ΑΡΙΘΜΟΣ 562/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Διοίκηση αλλοτρίων. Διάκριση γνήσιας διοίκηση αλλοτρίων σε θεμιτή και αθέμιτη. Δαπάνες της διοικήσεως και ανόρθωση των ζημιών. Μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων. Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
– Η διοίκηση αλλοτρίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 του Α.Κ., ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υποθέσεως και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση από το νόμο ή από σύμβαση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν τη διοίκηση αλλοτρίων σε γνήσια και μη γνήσια. Η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται σε θεμιτή και αθέμιτη, η δε μη γνήσια σε αυτή που διεξάγεται εν γνώσει του διοικητή ότι χειρίζεται ξένη υπόθεση και σε αυτή που διεξάγεται εν αγνοία του, οπότε, πρόκειται για ιδιοτελή κατά πλάνη διοίκηση αλλοτρίων. Η έννοια της γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων συντρέχει όταν, κατ’ άρθρο 730 του Α.Κ., όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφόσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υπόθεσης και τη διεξάγει ως ξένη, προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει δικαίωμα, κατ’ άρθρο 736 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών, κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, άλλως, πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως, διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται, κατ’ άρθρο 737 του Α.Κ., να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή, αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 740 του Α.Κ., δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφόσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υποθέσεως συνιστά παράνομη πράξη. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε, κατά το άρθρο 739 του ίδιου Κώδικα και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων, ενώ έχει δικαίωμα να απαιτήσει τις δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματική βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υπόθεσης έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενέργειας των πράξεων, που εκτέλεσε ο διοικητής, ενώ, εικαζόμενη βούληση είναι, όχι εκείνη, την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση, που μπορεί να θεωρηθεί, σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως, άλλως, πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη, όμως, διοίκηση αλλοτρίων. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη, ρητώς, εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργειά του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Το συμφέρον του κυρίου νοείται αντικειμενικώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική παράσταση του διοικητή, αλλά η κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου σε μια τέτοια περίπτωση. Λαμβάνεται δε υπόψη, όταν δεν μπορεί να διακριβωθεί η πραγματική ή η εικαζόμενη θέλησή του. Καταρχήν, δηλαδή, το συμφέρον αυτό είναι επικουρικό, σε σχέση με την εν λόγω θέληση του κυρίου. Σε κάθε περίπτωση γνήσιας αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν, για την αποκατάσταση των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο διοικητής, οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 του Α.Κ., όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Οι προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι οι εξής: α) ο πλουτισμός του υποχρέου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας. Για την απόδοση, δηλαδή, του πλουτισμού απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, οι οποίες αποτελούν τα στοιχεία του ορισμένου της αγωγής (ΟλΑΠ22/2003). Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι βασική προϋπόθεση της ευθύνης εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η θετική ή αποθετική αύξηση της περιουσίας του λήπτη, δηλαδή, αν εχώρησε μετακίνηση οικονομικών στοιχείων από την περιουσία άλλου ή με ζημία τούτου, η οποία διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη, πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου προήλθε, εφόσον η διατήρησή της δεν δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η ζημία εκείνου, από την περιουσία του οποίου προήλθε η ωφέλεια του λήπτη, δεν ερευνάται, καθόσον, στόχος της αγωγής από το άρθρο 904 του ΑΚ δεν είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος, αλλά η αποκατάσταση του πλουτισμού του εναγομένου, ο οποίος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 909 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να υφίσταται, κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής (ΟλΑΠ 560/1974). Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι, με τις ανωτέρω διατάξεις, αποδίδεται ο συγκεκριμένος και πραγματικός πλουτισμός, αυτός, δηλαδή, που αποκόμισε ο λήπτης και όχι ό,τι θα μπορούσε να αποκομίσει ο μέσος άνθρωπος. Ενόψει τούτων, ως πλουτισμός νοείται και η εξοικονόμηση δαπανών, τις οποίες ο συγκεκριμένος λήπτης, υποθετικά, θα ενεργούσε και, λόγω της αδικαιολόγητης παροχής, τις απέφυγε (ΟλΑΠ 1773/1981). Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Στοιχείο του πραγματικού κάθε αίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή, αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία (αιτία) μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (ΟλΑΠ 23/2003, ΟλΑΠ 22/2003). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες, στο πλαίσιο των περιστάσεων αυτών, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, την οποία απέκτησε, χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής, που έλαβε χώρα, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 3/2020, ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1378/2011, ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 1135/2010). Στην περίπτωση, που το έργο ή οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν υπό περιστάσεις, που υποδηλώνουν γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων, ο διοικητής δικαιούται, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, μόνο τις δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε, κατά τις διατάξεις αυτές (του αδικαιολόγητου πλουτισμού) και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις τούτου. Ο ισχυρισμός ότι ο πλουτισμός δεν σώζεται συνιστά ένσταση του εναγομένου στηριζόμενη στο άρθρο 909 του Α.Κ. και, συνεπώς, εναπόκειται στο λήπτη του πλουτισμού να επικαλεσθεί ως εναγόμενος και να αποδείξει, κατά το άρθρ. 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το γεγονός της απώλειας ή της μείωσης του αρχικού πλουτισμού του (ΟλΑΠ 294/1981). Ιδιαίτερη περίπτωση πλουτισμού είναι ο επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός, αυτός, δηλαδή, που αποκτάται, χωρίς τη βούληση του λήπτη, στον οποίο επιβάλλεται, χωρίς τη θέλησή του, καθώς αυτός δεν θα προέβαινε στη δαπάνη αυτή, ως μη έχων νομική ή πραγματική υποχρέωση προς τούτο. Στην περίπτωση αυτή, αν η ωφέλεια προσπορίστηκε στο λήπτη με την ελεύθερη βούληση του ζημιωθέντος, ο πλουτισμός δεν αναζητείται (ΑΠ 915/2011, ΑΠ 784/2005).