Δύο ενήλικες είναι πλέον υποχρεωμένοι να μην πλησιάζουν ένα παιδί, το οποίο του έκαναν λεκτικό εκφοβισμό εφήβου (bullying)
Μια αποτρόπαια υπόθεση που αφορά σε λεκτικό εκφοβισμό εφήβου (bullying) από δυο ενήλικες έρχεται στο φως μέσα από απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και την οποία παρουσιάζει το «L&O».
Με την απόφαση (1780/2021) οι δυο ενήλικες είναι πλέον υποχρεωμένοι να μην πλησιάζουν το παιδί σε απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων. Επίσης, τους απαγορεύεται να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία με το ανήλικο, είτε δια ζώσης είτε μέσω Διαδικτύου ή τηλεφωνικά, με στόχο να διαφυλαχθεί η προσωπικότητά του παιδιού από την τις «ειρωνικές και περιπαικτικές εκφράσεις» τους.
Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε έπειτα από σχετική αίτηση των γονιών του ανηλίκου, οι οποίο υποστήριξαν ενώπιον του δικαστηρίου ότι οι δυο αντίδικοί τους, έχουν «προβεί επανειλημμένως σε εξυβρίσεις» σε βάρος του παιδιού τους, ηλικίας 16 ετών, προκαλώντας του φόβο και μεγάλη ανησυχία.
Οι γονείς επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση καθώς και κίνδυνο για το παιδί τους, ζήτησαν από το δικαστήριο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου οι αντίδικοί τους να υποχρεωθούν από τη Δικαιοσύνη να σταματήσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Ζήτησαν επίσης, οι αντίδικοί τους να απειληθούν με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί.
Όπως προκύπτει από την απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, οι γονείς του παιδιού είναι γείτονες με τους αντιδίκους τους, οι οποίοι διατηρούν κατάστημα στο ισόγειο της ίδιας πολυκατοικίας. Ωστόσο, οι τελευταίοι «έχουν προβεί επανειλημμένως σε εξυβρίσεις σε βάρος του» του ανηλίκου «με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί φόβος και ανησυχία» σε αυτό. Σύμφωνα μάλιστα με την απόφαση, οι δυο πλευρές έχουν «μακρά αντιδικία σχετικά με ιδιοκτησιακά ζητήματα, μεταξύ των οποίων τον κοινόχρηστο χώρο της πρασιάς της οικοδομής». Για το λόγο αυτό οι σχέσεις τους «έχουν διαταραχθεί και συχνά ξεσπούν επεισόδια και διαξιφισμοί και εκκρεμούν εκατέρωθεν εγκλήσεις για τα αδικήματα της εξύβρισης, της απειλής, της σωματικής βλάβης και της διατάραξης οικιακής ειρήνης».
Μέσα σε αυτό το κλίμα αυτό – πριν από μερικούς μήνες – το παιδί ενώ πήγαινε στο σπίτι του δέχθηκε λεκτική επίθεση από τον έναν εκ των αντιδίκων, ο οποίος φώναζε «το όνομα του, με ειρωνικό και περιπαικτικό ύφος». Ο έφηβος δεν απάντησε στις ειρωνείες και έτρεξε να μπει στη πολυκατοικία. Το περιστατικό επαναλήφθηκε για μια ακόμη φορά «με το ίδιο απαξιωτικό ύφος» και ενώ η μητέρα του παιδιού έβλεπε από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου» τι ακριβώς συνέβαινε.
Σε ό,τι αφορά την δεύτερη αντίδικο, και εργοδότρια του άνδρα που επιτέθηκε λεκτικά στο παιδί, το δικαστήριο αναφέρει ότι αυτή «δεν αποτρέπει τον υπάλληλο της από τις πιο πάνω προσβλητικές συμπεριφορές του, αντίθετα μάλιστα, και εκείνη συχνά κινείται προς το μέρος του ανηλίκου τέκνου των αιτούντων, υποστηρίζοντας και συνδράμοντας ψυχικά την υποτιμητική και κοροϊδευτική στάση του δεύτερου των καθ’ ων η αίτηση, χωρίς όμως, εκείνη να εκστομίζει κάποια προσβλητική φράση προς το τέκνο».
«Αίσθημα φόβου και μειονεξίας»
Μάλιστα, όπως αναφέρει το δικαστήριο, τα περιστατικά αυτά «που εμπεριέχουν ειρωνεία, χλευασμό και εν γένει λεκτικό εκφοβισμό σε βάρος του ανηλίκου τέκνου, επαναλαμβάνονται σε τακτική βάση, με αποτέλεσμα ο έφηβος να διακατέχεται από αίσθημα φόβου, ανασφάλειας, εσωστρέφειας και μειονεξίας και δεν είναι λίγες οι φορές που ζητά τη συνδρομή των γονέων του για να εξέλθει της κατοικίας του».
Το δικαστήριο πιθανολογώντας ότι «ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος να επαναληφθεί η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας» του παιδιού και στο μέλλον με τα ασφαλιστικά μέτρα που εξέδωσε, υποχρέωσε τους δυο ενηλίκους «να απέχουν από κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ανηλίκου τέκνου και ειδικότερα από την εκτόξευση ύβρεων», καθώς «και από οποιαδήποτε επικοινωνία με τον τελευταίο, τόσο δια ζώσης, λεκτική ή με χειρονομίες και νοήματα, όσο και μέσω τηλεφώνου, προφορικά ή με γραπτά μηνύματα ή μέσω διαδικτύου ή και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο».
Ακόμη το δικαστήριο υποχρέωσε προσωρινά τους ενήλικες μην προσεγγίζουν το ανήλικο σε απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων, ενώ σε περίπτωση που παραβιάσουν την απόφαση θα πρέπει να πληρώσουν χρηματική ποινή 200 ευρώ. Τέλος, κινδυνεύουν και με κράτηση ενός μηνός για κάθε παράβαση των παραπάνω διατάξεων της απόφασης.