ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια – Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της ΑΜ16640/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 13 Σεπτεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 788/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η έλλειψη της, κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική,κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και έχουν αναπτυχθεί προφορικώς, διότι διαφορετικά το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφαση του ιδιαίτερη αιτιολόγηση. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171 όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή τού κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Περαιτέρω, η Β 1055/20020/812/12.8.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Δημοσίας Τάξεως, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2696/99) (που ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται ο αναιρεσείων) ορίζει (άρθρα 1 και 3) ότι η διαπίστωση της υπάρξεως οινοπνεύματος στον οργανισμό του οδηγού γίνεται με τη μέθοδο αιμοληψίας ή από τον εκπνεόμενο αέρα με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών (αλκοολομέτρων), οι οποίες έχουν πιστοποιηθεί από αρμόδιο φορέα χώρας της Ε.Ε. και σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τότε ο έλεγχος επαναλαμβάνεται μετά την παρέλευση 15 λεπτών από τον πρώτο και για την επιβολή των ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, λαμβάνεται το αποτέλεσμα του δευτέρου ελέγχου. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 7 εδ. δ’ του ΚΟΚ (ν.2669/1999) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΟΚ (ν/2963/2001), ο έλεγχος και η βεβαίωση των παραβάσεων της παρούσας παραγράφου (οδήγηση οχήματος από οδηγό που τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος) γίνεται από συνεργείο δύο τουλάχιστον αστυνομικών ή λιμενικών, από τους οποίους ο ένας είναι ανακριτικός υπάλληλος. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η παραβίαση των παραπάνω διατυπώσεων αποτελεί παραβίαση διατάξεως που καθορίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ιδρύει απόλυτη ακυρότητα από αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 171 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση δύο (2) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία για παράβαση του άρθρου 42 του Κ.Ο.Κ., που κυρώθηκε με τον Ν.2696/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 παρ. 2 του Κ.Ο.Κ., που κυρώθηκε με τον Νόμο 2963/2001 και ειδικότερα για το ότι “στον Πειραιά στις 9.9.2002 κατελήφθη στην οδό … να οδηγεί το … ΙΧΕ αυτοκίνητη ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, ενώ τούτο απαγορεύεται. Ειδικότερα η περιεκτικότητα του αίματος σε οινόπνευμα ήταν 0,73 mg/litre εκπνεομένου αέρα”. Προκειμένου το Δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, δέχτηκε, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως, που αναφέρει και προσδιορίζει κατ’ είδος, αποδείχθηκε ότι “ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι στον Πειραιά, την 9.9.2002 κατελήφθη στην οδό … να οδηγεί το υπ’ αριθμ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, ενώ τούτο απαγορεύεται και ειδικότερα κατά την μέτρηση της αιθυλικής αλκοόλης με συσκευή αλκοολομέτρου με εκπνεόμενο αέρα από τον αστυφύλακα της Τροχαίας Πειραιά … (παρισταμένου και του αστυφ. Π.Σ. …) ευρέθη να έχει περιεκτικότητα οινοπνεύματος – 0,73 mg/lt (κατά την πρώτη μέτρηση) και 0,64 mg/lt (κατά τη δεύτερη μέτρηση) εκπνεόμενου αέρα, που υπογράφεται στις σχετικές ταινίες από τον κατηγορούμενο. Η διαφοροποίηση δικαιολογείται λόγω της παρόδου χρονικού διαστήματος μεταξύ των δύο μετρήσεων”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ1 αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α και 2 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο 42 παρ. 1, 7 εδ. β’ του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, που κυρώθηκε με τον νόμο 2696/1999, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 43 του νέου Κ.Ο.Κ. (ν. 2963/2001). Ειδικότερα, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων καταλήφθηκε να οδηγεί την 9η Σεπτεμβρίου του έτους 2002, το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο του, υπό την επίδραση αλκοόλης, αφού διαπιστώθηκε η ύπαρξη οινοπνεύματος σε ποσοστό 0,73 χιλιοστών του γραμμαρίου, ανά λίτρο αίματος, που έγινε με τη συσκευή διερευνήσεως της μέθης (αλκοολόμετρο). Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται με τον πρώτο και επαναλαμβάνονται με τον πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως ότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εκτίμησε προσηκόντως τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και συγκεκριμένα, ότι η διερεύνηση μέθης δεν έγινε με τις προϋποθέσεις που τάσσει η σχετική υπουργική απόφαση με αριθμό 43.500/5691 (ΦΕΚ ΒΊ 055/12-8-2002), διότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά τη μέτρηση της αιθυλικής αλκοόλης παρίστατο και δεύτερος αστυνομικός ούτε προσδιορίζεται αν ο αναφερόμενος στην απόφαση ως συμπράττων κατά την μέτρηση αστυνομικός είχε την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου, η δε συσκευή με την οποία έγινε η αιμοληψία και η μέτρηση της αιθυλικής αλκοόλης ήταν χαλασμένη, πέραν του ότι ανάγονται στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση τού Δικαστηρίου είναι αβάσιμες, διότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι α) δυο εκτυπώσεις αλκοολομέτρου και β) εισιτήρια του κινηματογράφου “ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ”, που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος, προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι δεν κατανάλωσε οινόπνευμα αλλά βρισκόταν στον κινηματογράφο. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 στοιχ. Α ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω μη τήρησης, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, των προβλεπόμενων από τον νόμο (αρθ. 42 ΚΟΚ) και την κατ’ εξουσιοδότηση τούτου εκδοθείσα ως άνω κοινή υπουργική απόφαση νόμιμων διατυπώσεων αναφορικά με τη γενόμενη αιμοληψία και την ιδιότητα του παρισταμένου κατά την αιμοληψία δευτέρου αστυνομικού ως ανακριτικού υπαλλήλου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ως άνω ακυρότητα ανάγεται στην προδικασία έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δεν διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά και συλλογισμούς, αλλά το σκεπτικό του αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, το οποίο και αυτό αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου και ότι δεν αξιολογούνται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, συσχετιζόμενα μεταξύ τους, είναι αβάσιμες, διότι το σκεπτικό δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, σε κάθε δε περίπτωση σε όσα σημεία ταυτίζεται υπάρχουν αιτιολογίες, το δε γεγονός ότι το διατακτικό αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, αφού το κατηγορητήριο είναι πλήρες και επαρκές. Τέλος, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, ενώ η αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία και καθένα απ’ αυτά στο σύνολο του, αλλά προέβη στην επιλεκτική εκτίμηση ορισμένων μόνον απ’ αυτά, είναι αβάσιμη, διότι, όπως εκτίθεται παραπάνω, το Δικαστήριο εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του και ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ενόψει του ότι δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την από 7 Απριλίου 2006 αίτηση και τους από 13 Σεπτεμβρίου 2007 πρόσθετους λόγους του … για αναίρεση της Α.Μ. 16.640/2005 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ευρώ (220 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ