ΑΠ 166/2019
Μακρά διάρκεια ασθένειας των εργαζομένων και πότε θεωρείται ως σιωπηρή δήλωση της βούλησής τους για λύση της σύμβασης εργασίας τους οικειοθελώς
ΑΠ 166/2019 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 166/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Σοφία Καρυστηναίου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 18η Σεπτεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Κ. του Ν., και 2) Β. Κ. του Ν., κατοίκων …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κοσμά Κοτέα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Πανταζή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-3-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 1334/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Την αναίρεση της ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17-10-2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Δημάκης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η από 17-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης 59…5/3-11-2017 αίτηση αναίρεσης κατά της 1334/2017 απόφασης του Moνoμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 9-3-2015 (με αριθμό κατάθεσης 1244/2015) αγωγής, κατά της οποίας , μετά την επίδοσή της στους εναγόμενους την 7-9-2017 δεν ασκήθηκε έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 και 144).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 577 παρ.3).
2. Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 του ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ο δικαστής, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώραν η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκεια της και την υπαιτιότητα η συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αν η αποχή αυτή πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως. Η βούληση, εξάλλου, αυτή του μισθωτού, περί καταγγελίας δηλαδή εκ μέρους του της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη του συμπεριφορά, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αφορώσα σε αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Ολ. ΑΠ 32/1988, Α.Π.423/2010, 1279/2006). 3. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το εφετείο δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: Η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη είναι ανώνυμη εταιρεία που δραστηριοποιείται στο χώρο των τροφίμων, και ειδικότερα στην αγορά εκ του εσωτερικού και την εισαγωγή εκ του εξωτερικού τροφίμων, αγροτικών προϊόντων, καθώς και πάσης φύσεως αγαθών, την εμπορία αυτών στο εσωτερικό ή και την εξαγωγή τους στο εξωτερικό, καθώς επίσης και στην επεξεργασία, την τυποποίηση και τη συσκευασία των ανωτέρω αγαθών και την εμπορία ή εξαγωγή τους. Στις 13- 12-2011 ο 1ος ενάγων και ήδη 1ος αναιρεσείων προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργάζεται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και 40 ώρες εβδομαδιαίως ως διευθυντής παραγωγής. Ειδικότερα, τα καθήκοντά του συνίσταντο στην επιλογή του κατάλληλου μηχανολογικού εξοπλισμού, στο σχεδίασμά και τη βελτιστοποίηση της διαδικασίας παραγωγής και τον καθορισμό των πρωτοκόλλων διαδικασίας διασφάλισης ποιότητας, καθώς και την επίβλεψη της προσήκουσας εφαρμογής τους. Ταυτόχρονα ο ενάγων ήταν μέτοχος στην εναγόμενη με αριθμό 76.219 μετοχών επί συνόλου 307.952. Οι αποδοχές του, με βάση τη σύμβαση εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 10.000 ευρώ το μήνα, ενώ κατόπιν της από 1-2- 2013 τροποποίησης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, οι αποδοχές τους ανέρχονταν σε 9.000 ευρώ μηνιαίως καταβλητέου του ημίσεως αυτού κάθε 15 ημέρες. Ο 2ος ενάγων και ήδη 2ος αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 14- 12-2011 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργάζεται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και 40 ώρες εβδομαδιαίως, ως διευθυντής πωλήσεων. Οι αποδοχές του με βάση τη σύμβαση εργασίας του ανέρχονταν στο ποσό των 10.000 ευρώ το μήνα, ενώ κατόπιν της με ημερομηνία 1-2-2013 τροποποίησης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, οι αποδοχές του ανέρχονταν σε 9.000 ευρώ μηνιαίως καταβλητέου του ημίσεως αυτού κάθε 15 ημέρες. Ταυτόχρονα είναι μέτοχος της εναγομένης, με αριθμό 76.531 μετοχών επί συνόλου 307.952 Από τις 15-5-2013 και εφεξής οι ενάγοντες απείχαν από την εργασία τους, ως εργαζόμενοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Έκτοτε δεν εμφανίστηκαν στην εναγομένη προκειμένου να παράσχουν την εργασία τους, παρά τις τηλεφωνικές οχλήσεις της τελευταίας. Στη συνέχεια η εναγόμενη επέδωσε στον ενάγοντες δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2509Β/15.10.203 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 14.10.2013 εξώδικη διαμαρτυρία δήλωση με επιφύλαξη δικαιωμάτων στην οποία αναφέρει ότι απέχουν αυθαιρέτως από τις 15.5.2013 από την εργασία τους αρά τις τηλεφωνικές οχλήσεις τους και ότι η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας δεν πρόκειται να συνεχιστεί. Έκτοτε έχουν αναλάβει καθήκοντα διευθυντή παραγωγής ο Θ. Ζ. και καθήκοντα διευθυντή πωλήσεων ο Α. Κ., γεγονός που δεν αμφισβητούν οι εναγόμενοι. Στη συνέχεια στην ως άνω εξώδικη δήλωση η εναγόμενη δήλωσε ότι θεωρεί την ως άνω από 15.5.2013 αυθαίρετη και αδικαιολόγητη αποχή από την εργασία τους ως σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μετά από τις 15.5.2013 ουδεμία αντίδραση ή αντίρρηση υπήρχε από τους ενάγοντες με οιονδήποτε τρόπο ως προς την μη καταβολή προς αυτούς των μισθών. Πρώτη φορά οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν έξι μήνες μετά, την άνω οικειοθελή αποχώρηση τους και συγκεκριμένα, μετά από την επίδοση σε αυτούς της ανωτέρω διαμαρτυρίας τους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο 2ος ενάγων Β. Κ., αν και συνέχιζε μετά από τις 15.5.2013 να είναι μέλος του ΔΣ της εναγομένης και ως εκ τούτου θα μπορούσε να είχε θέσει ως θέμα στο ΔΣ το ζήτημα της μη καταβολής του μισθού του ιδίου καθώς και του πρώτου ενάγοντος, αδελφού του, παρόλα αυτά δεν έπραξε τούτο, καίτοι από τις 15.5.2013 έως τις 15.11.2013, ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη η εξώδικη διαμαρτυρία απάντηση των εναγόντων, το ΔΣ της εναγόμενης είχε ήδη συνεδριάσει 8 φορές. Καίτοι λοιπόν ο 2ος ενάγων συνέχισε να έχει την ιδιότητα, του μέλους του ΔΣ της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας και να αμείβεται για την ιδιότητά του αυτήν, παρόλα αυτά δεν διαμαρτυρήθηκε για την μη καταβολή του μισθού του, ύψους 9000 ευρώ μηνιαίως παρά μόνο 6 μήνες μετά και δη μετά την αποστολή σε αυτόν του προαναφερομένου εξωδίκου της εναγόμενης. Από τις 15.5.2013 οι ενάγοντες έπαψαν να προσφέρουν την εργασία τους στην εναγομένη, ότι από το ως άνω χρονικό σημείο δεν εμφανίστηκαν στο εργοστάσιο της εναγόμενης, ουδείς έβλεπε τα αυτοκίνητά τους ή είχε κάποια επαφή μαζί τους. Ακολούθως οι ενάγοντες μετά τις 15.5.2013 αντικαταστάθηκαν στα καθήκοντα τους και δη ο 2ος ενάγων από τον Α. Κ. και ο 1ος ενάγων από τον Θ. Ζ.. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι αμφότεροι οι ενάγοντες στις 15.5.2013 αποχώρησαν οικειοθελώς από την εναγομένη εργοδότριά τους και έπαψαν να προσφέρουν σε αυτήν την εξαρτημένη εργασία τους. Επομένως μετά την οικειοθελή αποχώρηση τους δεν δικαιούνται τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν (άπαντα) δεδουλευμένες αποδοχές και επίδομα αδείας.
4. Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το δικαστήριο της ουσίας εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκειά της και την υπαιτιότητα των εναγόντων μισθωτών, έκρινε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών,ότι η αποχή αυτή των εναγόντων πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση των εναγόντων μισθωτών να λύσουν ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους να λύσουν την σύμβαση εργασίας τους, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους τους καταγγελία της συμβάσεως. Η βούληση, εξάλλου, αυτή των μισθωτών, περί καταγγελίας δηλαδή εκ μέρους τους της συμβάσεως εργασίας, προέκυψε σαφώς από την όλη τους συμπεριφορά. Ως εκ τούτου ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις προπαρατεθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή.
Συνεπώς ο τα αντίθετα υποστηρίζων 1ος λόγος αναίρεσης,κατά το 1ο σκέλος του από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
5. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η έννοια της δημόσιας τάξεως περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση (Ολ. Α.Π. 15/2000). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός ο οποίος στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί παραδεκτώς και νομίμως.
6.Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί αν ήταν νόμιμος και παραδεκτός, εάν δε συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδ. α-γ της παρ. 2 του άρθρου 562 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο η περίπτωση αυτή. Περαιτέρω, από τα άρθρα 591 παρ. 1 περ. δ, , 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1 περ. δ Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, δηλαδή απαιτείται σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που ως “γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά και έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς στις κατατιθέμενες προτάσεις (Α.Π. 72/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με τον 1ο λόγο αναίρεσης κατά το 2ο σκέλος του και με τον τρίτο λόγο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στο δικαστήριο της ουσίας την αναιρετική πλημμέλεια από το αρθ 559 αριθ 1 και 19.Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε σιωπηρά την ένστασή τους από το αρθ 281 ΑΚ , που προβλήθηκε με την προσθήκη αντίκρουση των υποβληθεισών προτάσεών τους και συγκεκριμένα ότι η εναγομένη πρότεινε καταχρηστικά τον ισχυρισμό της ότι οι ενάγοντες αποχώρησαν οικειοθελώς από την εργασία τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες, όπως ομολογούν προέβαλαν απαραδέκτως τον ισχυρισμό τους, ήτοι όχι με τον πραναφερθέντα τρόπο, αλλά μόνο με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους, ο οποίος ισχυρισμός συνιστά ένσταση (Α.Π. 568/1998).
7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο “δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν”. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Εν όψει, όμως, του ότι μόνο ένα ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης, η παράβαση της ως άνω υποχρεώσεως ιδρύει τον προκείμενο λόγο αναιρέσεως υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ως προκύπτον από το αποδεικτικό μέσο που κατά την άποψή του δεν αξιολογήθηκε, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002). 8. Με τον 2ο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από το αρθ 559 αριθ 11 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του τα κατωτέρω έγγραφα, που αν τα είχε λάβει θα οδηγούσαν στην αποδοχή της αγωγής τους: 1) την με ημερομηνία 21.10.2013 Εξώδικη Απάντηση & Κλήση τους προς την αναιρεσίβλητη, δια της οποίας δηλώσανε ότι δεν αποδέχονται καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, 2) την υπ’ αριθμ. 16../31.12.2013 έκθεση επίδοσης τον με ημερομηνία 16.10.2013 Λογαριασμό Ασφαλισμένου που εκδόθηκε από το ΙΚΑ για τον πρώτο από αυτούς (Α.Μ.Κ.Α. 25077100334 & Α.Μ.Α. 3427028) για τη χρονική περίοδο από 1/2002 έως την ημερομηνία έκδοσης, του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Κ. μετά της περιεχόμενης σε αυτήν με ημερομηνία 2.7.12.2013 Εξώδικης Διαμαρτυρίας – Παραίτησης – Δήλωσης & Κλήσης του δεύτερου αναιρεσείοντοςπρος την αναιρεσίβλητη, δια της οποίας παραιτήθηκε από τη θέση του ως μέλος του Δ.Σ. αυτής, 3) τον με ημερομηνία 31.3.2014 Λογαριασμό Ασφαλισμένου που εκδόθηκε από το ΙΚΑ γ τον πρώτο ενάγοντα για τη χρονική περίοδο από 1/2013 έως 12/2014,4) τον με ημερομηνία 16.10.2013 Λογαριασμό Ασφαλισμένου που εκδόθηκε από το ΙΚΑ για τον πρώτο ενάγοντα για τη χρονική περίοδο από 1/2002 έως την ημερομηνία έκδοσης, 5) την από 31.12.2013 νομίμως υπογεγραμμένη βεβαίωση της εναγομένης για τις καταβλητέες αποδοχές για τον πρώτο ενάγοντα της περιόδου από 1.1.2013 έως 31.12.2013, 6) την από 31.12.2013 νομίμως υπογεγραμμένη βεβαίωση της εναγομένης για τις καταβλητέες αποδοχές για το δεύτερο ενάγοντα της περιόδου από 1.1.2013 έως 31.12.2013, 7) την από 30.7.2014 καρτέλλα Μισθοδοτούμενων που τηρεί η εναγομένη για τον πρώτο ενάγοντα για τη χρονική περίοδο από 1.1.2013 έως 31.12.2013 για τον δεύτερο ενάγοντα για τη χρονική περίοδο από 1.1.2013 έως 31.12.2013. Eν προκειμένω, από την επισκόπιση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ναι μεν δεν γίνεται ειδική μνεία ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου, μεταξύ των οποίων και τα ανωτέρω, αρκούντως ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί.
9. Με τον 4ο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από το αρθ 559 αριθ 13 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε τους ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης περί οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία των αναιρεσειόντων, παρόλο που δεν ανταποκρίθηκε, ως όφειλε στο δικονομικό βάρος απόδειξης αυτών. Ο λόγος αυτός είναι είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η παραβίαση σχετικά με το βάρος απόδειξης ( ΑΠ 233/2011). 10. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17-10-2017 αίτηση περί αναιρέσεως της 1334/2017 αποφάσεως του Moνομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οχτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ