Συνελήφθησαν και κρατήθηκαν προσωρινά χωρίς νόμιμη διαδικασία. Τι προβλέπει η απόφαση δικαίωσής τους.
Αποζημίωση δικαστικών λειτουργών: Μέλη του Ακυρωτικού ή του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή δικαστές πρωτοβάθμιων δικαστηρίων ή εισαγγελέων βρέθηκαν αιφνιδιαστικά να συλλαμβάνονται και να κρατούνται προσωρινά, με βάση – όπως αναφέρεται – αδικαιολόγητη επέκταση της έννοιας του αυτοφώρου αδικήματος (in flagrante delicto).
Πρόκειται για 427 δικαστικούς λειτουργούς στην Τουρκία, οι οποίοι κρίθηκαν ύποπτοι για συμμετοχή τους στην «Φετουλαχιστική Τρομοκρατική Οργάνωση/Παράλληλη Κρατική Δομή» («FETÖ/PDY») στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος της 15 Ιουλίου 2016.
Οι δικαστικοί λειτουργοί προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), επισημαίνοντας ότι τέθηκαν σε προσωρινή κράτηση κατά παράβαση του εσωτερικού δικαίου που διέπει τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση των μελών του δικαστικού σώματος.
Αμφισβήτησαν επίσης τον ισχυρισμό ότι τα γεγονότα της υπόθεσης τους απέκλιναν από τις δικονομικές εγγυήσεις που παρέχονται σε όλους τους δικαστές και εισαγγελείς και κατήγγειλαν ότι τα Πλημμελειοδικεία δεν είχαν την αρμοδιότητα να τους θέσουν σε προσωρινή κράτηση.
Ορισμένοι από τους προσφεύγοντες παραπονέθηκαν επίσης ότι τέθηκαν προφυλακιστέοι χωρίς σχετικούς και επαρκείς λόγους, και ότι η διάρκεια της κράτησης ήταν υπερβολική. Ορισμένοι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν περαιτέρω ότι οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν από τα εγχώρια δικαστήρια κατά την κράτηση τους δεν συμμορφώθηκαν με ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις ή/και ότι δεν υπήρχαν αποτελεσματικά εσωτερικά ένδικα μέσα που να επιτρέπουν να λάβουν αποζημίωση για τις εικαζόμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους.
Η δικαίωση και η αποζημίωση
Κατά το ΕΔΔΑ η προσωρινή κράτηση των προσφευγόντων δεν είχε λάβει χώρα σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα απολύτως αναγκαία κατά τις προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 15 της Σύμβασης. Έτσι, επιδίκασε αποζημίωση 5.000 ευρώ στον καθένα από τους προσφεύγοντες, με την Τουρκία να καλείται δηλαδή να καταβάλλει συνολικά 2.135.000 ευρώ!
Μεταξύ άλλων, στην απόφασή του το ΕΔΔΑ αναφέρει:
«Παρά τις ειδικές δικονομικές εγγυήσεις που απέρρεαν από την ιδιότητά τους ως δικαστών ή εισαγγελέων κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι προσφεύγοντες είχαν τεθεί υπό προσωρινή κράτηση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, επειδή είχαν κριθεί ότι είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, σύμφωνα με άρθρο 94 του Ν.2802. Η εφαρμογή της έννοιας του «in flagrante delicto» στο συγκεκριμένο πλαίσιο της προσωρινή κράτησης τακτικού δικαστή υπαγόμενου στο Ν. 2802 είχε ήδη οδηγήσει σε διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 5 § 1 στην υπόθεση Baş κατά Τουρκίας, όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έννοια αυτή είχε ερμηνευθεί από τα εθνικά δικαστήρια κατά τρόπο διασταλτικό που δεν ήταν σύμφωνος με τις απαιτήσεις της Σύμβασης. Το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να απομακρυνθεί από τα πορίσματά του στην υπόθεση Baş…
Σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο, οι προσφεύγοντες και όλα τα μέλη του δικαστικού σώματος που συνελήφθησαν στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είχαν συλληφθεί με τη διαδικασία του αυτοφώρου αποκλειστικά βάσει των υποτιθέμενων οργανωτικών δεσμών τους με την τρομοκρατική οργάνωση πίσω από αυτή την απόπειρα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εικαστική προσέγγιση του Συνταγματικού Δικαστηρίου φαινόταν να επεκτείνει την έννοια του «in flagrante delicto » πέρα από τον συμβατικό ορισμό που παρέχεται στο εσωτερικό δίκαιο, επισημαίνοντας ιδίως την απουσία βεβαιότητας ότι οι προσφεύγοντες είχαν συλληφθεί και τεθεί σε προσωρινή κράτηση κατά τη διάπραξη ή αμέσως μετά τη διάπραξη μιας πράξης που συνδέεται άμεσα με την απόπειρα πραξικοπήματος…
Η Κυβέρνηση είχε υποστηρίξει περαιτέρω ότι η προσωρινή κράτηση των σχετικών προσφευγόντων σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες δεν εξαρτιόταν απαραίτητα από την σύλληψή τους in flagrante delicto, αλλά ότι είχε επίσης αιτιολογηθεί βάσει του άρθρου 93 του Ν. 2802, καθώς το αδίκημα για το οποίο είχαν κατηγορηθεί ήταν προσωπικό αδίκημα που διέπεται από αυτό το άρθρο και δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντά τους. Στα εντάλματα κράτησης που εκδόθηκαν σχετικά με τους προσφεύγοντες, δεν είχε αναφερθεί κάτι σχετικά με το «προσωπικό» ή «σχετικό με το καθήκον» χαρακτήρα του επίμαχου αδικήματος και είχε γίνει αναφορά, μόνο στο άρθρο 94 του παραπάνω Νόμου, το οποίο ίσχυε για και τα δύο είδη αδικημάτων…
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι το πόρισμα σχετικά με την ύπαρξη της προϋπόθεσης για «in flagrante delicto» κατά την έννοια του άρθρου 94 του Ν. 2802 θα μπορούσε να είχε θεωρηθεί ως συναφές μόνο για τον καθορισμό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου που διέταξε την κράτηση, χωρίς καμία επίπτωση στη νομιμότητα της ίδιας της κράτησης.
Αποζημίωση δικαστικών λειτουργών: Υψίστης σημασίας οι απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου
Στην απόφαση το ΕΔΔΑ αναφέρει επίσης: «Η δικαστική προστασία που παρέχεται με τον Νόμο 2802 δεν σημαίνει ατιμωρησία. Τούτου λεχθέντος, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία της δικαστικής εξουσίας σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου και το γεγονός ότι τέτοιου είδους προστασία χορηγήθηκε σε δικαστές και εισαγγελείς όχι μόνο για δικό τους προσωπικό όφελος, αλλά για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου καθίστανται ακόμη πιο υψίστης σημασίας όταν ένα μέλος του δικαστικού σώματος στερείται της ελευθερίας του.
Έχοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, και τις εκτιμήσεις στην υπόθεση Baş, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσωρινή κράτηση των προσφευγόντων που είχαν υπαχθεί στον Ν. 2802 είχε λάβει χώρα σύμφωνα με μια διαδικασία που ορίζει ο νόμος κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1. Επιπλέον, τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα απολύτως αναγκαία κατά τις προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 15 της Σύμβασης».
Παράλληλα, προσθέτει πως «σύμφωνα με το άρθρο 46 του Ν. 2797 που διέπει τα μέλη του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, που ισχύει και για τα μέλη του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, η έναρξη έρευνας εναντίον αυτών των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου υπόκειται στην απόφαση των αρμόδιων Προεδρικών τους Συμβουλίων, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση αυτόφωρης σύλληψης που εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πλημμελειοδικών, τα οποία προκάλεσαν την εφαρμογή των κανόνων του κοινού δικαίου… Αντίστοιχα, οι προσφεύγοντες που ήταν μέλη του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου κατά τον χρόνο της προσωρινής τους κράτησης δεν είχαν ομοίως στερηθεί της ελευθερίας τους σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Η απόφαση να τεθούν αυτοί οι προσφεύγοντες σε προσωρινή κράτηση δεν μπορούσε, επιπλέον, να θεωρηθεί ότι επιβαλλόταν από την κατάσταση ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 15 της Σύμβασης».