AG München της 17.12.2021, 275 C 17530/19
Η ενάγουσα είχε κλείσει εισιτήριο μέσω ταξιδιωτικού γραφείου για να πετάξει από Μόναχο προς Κάιρο την 16/3/2019 στα πλαίσια ενός «οργανωμένου ταξιδιού» κατά την έννοια της Οδηγίας 2015/2302 (π.δ. 7/2018). Στο εισιτήριο αναγραφόταν ώρα επιβίβασης (boarding) 16:55 και ώρα αναχώρησης 17:25. Όταν η επιβάτης έφτασε καθυστερημένα στην πύλη αναχώρησης, περί ώρα 17:14, ο αερομεταφορέας αρνήθηκε να την επιβιβάσει, διότι το boarding είχε ολοκληρωθεί ήδη μερικά λεπτά νωρίτερα. Το αεροπλάνο τελικά απογειώθηκε με καθυστέρηση στις 17:39.
Η ενάγουσα αναγκάστηκε να αγοράσει άλλο εισιτήριο προς Αίγυπτο για να μη χάσει το πακέτο διακοπών της. Στράφηκε όμως κατά του διοργανωτή, ζητώντας να αποζημιωθεί για τη ζημία που της προκάλεσε η αεροπορική εταιρία κατά τα παραπάνω. Σύμφωνα με την αγωγή, παρότι κατά την άφιξη της ενάγουσας στην πύλη αναχώρησης το boarding είχε ολοκληρωθεί, το αεροπλάνο βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση αναμονής στο terminal, απ’ όπου αναχώρησε σχεδόν μισή ώρα αργότερα. Θα έπρεπε λοιπόν ο αερομεταφορέας να την αφήσει να επιβιβαστεί.
Σύμφωνα με το δικαστήριο τέτοια υποχρέωση δεν συντρέχει βάσει της σύμβασης, ούτε υπαγορεύεται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Η αεροπορική εταιρία είναι ελεύθερη να ορίσει την ώρα ολοκλήρωσης του boarding βάσει του αριθμού των επιβατών και των διαδικασιών που τυχόν απαιτούνται για την προετοιμασία της πτήσης. Ούτε προκύπτει, άλλωστε, ότι το διάστημα των 18 λεπτών, που κράτησε εν προκειμένω η επιβίβαση, ήταν υπερβολικά σύντομο. Ο επιβάτης που φτάνει στην πύλη αναχώρησης μετά την έναρξη του boarding, φέρει τον κίνδυνο ότι ενδεχομένως δεν θα προλάβει την πύλη ανοιχτή. Είναι γεγονός, ότι συχνά επιτρέπεται η επιβίβαση στο αεροσκάφος επιβατών που έφτασαν καθυστερημένα στο αεροδρόμιο. Τούτο όμως δεν επιτρέπεται να αναχθεί σε κανόνα, διότι θα διατάρασσε την ευρυθμη λειτουργία των αεροπορικών γραμμών.