Οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ’ εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, δεν έχει εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί «μετατροπή», αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 9, 11 του αριθ. 559 ΚΠολΔ.
Απόφαση 514 / 2020 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Κ.Μ.
Αριθμός 514/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: (1..69), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπύρου Παυλάτου, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ – Ο.Α.Ε.Δ.”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Άνω Καλαμάκι Αττικής, και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αγγελικής Αμπατζόγλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2397/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4175/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-7-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ.1-3 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και αν μεν την συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζητήσεώς της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί, ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση, εκτός αν πρόκειται για απλή ομοδικία, οπότε κατά το άρθρο 576 παρ. 3 ΚΠολΔ, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως χωρεί παραδεκτά, ως προς όσους από τους διαδίκους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν νόμιμα κλητευθεί, ενώ κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται για συζήτηση η από 19-7-2018 αίτηση αναιρέσεως, με την οποία προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών 4175/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Τη συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επέσπευσαν οι αναιρεσείοντες, με επιμέλεια των οποίων νομίμως και εμπροθέσμως επιδόθηκε αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με κλήση προς συζήτηση για την εν λόγω δικάσιμο στο αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο (σχ. με αριθμ. 6439ΣΤ/8-1-2018 έκθεση επιδόσεως του Ανδρέα Καλαϊτζή, δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών). Όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο, εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Σπύρος Παυλάτος, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται και εκπροσωπεί όλους τους αναιρεσείοντες. Όμως, σχετικά με την παράσταση και εκπροσώπηση των αναιρεσειόντων Φ. Σ. (9), Κ. Π. (18), Ι. Κ. (30) Μ. Κ. (41) Π. Σ. (65ης), ο ανωτέρω δικηγόρος δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε αντίστοιχα πληρεξούσια ή εξουσιοδοτήσεις από τα οποία να προκύπτει, ότι αυτός έχει διοριστεί νόμιμα ως πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων αυτών, ώστε νόμιμα να παρίσταται γι` αυτούς και να τους εκπροσωπεί. Επομένως, αφού όλοι οι προαναφερόμενοι αναιρεσείοντες, οι οποίοι φέρεται ότι επισπεύδουν την συζήτηση της υποθέσεως και είναι απλοί ομόδικοι με τους λοιπούς νομίμως παρισταμένους, δεν προκύπτει, κατά τα ανωτέρω, ότι εκπροσωπούνται νομίμως από τον προαναφερόμενο δικηγόρο, πρέπει, κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 576 παρ. 3 εδάφ. β` ΚΠολΔ, όπως το εδάφ. β` προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, να χωριστεί η υπόθεση ως προς αυτούς και, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως και χωρήσει η συζήτηση αυτής ως προς τους λοιπούς (ΚΠολΔ576αρ.3). 2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Εξάλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται µε τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παράλληλα την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη.
Συνεπώς, επί της σύμβασης αυτής εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 918/2017, ΑΠ 780/2017).
3. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος, που άρχισαν να ισχύουν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 21 του ν. 2190/1994), το προσωπικό που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη, νόμιμη διαδικασία, ούτε να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να “μονιμοποιηθεί”) ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (κατά “μετατροπή” της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου). Αυτά ισχύουν ακόμη και αν το προσωπικό αυτό μόνο κατ’ επίφαση είχε προσληφθεί για την κάλυψη απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών (για την οποία και μόνο επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του φορέα, από τον οποίο είχε προσληφθεί. Εξάλλου, με το π.δ. 164/2004, που αφορά τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος απαγορεύθηκε κατ’ αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 του ως άνω π.δ. 164/2004, που θεωρήθηκαν “συνταγματικώς ανεκτές”, λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους, προβλέφθηκε μοναδική εξαίρεση από την προαναφερόμενη απόλυτη απαγόρευση για περιπτώσεις απασχολουμένων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η πραγματική εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών. Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 164/2004 ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/2001 (τα τελευταία καταργήθηκαν με το άρθρο 133παρ. 2 του ν. 4052/2012). Την ίδια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της προβλέπει για τα προγράμματα αυτά και η 1999/70/ΕΚ Οδηγία στην παρ.2 της ρήτρας 2 του Παραρτήματος αυτής. Ειδικότερα, με το άρθρο 20 παρ.4 του ν. 2738/1999 είχε εισαχθεί συγκεκριμένη ρύθμιση και δη είχε προστεθεί ως περίπτωση κα’ στο άρθρο 14 παρ.2 του ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού [η εν λόγω εξαίρεση καταργήθηκε μετά την αντικατάσταση των παρ.1 και 2 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 με το άρθρο 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ Α’ 234/28-12-2009), ήτοι σε μεταγενέστερο χρόνο που δεν καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση], η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, η οποία έχει συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας. Ειδικότερα ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά (ΑΠ 218/2017, ΑΠ 780/2017). Πράγμα που σημαίνει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ’ εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ενόψει, λοιπόν, των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (ΟλΑΠ19 και 20/2007).. Σύμφωνα με την εξαίρεση και με τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3320/2005, που εκδόθηκε προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι εργαζόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτών, κατατάσσονται είτε σε υφιστάμενες κενές είτε σε προς τούτο συνιστώμενες νέες οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς εκείνη, με την οποία είχαν προσληφθεί. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3320/2005, ορίσθηκε ότι “οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους”. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (διότι, όπως αναφέρθηκε, αυτό συνιστά προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν (ΟλΑΠ 16/2017). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας (άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος), διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας. Στις περιπτώσεις, όμως, που ρυθμίζονται από τις ως άνω διατάξεις, πρόκειται για εργαζομένους που είχαν προσληφθεί με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος) και με γνώση του περιστατικού ότι, αντίθετα προς τα διαλαμβανόμενα στις ατομικές συμβάσεις, δεν επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ή επείγουσες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τους προσέλαβε. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί συνιστούν διακριτή κατηγορία από το λοιπό προσωπικό, είτε μόνιμο είτε με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, γεγονός που συνιστά αντικειμενική περίσταση (άρθρο 4 παρ.1 του π.δ. 164/2004) και δικαιολογεί τη διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Έτσι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος). Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των συμβάσεων επαγγελματικής κατάρτισης ή μαθητείας. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί “μετατροπή”, αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία (Ολ. ΑΠ 19 και 20/2007, 18/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/1998, “Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ, σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε Α.Ε.Ι. – Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολο του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.” (1). Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου. Για την ασφάλιση των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’). Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των προγραμμάτων της παραγράφου αυτής εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.” 4. Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή ή η ένσταση ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία.
5. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την ένδικη, από 3-12-2010 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες (συν.69) εξέθεσαν, μεταξύ άλλων, ότι δυνάμει συμβάσεων δεκαοκτάμηνης διάρκειας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών και του εναγομένου, νπδδ, Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες των ετών 2004 έως και 2007, απασχολήθηκαν σε υπηρεσίες του τελευταίου, στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, με τις ειδικότητες που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι οι αρχικές συμβάσεις τους παρατάθηκαν διαδοχικά, με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μέχρι τις αναφερόμενες ημερομηνίες των ετών 2009 και 2010. Ότι, οι ως άνω συμβάσεις τους στην πραγματικότητα δεν αφορούσαν την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ούτε συνιστούσαν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας όπως καταρτίστηκαν αλλά έφεραν τα χαρακτηριστικά για καθένα απ’ αυτούς της μιας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δεδομένου ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία και εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο κατά τις εκεί διακρίσεις, που αντιστοιχούν στις διαφορές μεταξύ αφενός των μεγαλύτερων αποδοχών για μισθούς και επιδόματα εορτών και άδειας, που έπρεπε να είχε καταβάλει για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις αντιστοίχως ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης και αφετέρου των αποδοχών που πράγματι τους κατέβαλε, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης μαθητείας που είχαν καταρτίσει. Τις αποδοχές αυτές ζήτησαν με βάση τη σύμβαση εργασίας και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι ενάγοντες προέβησαν σε περιορισμό του αιτήματός της σε εν μέρει αναγνωριστικό. Επί της αγωγής, εκδόθηκε η 2397/2014 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες οι κατά τις περί αδικοπραξιών και αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις αγωγικές βάσεις ενώ έγινε δεκτή η αγωγή στο σύνολό της κατά την εκτιμηθείσα ως από τη σύμβαση εργασίας βάση της, κρίνοντας ότι οι συμβάσεις των εναγόντων συνιστούσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και ότι αυτοί δικαιούνται κατά τις περί ίσης μεταχείρισης διατάξεις τα αιτούμενα ποσά. Κατόπιν άσκησης έφεσης κατ’ αυτής του εναγομένου εκδόθηκε η προσβαλλομένη με την οποία το Εφετείο δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκεί εκκαλουμένη κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή, δίκασε εκ νέου την αγωγή κατά το μέρος αυτό και απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη, δεχόμενο ότι υπό τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή η συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση συνιστά σύμβαση γνήσιας μαθητείας.
6. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη ως άνω 4175/2017 απόφασή του, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την κυρία βάση της, αυτή εκ της συμβάσεως εργασίας. Αιτιολογώντας την κρίση αυτή, το Εφετείο διέλαβε ότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή οι συμβάσεις, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 και επέκεινα κατά τους εκεί (αγωγή) ειδικότερα αναφερόμενους χρόνους ως συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια σχετικού προγράμματος του εναγομένου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2639/1998, αποτελούν, γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας. Ότι τα σχετικά θέματα των ενδίκων συμβάσεων ρυθμίζονται από τις, κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου 20 του ν. 2639/1998, εκδοθείσες Υπουργικές Αποφάσεις και επομένως οι ενάγοντες (συνδεόμενοι με το εναγόμενο με γνήσια σύμβαση μαθητείας και όχι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας) δεν δικαιούνται αποδοχές επιπλέον εκείνων που καθορίστηκαν με τη σύμβαση μαθητείας και τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις, όπως ζητούν, με την ως άνω βάση, εκ της συμβάσεως εργασίας, της αγωγής τους. Ότι, εξάλλου, οι επίδικες συμβάσεις έχουν καταρτισθεί υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ακόμη και στην περίπτωση που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ, στο οποίο προσέφεραν τις υπηρεσίες τους οι ενάγοντες, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και συγκεκριμένα κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη αρχή του ΑΣΕΠ ούτε είναι δυνατή η εφαρμογή σ’ αυτές της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2112/1920. Ότι, ακόμη, οι εν λόγω συμβάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν, ούτε κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον έχουν συναφθεί μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004), το οποίο, κατά ρητή επιταγή του, δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μαθητείας και με το οποίο προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, προβλέπει δε στο άρθρο 11 αυτού συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, περίσταση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ότι, συνεπώς, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται, τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, αφού δεν συνδέονταν με το εναγόμενο με έγκυρες συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά μόνον εκείνες που καθορίστηκαν με τις καταρτισθείσες συμβάσεις μαθητείας και τις συναφείς ειδικές διατάξεις. Περαιτέρω, έκρινε το εφετείο, ότι απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι η αγωγή και ως προς τη βάση της για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αφού αυτή προϋποθέτει, εκτός των άλλων, και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε εν προκειμένω, αφενός διότι οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί ως μαθητευόμενοι και με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και αφετέρου δεν υπήρχε έγκυρη σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
7.
Με την κρίση αυτή, το Εφετείο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κυρία βάση της, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 21 του ν. 2190/1994, 20 παρ.1 και 15 του ν. 2639/1998, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, με βάση τα στην αγωγή εκτιθέμενα, δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού αυτό προσκρούει στις εν λόγω διατάξεις, ακόμη και αν οι ενάγοντες εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου ώστε να δικαιούνται τα ένδικα ποσά με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ούτε, επίσης, παραβίασε με τη μη εφαρμογή τους τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν.2112/1920 που δεν ήταν εφαρμοστέες και τις ρυθμίσεις της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας, οι οποίες αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, το χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 του π.δ. 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, σε κάθε δε περίπτωση, από το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας, σύμφωνα με τη ρήτρα 2 αυτής και το άρθρο 2 του π.δ. 164/2004, εκφεύγουν οι συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων, υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, το Εφετείο, απορρίπτοντας την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τη βάση της για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, καθόσον αυτή προϋποθέτει, εκτός των άλλων, και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα που δεν συνέβαινε στην προκειμένη περίπτωση, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι ενάγοντες αφενός μεν είχαν προσληφθεί με συμβάσεις προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του ΟΑΕΔ, γνωρίζοντας ότι θα απασχολούνταν για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του φορέα απασχόλησής τους, αφετέρου δε η πρόσληψη αυτών έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής. Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος, από τον αρ.559 αρ.1ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. 8. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πράγματα κατά την έννοια αυτήν, αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής (ΑΠ 1765/2005, ΑΠ 50/1992). Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11.1996). Τέλος ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με πληρότητα στην αγωγή (ΑΠ45/2006). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την από το άρθρο 8 περ. β ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη και δεν εξέτασε τον ισχυρισμό που περιέχεται στην αγωγή τους ότι αυτοί κατά τη διάρκεια απασχόλησής τους στο εναγόμενο παρείχαν εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, με βάση την οποία αξιώνουν τα αγωγικά ποσά. Όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την έρευνα της νομιμότητας της αγωγής κατά τη μεταβιβασθείσα σ’ αυτό με λόγο έφεσης του εναγομένου κυρία αγωγική βάση καταβολής των ενδίκων διαφορών με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας έκρινε ότι υπό τα εκτιθέμενα αυτές συνιστούν συμβάσεις γνήσιας μαθητείας και οι ενάγοντες δικαιούνται μόνον τα συμφωνημένα με τα συμφωνητικά συνεργασίας ποσά. Ακόμη, έκρινε ότι τα ένδικα ποσά, και σε περίπτωση που τυχόν οι ενάγοντες παρείχαν εξαρτημένη εργασία δεν δικαιούνται ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Υπό τα προαναφερόμενα, η από το δικαστήριο της ουσίας απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης κατά την κυρία βάση της , με υπαγωγή της διαφοράς, υπό τα εκτιθέμενα σ’ αυτή, στις διατάξεις της γνήσιας σύμβασης μαθητείας και όχι στις διατάξεις της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας όπως εξέθεταν οι ενάγοντες δεν ιδρύει τον επικαλούμενο από το ανωτέρω αριθμ..8β του άρθρου 559ΚΠολΔ λόγο. Επίσης, ο ίδιος αναιρετικός λόγος κατά το μέρος που υπό την ίδια επίκληση προσάπτεται η αυτή πλημμέλεια ως προς την αγωγική βάση της αρχής ίσης μεταχείρισης αφού το Εφετείο έλαβε υπόψη την αγωγική αυτή βάση και την απέρριψε ως μη νόμιμη, ελέγχεται αβάσιμος. Τέλος, απαραδέκτως αποδίδεται με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως η από τον αρ.1του άρθρου 559ΚΠολΔ πλημμέλεια με μόνη την επίκληση της τελευταίας αυτής διάταξης, χωρίς επίκληση αντίστοιχου πραγματικού και των φερομένων ως παραβιασθέντων ουσιαστικών διατάξεων. Επομένως, ο τέταρτος λόγος, κατά το μέρος αυτό, είναι απαράδεκτος.
9. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο προβλεπόμενος απ` αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας ενός κανόνα δίκαιου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Για το ορισμένο του σχετικού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζονται τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία παραβίασε το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1085/2018, 737/2008). Με τον έκτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι, κατ’ εκτίμηση, ότι το Εφετείο με την κρίση του ότι οι ένδικες συμβάσεις συνιστούν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της αγωγής υπό τις ιστορούμενες σ’ αυτήν περιστάσεις παροχής στο εναγόμενο εξαρτημένης εργασίας, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας με την μη υπαγωγή αυτών (περιστατικών) στις διατάξεις περί παροχής εξαρτημένης εργασίας με συνέπεια να απορρίψει τις απαιτήσεις τους καταβολής δεδουλευμένων και λοιπών απαιτήσεων κατά τις αρχές των άρθρων 4 και 22 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η ανωτέρω παραβίαση συνδεόμενη με το απορριπτικό πόρισμα κατά τις αμέσως ανωτέρω Συνταγματικές διατάξεις, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης τούτο διότι το Εφετείο, έκρινε ότι η αγωγή και αν ακόμη παρείχετο εργασία είναι μη νόμιμη με βάση την από τις διατάξεις αυτές αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού προϋποθέτει παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, περίσταση που δεν συνέτρεχε, ώστε να δικαιούνται τα εν λόγω ποσά. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος παρίσταται αόριστος καθόσον δεν προσδιορίζονται τα διδάγματα της κοινής πείρας ούτε αναφέρεται αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν μεν αλλά εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παραβίαση ούτε γίνεται μνεία της παραβιασθείσας ουσιαστικής διάταξης. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος.
10. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11γ του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των άνω αποδεικτικών μέσων, αλλ’ απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη (ΟλΑΠ 3/1997). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη γι’ αυτό ο πέμπτος λόγος της αιτήσεως από το άρθρο 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τα προσαχθέντα ενώπιόν του και επικληθέντα από τους αναιρεσείοντες έγγραφα (αποδεικτικά έγγραφα και αποφάσεις δικαστηρίων – νομολογία) ελέγχεται απαράδεκτος. Παρατηρείται, ότι η μη λήψη υπόψη δικαστικών αποφάσεων – νομολογία των δικαστηρίων κατά το μέρος που επιλύεται νομικό ζήτημα δεν ιδρύει την από τον αρ. 11γ του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, όπως με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος, αποδίδεται στην προσβαλλομένη. 11. Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 του KΠολΔ συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως ως βάσιμου, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και, αν η ουσία της υπόθεσης ερευνήθηκε στον πρώτο βαθμό, κρατεί αυτό την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα και, επομένως, αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της αποφάσεως που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς την επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως και την απόρριψη της αγωγής ως προς την κύρια βάση της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Εάν δεν ενεργήσει έτσι το Εφετείο αφήνει αδίκαστη αίτηση και δημιουργείται ο από το άρθρο 559 αρ. 9 KΠολΔ λόγος αναίρεσης. Παραδεκτά δε προτείνεται ο λόγος αυτός στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, διότι το ελάττωμα της αποφάσεως, δεν υπήρχε στον χρόνο της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού τότε που δικάζονταν η έφεση του εναγομένου, δεν είχε ακόμη εξαφανισθεί η πρωτόδικη και ο ενάγων δεν μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης και να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί σε ενέργειες, που το ίδιο ήταν υποχρεωμένο να πράξει και να εξετάσει αίτηση που νόμιμα είχε υποβάλει με την αγωγή του. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει την επικουρική βάση της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ1887/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και παραδεκτώς επισκοπούμενα, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 KΠολΔ, διαδικαστικά έγγραφα και ιδία αυτά της αγωγής και των αποφάσεων, πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και της αναιρεσιβαλλομένης, οι αναιρεσείοντες με την ένδικη αγωγή τους αξίωσαν τα σ’ αυτή ποσά πρωτίστως με βάση τις αναφερόμενες σ` αυτή (αγωγή) συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και κατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, επικουρικά δε κατά τις περί αδικοπραξιών και αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμες τις επικουρικές αγωγικές βάσεις ενώ δέχθηκε κατ’ουσίαν την αγωγή στο σύνολό της κρίνοντας ότι οι ενάγοντες εδώ αναιρεσείοντες συνδεόμενοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με το εναγόμενο νπδδ δικαιούνται τα αιτούμενα ποσά και κατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης. Το Εφετείο ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, κατόπιν εφέσεως του ηττηθέντος εναγομένου ήδη αναιρεσιβλήτου, διαμαρτυρομένου για την παραδοχή της αγωγής κατά τα ανωτέρω, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και απέρριψε την αγωγή κατά την βάση αυτής από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και κατά την αρχή της ίσης μεταχείρισης ως νόμω αβάσιμη και δεν ερεύνησε τις επικουρικές, με τη μνεία ότι οι αγωγικές βάσεις κατά τις περί αδικοπραξιών και αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες (με την εκεί εκκαλουμένη) και δεν εκκαλούνται. Με το να πράξει έτσι το Εφετείο και να μη προχωρήσει, μετά την απόρριψη της αγωγής κατά τις ανωτέρω βάσεις της, στην εκ νέου έρευνα των επικουρικών βάσεων αυτής, αφού δεν είχε ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση εκ μέρους των αναιρεσειόντων, δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, κατ’ ορθή υπαγωγή από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 KΠολΔ.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου, τελευταίος-όγδοος λόγος της αιτήσεως είναι αβάσιμος .
12. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (ΚΠολΔ 183,179).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης ως προς τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες Φ. Σ. (9), Κ. Π. (18), Ι. Κ. (30), Μ. Κ. (41) Π. Σ. (65)
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 19-7-2018 αιτήσεως αναιρέσεως ως προς τους αναιρεσείοντες αυτούς.
Απορρίπτει ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες την από 19-7-2018 αίτηση περί αναιρέσεως της 4175/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.- Και Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28 Ιουνίου 2019. -Και
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ