ΑΡΙΘΜΟΣ 561/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση».
– Οι εγγυητικές επιστολές, που εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των τραπεζικών εγγυοδοτικών συμβάσεων, εκδίδονται από τράπεζες και αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (ΑΚ 361), χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι με αυτές οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού, που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους. Δηλαδή, η τράπεζα, που εκδίδει την εγγυητική επιστολή, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει σε δανειστή του πελάτη/εντολέα της το αναγραφόμενο στην επιστολή ποσό. Η εγγυητική επιστολή συνάπτεται με σύμβαση μεταξύ πελάτη/εντολέα-τράπεζας, η οποία, πρέπει να είναι έγγραφη και έχει ενοχικό χαρακτήρα, αφού με αυτή γεννάται υποχρέωση της εγγυοδότριας, τράπεζας και αντίστοιχο δικαίωμα του λήπτη σε ορισμένη παροχή. Επίσης έχει ετεροβαρή χαρακτήρα, αφού γεννά υποχρεώσεις μόνο σε βάρος της εκδότριας, τράπεζας και όχι και για το λήπτη. Η δημιουργούμενη δε, με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, τριμερής σχέση μεταξύ του οφειλέτη, του εγγυοδότη (τράπεζας) και του δανειστή που, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση, καταρτιζόμενη στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ), διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ, περί εγγύησης, εφόσον οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με αυτή.
– Η εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση», έχει την έννοια, ότι η τράπεζα εγγυάται προς το δανειστή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη, με την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής, χωρίς δυνατότητα ελέγχου του υπαρκτού έγκυρης οφειλής και του λόγου κατάπτωσης της εγγύησης, καθώς και της προβολής ένστασης δίζησης. Έτσι, επί εγγυητικής επιστολής, όπως και επί εγγύησης του ΑΚ, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων και της θεσπιζόμενης με το άρθρο 361 ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων ότι η παρέχουσα την εγγυητική επιστολή τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει το αναγραφόμενο στην εγγυητική επιστολή ποσό χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς το δικαίωμα προβολής της ένστασης δίζησης, καθώς και κάθε άλλης μη προσωποπαγούς ένστασης του πρωτοφειλέτη.
Δεν καθίσταται όμως η εγγυητική επιστολή αφηρημένη υπόσχεση χρέους, ούτε αποβάλλει το χαρακτήρα της ως σύμβασης εξασφαλιστικής των δικαιωμάτων του οφειλέτη από τη βασική σχέση και με την έννοια αυτή η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή για αιτία, η οποία δεν καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή (ΑΠ1793/2008, ΑΠ16/2008). Έτσι, εξασφαλίζεται ο δανειστής εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η εγγυητική επιστολή, με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» ή «απλή ειδοποίηση» – που συνήθως εκδίδεται με την μεσολάβηση Τράπεζας – στην άμεση απόλαυση του ποσού αυτής, αφού η Τράπεζα που ανέλαβε πλέον την υποχρέωση να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση ή με απλή ειδοποίηση ή δήλωση, δεν μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής προς το δανειστή, επικαλούμενη ανυπαρξία ή πλημμέλεια της βασικής σχέσης ή ακόμη και να αμφισβητήσει τον λόγο κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, πολύ δε περισσότερο (δεν μπορεί) να αντιτάξει ενστάσεις, που απορρέουν από τη σχέση κάλυψης, ήτοι αυτή που συνδέει την ίδια και τον πελάτη/εντολέα της, οι οποίες (ενστάσεις) ανάγονται στην ύπαρξη, την ελαττωματικότητα ή την ανώμαλη εξέλιξη της εν λόγω σχέσης, καθόσον ο τελευταίος (εντολέας) δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στην εγγυοδοτική σύμβαση τράπεζας και λήπτη της εγγυητικής επιστολής (δανειστή του).
Δεν αποκλείεται, βεβαίως, η απόκρουση της πληρωμής από την εγγυήτρια Τράπεζα με την προβολή ένστασης από την ΑΚ 281, ούτε αποκλείεται η μεταγενέστερη εκ μέρους του υπέρ ου η επιστολή, πρωτοφειλέτη και εντολέα, αναζήτηση του καταβληθέντος ποσού από τον λαβόντα τούτο δανειστή ή τον διάδοχο του τελευταίου, εάν ήθελε κριθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι της κατάπτωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, και, αν δεν υπάρχει ή δεν αποδεικνύεται αδικοπραξία, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 2018/2014, ΑΠ 1793/2008, ΑΠ 16/2008).
Από αυτά προκύπτει ότι θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανωτέρω εγγυοδοτικής σύμβασης είναι ο αυτόνομος χαρακτήρας της, αφού μόνη η σύμβαση περί πληρωμής της εγγυητικής επιστολής σε περίπτωση κατάπτωσής της, αρκεί για το λήπτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του, ανεξάρτητα από την ομαλή ή ανώμαλη εξέλιξη τόσο της βασικής σχέσης (δανειστή/λήπτη – οφειλέτη/εντολέα τράπεζας), όσο και της σχέσης κάλυψης (τράπεζας/πελάτη, εντολέα της), της οποίας (σχέσης κάλυψης), επομένως, το δικαίωμα του λήπτη από την εγγυητική επιστολή, δεν είναι παρεπόμενο. Έτσι, σε περίπτωση μεταβίβασης της σχέσης κάλυψης, δεν συμμεταβιβάζεται, ως παρεπόμενο αυτής δικαίωμα και εκείνο του λήπτη της εγγυητικής επιστολής έναντι της εκδότριας τράπεζας, η οποία συνεχίζει να ευθύνεται για την καταβολή του ποσού της κατάπτωσής της. Διαφορετικό είναι και δεν πρέπει να συγχέεται με το ερευνώμενο, το ζήτημα του παρακολουθηματικού χαρακτήρα των παρεπομένων δικαιωμάτων, όπως οι υποθήκες, οι εγγυήσεις, τα ενέχυρα ή άλλα δικαιώματα, που εξασφαλίζουν την απαίτηση της τράπεζας έναντι του εντολέα/πελάτη της, από την, με βάση τη μεταξύ τους υφισταμένη πιστοδοτική σχέση κάλυψης, πληρωμή, εκ μέρους της, στο λήπτη, του ποσού της κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, τα οποία (παρεπόμενα, εξασφαλιστικά δικαιώματα), παρακολουθούν, βεβαίως, την ασφαλιζόμενη απαίτηση και συμμεταβιβάζονται με αυτή.