ΑΠΟΦΑΣΗ
D.Μ. και Ν. κατά Ιταλίας της 20.01.2022 (αρ. προσφ. 60083/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ανεπαρκής δικαστική αιτιολογία για ανάθεση ανήλικου τέκνου σε ανάδοχη οικογένεια και έγκριση για υιοθεσία του. Δικαίωμα σεβασμού οικογενειακής ζωής.
Η πρώτη προσφεύγουσα, υπήκοος Κούβας, είναι μητέρα της δεύτερης και ενεργεί για λογαριασμό της. Στις 18 Φεβρουαρίου 2013 η μητέρα υπέβαλε αίτηση στις υπηρεσίες πρόνοιας για βοήθεια με την αιτιολογία ότι την είχε κακοποιήσει ο σύντροφός της και πατέρας του παιδιού. Αυτή και η κόρη της τοποθετήθηκαν σε ένα κέντρο υποδοχής στη Μπρέσια για περίπου ένα χρόνο. Στις 30 Αυγούστου 2014 η εισαγγελία κάλεσε το δικαστήριο να αξιολογήσει την ικανότητα ή μη των δύο γονέων και την ανάθεση του παιδιού στις κοινωνικές αρχές πρόνοιας. Στις 13 Οκτωβρίου 2014 το παιδί και η μητέρα της φιλοξενήθηκαν σε οικογενειακό κέντρο υποδοχής. Οι υπηρεσίες πρόνοιας υπέβαλαν αίτηση στο δικαστήριο ώστε το παιδί να τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια.
Η εισαγγελία ζήτησε την αναστολή της γονικής μέριμνας της πρώτης προσφεύγουσας για τη δεύτερη, την έναρξη διαδικασίας υιοθεσίας και την ανάθεση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2015, το δικαστήριο έκρινε την δεύτερη προσφεύγουσα διαθέσιμη προς υιοθεσία. Ανέστειλε τη γονική εξουσία και των δύο γονέων και διέταξε να μεταφερθεί σε ανάδοχη οικογένεια, εν αναμονή της υιοθεσίας της. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη και ότι ο τρόπος ζωής της πρώτης προσφεύγουσας ήταν ασταθής, το δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση περί υιοθεσίας. Στις 30 Δεκεμβρίου 2015 μητέρα και κόρη χωρίστηκαν. Τα ένδικα μέσα που άσκησε η μητέρα δεν ευδοκίμησαν.
Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και ισχυρίστηκαν ότι οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια για να κηρυχθεί η ανήλικη κόρη διαθέσιμη προς υιοθεσία δεν αντιστοιχούσαν στις «εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις» που απαιτούνται για τη διακοπή των οικογενειακών δεσμών.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι το γεγονός ότι ένα παιδί μπορεί να επωφεληθεί από τη μεταφορά σε περιβάλλον πιο ευνοϊκό για την ανατροφή του δεν δικαιολογεί, από μόνο του, την απομάκρυνσή του από τους βιολογικούς του γονείς.
Παρατήρησε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το παιδί εκτέθηκε σε καταστάσεις βίας ή κακοποίησης ή σε αποδεδειγμένη σεξουαλική κακοποίηση. Τα δικαστήρια δεν είχαν σημειώσει κάποια έλλειψη συναισθηματικής ανάπτυξης, ή ανησυχητική κατάσταση στην υγεία του ή ψυχολογική ανισορροπία από την πλευρά των γονέων.
Το ΕΔΔΑ αμφισβήτησε την επάρκεια των γεγονότων στα οποία οι αρχές βασίστηκαν και συμπέραναν ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τα γονικά της καθήκοντα, δηλώνοντας ότι υστερούσε ως προς την πληρότητα των γονεϊκών της ικανοτήτων.
Κατά το Στρασβούργο η παρέμβαση στην οικογενειακή ζωή της προσφεύγουσας ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. Η επίδικη διαδικασία δεν συνοδεύτηκε από εγγυήσεις ανάλογες με τη σοβαρότητα της παρέμβασης και τα διακυβευόμενα συμφέροντα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 42.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες, και κάλεσε τις αρχές να επανεξετάσουν αμέσως την κατάσταση και να προγραμματιστούν συνεδρίες επικοινωνίας μεταξύ μητέρας και κόρης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η πρώτη προσφεύγουσα D.M. είναι υπήκοος Κούβας που γεννήθηκε το 1982. Η δεύτερη προσφεύγουσα Ν. είναι η κόρη της, η οποία γεννήθηκε το 2012. Ζουν στη Μπρέσια. Η προσφεύγουσα ενεργεί για λογαριασμό της κόρης της.
Η πρώτη προσφεύγουσα έχει επίσης άλλα δύο παιδιά τα οποία γεννήθηκαν το 2002 και το 2007 από τον πρώτο της γάμο και με τα οποία έχει τακτική επαφή. Τα παιδιά ζουν με τους παππούδες τους. Η δεύτερη προσφεύγουσα Ν., γεννήθηκε από τη σχέση της πρώτης προσφεύγουσας και του A.P., η οποία σχέση έληξε το 2014. Το 2015 η προσφεύγουσα δημιούργησε νέα σχέση με τον Μ.S., ο οποίος είναι και ο νυν σύζυγός της, και με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί το 2018. Η προσφεύγουσα και ο σύζυγός της φροντίζουν αυτό το παιδί μόνοι τους, χωρίς οποιαδήποτε βοήθεια ή συνεισφορά από τις δημόσιες αρχές.
Στις 18 Φεβρουαρίου 2013 η μητέρα υπέβαλε αίτηση στις υπηρεσίες πρόνοιας για βοήθεια με την αιτιολογία ότι την είχε κακοποιήσει ο σύντροφός της. Αυτή και η κόρη της τοποθετήθηκαν σε ένα κέντρο υποδοχής στη Μπρέσια για περίπου ένα χρόνο. Στις 22 Φεβρουαρίου 2013 η εισαγγελία κίνησε διαδικασία με βάση το συμφέρον του παιδιού. Το δικαστήριο διέταξε την τοποθέτηση του παιδιού και της μητέρας σε οικογενειακό κέντρο υποδοχής.
Στις 14 Ιανουαρίου 2014 το δικαστήριο εξουσιοδότησε τις δύο προσφεύγουσες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και διέταξε τις υπηρεσίες πρόνοιας να παράσχουν υποστήριξη στους γονείς και εκπαιδευτική βοήθεια στο παιδί. Στις 30 Αυγούστου 2014 η εισαγγελία κάλεσε το δικαστήριο να αξιολογήσει την ικανότητα ή μη των δύο γονέων και ανάλογα να διατάξει την ανάθεση του παιδιού στις κοινωνικές αρχές πρόνοιας. Στις 13 Οκτωβρίου 2014 το παιδί και η μητέρα της φιλοξενήθηκαν σε οικογενειακό κέντρο υποδοχής. Οι υπηρεσίες πρόνοιας υπέβαλαν αίτηση στο δικαστήριο ώστε το παιδί να τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2015 η εισαγγελία ζήτησε την αναστολή της γονικής μέριμνας της πρώτης προσφεύγουσας αναφορικά με την δεύτερη προσφεύγουσα, την έναρξη διαδικασίας υιοθεσίας και την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2015, με απόφαση η οποία ήταν άμεσα εκτελεστή, το δικαστήριο έκρινε την δεύτερη προσφεύγουσα διαθέσιμη προς υιοθεσία. Ανέστειλε τη γονεϊκή εξουσία και των δύο γονέων και διέταξε να μεταφερθεί σε ανάδοχη οικογένεια, εν αναμονή της υιοθεσίας του. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη και ότι ο τρόπος ζωής της πρώτης προσφεύγουσας ήταν ασταθής, το δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση περί υιοθεσίας. Στις 30 Δεκεμβρίου 2015 μητέρα και κόρη χωρίστηκαν.
Στις 10 Μαρτίου 2016 η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης. Με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2016 το Εφετείο της Μπρέσια απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το Εφετείο επισήμανε ότι ακόμα κι αν ήταν δυνατό το ζευγάρι να ανακτήσει τις γονικές του ικανότητες στο μέλλον, ωστόσο ήταν προτιμότερο, για το άμεσο συμφέρον του παιδιού, να τεθεί προς υιοθεσία. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 η μητέρα άσκησε αναίρεση.
Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, που κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 7 Μαΐου 2019, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση με το σκεπτικό ότι αν και η δήλωση διαθεσιμότητας για υιοθεσία δεν είχε λάβει υπόψη το αίτημα για πραγματογνωμοσύνη των γονεϊκών ικανοτήτων του ζευγαριού, η δήλωση αυτή δεν ήταν παράνομη αφού δεν υπήρχε «απόλυτη έλλειψη αιτιολογίας» στην εν λόγω απόφαση. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστές είχαν παράσχει επαρκή αιτιολογία στην απόρριψη του αιτήματος πραγματογνωμοσύνης αναφέροντας ότι υπήρξε «μακροχρόνια περίοδος παρατήρησης της συμπεριφοράς και των δύο γονέων», ότι ο συλλογισμός ήταν «αυτόνομος» και ότι είχε βασιστεί σε πλήρη αποδεικτικά στοιχεία.
Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και ισχυρίστηκαν ότι οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια για να κηρυχθεί η κόρη διαθέσιμη προς υιοθεσία δεν αντιστοιχούσαν στις «εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις» που απαιτούνται για τη διακοπή των οικογενειακών δεσμών. Υποστήριξαν ακόμη ότι οι ιταλικές αρχές δεν τήρησαν τις θετικές τους υποχρεώσεις όπως ορίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ότι δεν είχαν λάβει όλα τα μέτρα, που εύλογα αναμένεται να λάβουν, με σκοπό να διατηρήσουν τους οικογενειακούς τους δεσμούς και να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστών διακυβευόμενων συμφερόντων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι δεν δόθηκε εντολή για ψυχολογική αξιολόγηση των γονέων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι όταν η δεύτερη προσφεύγουσα κρίθηκε έτοιμη προς υιοθεσία τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασιστεί σε εκθέσεις που είχαν ετοιμάσει οι υπηρεσίες πρόνοιας και το προσωπικό του κέντρου υποδοχής, καθώς και σε συνεντεύξεις με τους ενδιαφερόμενους. Το Εφετείο και το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν κρίνει ότι το δικαστήριο διεξήγαγε πλήρη και ενδελεχή έρευνα. Τα δικαστήρια είχαν κρίνει ότι η μητέρα του παιδιού – και πρώτη προσφεύγουσα – υστερούσε σε γονεϊκές ικανότητες λόγω της συμπεριφοράς της και ότι είχε έναν ασταθή τρόπο ζωής.
Το δικαστήριο και το Εφετείο είχαν αποφανθεί ότι ήταν ανίκανη να φροντίσει την κόρη της. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι το Εφετείο είχε διαπιστώσει ότι ήταν πιθανό το ζευγάρι να μπορέσει να ανακτήσει τις γονεϊκές του ικανότητες μετά από αρκετό χρόνο και πολλή προσπάθεια, ήταν ωστόσο προτιμότερο, προς όφελος του παιδιού, να τεθεί υπό υιοθεσία.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι το γεγονός ότι ένα παιδί μπορεί να επωφεληθεί από τη μεταφορά σε περιβάλλον πιο ευνοϊκό για την ανατροφή του δε δικαιολογεί, από μόνο του, την απομάκρυνσή του από τους βιολογικούς του γονείς.
Παρατήρησε ακόμη ότι στην παρούσα υπόθεση δεν είχε αποδειχθεί ότι το παιδί εκτέθηκε σε καταστάσεις βίας ή κακοποίησης ή σε αποδεδειγμένη σεξουαλική κακοποίηση. Τα δικαστήρια δεν είχαν σημειώσει κάποια έλλειψη συναισθηματικής ανάπτυξης, ή ανησυχητική κατάσταση στην υγεία του ή έλλειψη ψυχολογικής ισορροπίας από τους γονείς. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αμφισβήτησε την επάρκεια των γεγονότων στα οποία οι αρχές βασίστηκαν και συμπέραναν ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τα γονεϊκά της καθήκοντα, δηλώνοντας ότι υστερούσε ως προς την πληρότητα των γονεϊκών της ικανοτήτων.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι η απόφαση για τη διακοπή των οικογενειακών δεσμών δεν είχε βασιστεί σε προηγούμενη αξιολόγηση των ικανοτήτων της πρώτης προσφεύγουσας αναφορικά με την εκπλήρωση του ρόλου της ως γονέα και ότι δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια διατήρησης των οικογενειακών δεσμών. Οι δικαστικές αρχές είχαν απλώς εξετάσει ορισμένες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν να ξεπεραστούν με τη βοήθεια της πρόνοιας. Δεν είχε τεθεί σε κανέναν εμπειρογνώμονα η αξιολόγηση των γονεϊκών ικανοτήτων της προσφεύγουσας ή το ψυχολογικό της προφίλ. Η Κυβέρνηση αναφερόταν στην δεύτερη προσφεύγουσα, ως «θύμα» σεξουαλικής κακοποίησης, παρόλο που δεν είχε ποτέ κινηθεί ποινική διαδικασία σχετικά με τους ισχυρισμούς των υπηρεσιών πρόνοιας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποφασίσει να κηρύξουν την δεύτερη προσφεύγουσα διαθέσιμη προς υιοθεσία, απομακρύνοντάς την έτσι οριστικά και ανεπανόρθωτα από τη μητέρα της, παρά την ύπαρξη άλλων λιγότερο ριζοσπαστικών λύσεων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυτη αναγκαιότητα διατήρησης των δεσμών μεταξύ της προσφεύγουσας και της κόρης της στο μέτρο του δυνατού δεν είχε ληφθεί δεόντως υπόψη, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε ευάλωτη θέση λόγω της ενδοοικογενειακής βίας που είχε υποστεί και της βοήθειας που είχε ζητήσει από τις υπηρεσίες πρόνοιας για την προστασία της κόρης της.
Υποστήριξε ακόμη ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την απόφαση ότι η δεύτερη προσφεύγουσα μπορούσε να υιοθετηθεί ήταν ανεπαρκή. Οι εγχώριες αρχές δεν είχαν αποδείξει πειστικά ότι παρά την ύπαρξη λιγότερο ριζοσπαστικών λύσεων το επίδικο μέτρο ήταν η καταλληλότερη επιλογή με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Παρά το περιθώριο εκτίμησης των εγχώριων αρχών, επομένως, η παρέμβαση στην οικογενειακή ζωή της προσφεύγουσας ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. Η επίδικη διαδικασία δεν συνοδεύτηκε από εγγυήσεις ανάλογες με τη σοβαρότητα της παρέμβασης και τα διακυβευόμενα συμφέροντα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων)
Το Δικαστήριο κάλεσε τις εγχώριες αρχές να επανεξετάσουν, το συντομότερο δυνατόν, την κατάσταση των δύο προσφευγουσών υπό το πρίσμα της παρούσας απόφασης και να εξετάσουν το ενδεχόμενο διευθέτησης της επικοινωνίας μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του παιδιού και τα συμφέροντά του, και να προχωρήσουν σε περαιτέρω κατάλληλη δράση σύμφωνα με αυτά τα συμφέροντα.
Έκρινε ότι η καταλληλότερη μορφή επανόρθωσης για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, όπου η διαδικασία λήψης αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων είχε οδηγήσει στη δήλωση διαθεσιμότητας της δεύτερης προσφεύγουσας προς υιοθεσία, ήταν να διασφαλιστεί ότι οι προσφεύγουσες θα βρίσκονταν σε μια κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν αν δεν είχε ληφθεί το ανωτέρω μέτρο.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 42.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.