο από τη μητέρα και το γεγονός ότι το παιδί δεν ήθελε να ζήσει με τη μητέρα του. Έκρινε ότι η άρση της απόφασης επιμέλειας και η ανανέωση των δικαιωμάτων επικοινωνίας θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα των παιδιών. Διέταξε να επιτραπεί η υιοθεσία του δεύτερου παιδιού. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της προσφεύγουσας.
Επικαλούμενοι το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την απόφαση του δικαστηρίου περί της ανάθεσης επιμέλειας σε ανάδοχη οικογένεια και περί της άρνησης παραχώρησης δικαιωμάτων επικοινωνίας στη μητέρα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
A.L. και άλλοι
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι σίγουρα υπήρξε παρέμβαση στην οικογενειακή ζωή των προσφευγόντων. Δεν διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντος είχαν παρεμποδιστεί να συμμετάσχουν στη δικαστική διαδικασία που είχε οδηγήσει στην απόφαση ανάθεσης επιμέλειας. Η απόφαση αυτή είχε δοθεί λόγω ανεπάρκειας φροντίδας του παιδιού.
Έκρινε ότι οι λόγοι για την απόφαση επιμέλειας ήταν επαρκείς. Σημείωσε, ωστόσο, ότι η απόφαση είχε δοθεί μετά από μακρά περίοδο εμπλοκής του κράτους, συμπεριλαμβανομένων αυστηρών ορίων επικοινωνίας στις οικογενειακές υποθέσεις.
Όσον αφορά την επικοινωνία, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν ήταν αυστηροί και πιθανώς επιζήμιοι με γνώμονα την επανένωση της οικογένειας. Οι εγχώριες αρχές είχαν ουσιαστικά αποφασίσει ότι το παιδί θα μεγαλώσει σε ανάδοχη οικογένεια, χωρίς να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις. Συνολικά, η υπόθεση ήταν παρόμοια με άλλες στις οποίες το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει προηγουμένως παραβιάσεις κατά της Νορβηγίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8).
E.M. και άλλοι
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου βεβαιώθηκε ότι η απόφαση επιμέλειας αποτελούσε νόμιμη παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων.
Όσον αφορά την αναγκαιότητα της παρέμβασης, διαπίστωσε ότι η διαδικασία διεξήχθη ικανοποιητικά και επισταμένως. Επιπλέον, έκρινε ότι η τελική απόφαση για τη συνέχιση της απόφασης ανάθεσης της επιμέλειας, η άρνηση των δικαιωμάτων επικοινωνίας και η ανάκληση των γονικών ευθυνών ήταν ικανοποιητική. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ιδιαίτερα την αναφορά του εθνικού δικαστηρίου στη σοβαρή παραμέληση των παιδιών, στη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση και στο γεγονός ότι είχε εξετάσει τα παιδιά και εξέδωσε εξατομικευμένες αποφάσεις για την περίπτωση του καθενός από αυτά ξεχωριστά.
Συνολικά, το σκεπτικό ήταν επαρκές και ήταν στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών. Έπρεπε επίσης να αναφερθεί η επιδείνωση της κατάστασης εξαιτίας της πρώτης προσφεύγουσας, ιδίως με τη δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών στο Διαδίκτυο.
Λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που διατυπώθηκαν και την ψυχολογική κατάσταση των παιδιών, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο είχε αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του να ανακαλέσει τα δικαιώματα επικοινωνίας της μητέρας.
Συνολικά, οι εγχώριες αρχές έδωσαν προσοχή στην ανάγκη διατήρησης των επίμαχων σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων.
Η παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων ήταν γενικά αναγκαία. Εν προκειμένω δεν είχε διαπιστώσει καμία παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ ως προς την πρώτη προσφεύγουσα. Όσον αφορά τα προσφεύγοντα τέκνα, το Δικαστήριο σημείωσε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι υπήρχε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της πρώτης προσφεύγουσας και των παιδιών της. Έχοντας υπόψη ότι υπήρξε σοβαρή από κοινού γονική παραμέληση τέκνου σε αυτή την υπόθεση, το Δικαστήριο συμφώνησε ότι υπήρχε μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων και απέρριψε ομοίως και τις προσφυγές των παιδιών.
Άλλα άρθρα
Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση A.L. κ.α. παραπονέθηκαν ότι η διαδικασία δεν είχε διεξαχθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε την πολυπλοκότητα της υπό κρίση υπόθεσης, ιδιαίτερα την παρακολούθηση των παιδιών με την πάροδο του χρόνου από ειδικούς και τις διαδικαστικές ενέργειες συμπεριλαμβανομένων επειγουσών διαδικασιών και παραπομπών στα εθνικά δικαστήρια. Επομένως σύμφωνα με το ΕΔΔΑ το χρονικό διάστημα ήταν εύλογο και έκρινε την καταγγελία προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ, όσον αφορά την πρώτη υπόθεση, επιδίκασε από κοινού στον πρώτο και τον δεύτερο προσφεύγοντα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Αντιθέτως έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν επαρκής όσον αφορά τον τρίτο προσφεύγοντα στην εν λόγω υπόθεση (επιμέλεια: echrcaselaw.com)