Του Λεωνίδα Στεργίου
Την ταυτόχρονη μείωση της ζήτησης για δανεισμό και αυστηροποίηση των πιστωτικών κριτηρίων που καταγράφηκε στην Ελλάδα από το γ’ τρίμηνο του 2021 περιγράφει η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ) για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση, το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετώπισαν πρόβλημα στην πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό αυξήθηκε το 2021 στο 15,5% έναντι 13,1% το 2020. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισαν ο κατασκευαστικός κλάδος και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σε αυτές τις επιχειρήσεις τα αντίστοιχα ποσοστά ανήλθαν σε 20% και 22%, όταν το ποσοστό δυσκολίας στην ΕΕ υποχώρησε στο 4,7%.
Το μεγαλύτερο τμήμα του προβλήματος που αφορούσε στην πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό είχε να κάνει με την αύξηση του ποσοστού απορρίψεων κατά 30% το 2021, σε σχέση με το 2020. Ειδικότερα, στο σύνολο των επιχειρήσεων, από το 10% το 2020, το ποσοστό απόρριψης ανήλθε στο 13%. Το υψηλότερο ποσοστό απορρίψεων είχε ο κατασκευαστικός κλάδος (17%), με τον κλάδο των υπηρεσιών να ακολουθεί στο 14%. Στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το ποσοστό απόρριψης έφτασε στο 16,5%. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, το ποσοστό απόρριψης ήταν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή στο 4%.
Στα δάνεια που δεν απορρίφθηκαν, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην έρευνα της ΕΙΒ, δήλωσαν ότι δεν ήταν ικανοποιημένες κυρίως για το ύψος του επιτοκίου και για τις εγγυήσεις, ενώ ο κλάδος στις υποδομές πρόσθεσε και το ζήτημα της διάρκειας δανεισμού.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η μείωση της διάρκειας και των ποσών εκταμίευσης ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας περιορισμού των κινδύνων. Προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή στη μείωση των κινδύνων, προχώρησαν τόσο οι τράπεζες όσο και οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα. Όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, από το γ’ τρίμηνο περιορίστηκε η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια, ενώ οι τράπεζες αύξησαν οριακά το κόστος δανεισμού και την αυστηροποίηση των κριτηρίων.
Η μεταβολή αυτή, αν και οριακή, ήταν εμφανής λόγω του μικρού αριθμού επιχειρήσεων που πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια για δανεισμό. Η αλλαγή οφείλεται κυρίως στην αβεβαιότητα για:
– Τις τιμές ενέργειες που πέρασε στο κόστος των πρώτων υλών.
– Τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
– Τις αποφάσεις της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο σχετικά με επιτόκια, αγορές ομολόγων και τη στάση της απέναντι στον πληθωρισμό.
Εξάλλου, οι παραπάνω αβεβαιότητες έχουν ήδη επιδράσει στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, οι οποίες από το γ’ τρίμηνο μέχρι σήμερα δοκιμάστηκαν και από την αβεβαιότητα της μετάλλαξης Όμικρον.
Επίσης, η ΕΙΒ καταγράφει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έλαβαν μεγαλύτερη στήριξη μέσω των μέτρων για την πανδημία, σε ποσοστό 58%, έναντι 56% στην ΕΕ. Το ποσοστό αυτό στις μικρομεσαίες φτάνει στο 63%, με την πλειονότητα να δηλώνει ότι είναι πιθανότερο να λάβει επιπλέον στήριξη από το κράτος (πχ επιστρεπτέα προκαταβολή) παρά τραπεζικό δανεισμό). Ειδικά για στήριξη που δεν χρειάζεται να αποπληρωθεί, η χρήση της στην Ελλάδα από μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν 36%, έναντι 16% στην ΕΕ.
Από τα είδη χρηματοδότησης που κυριάρχησαν το 2021, η ΕΙΒ καταγράφει ότι ο τραπεζικός δανεισμός ήταν η κύρια πηγή για μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις. Ωστόσο, συνολικά περιορίστηκε -περισσότερο στις μικρομεσαίες. Στις τελευταίες, σχεδόν, τετραπλασιάστηκε η στήριξη από τα διάφορα μέτρα, σε σχέση με το 2020. Συνεπώς, η πλειονότητα των επιχειρήσεων είχε ρευστότητα.
Ταυτόχρονα, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι τράπεζες έγιναν πιο δυστακτικές στην ανάληψη κινδύνων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη ανάλυση της ΕΚΤ, αλλά και από τα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος, τα οποία παρουσιάζουν την εξέλιξη των δανείων μέχρι τον Νοέμβριο. Οι παραπάνω αβεβαιότητες φαίνεται ότι επηρέασαν και τη λιανική τραπεζική -κυρίως τα καταναλωτικά δάνεια- λόγω πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Τραπεζικές πηγές αναφέρουν ότι η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια παραμένει χαμηλότερη από την αναμενόμενη, λόγω της αβεβαιότητας, κάτι το οποίο αναμένεται να ξεπεραστεί στο αμέσως επόμενο διάστημα, με βασικό καταλύτη τα επενδυτικά σχέδια που είχαν αναβληθεί λόγω πανδημίας και τώρα δρομολογούνται, αλλά και λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Για το 2022, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στοχεύουν σε καθαρή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας κατά 10 δισ. ευρώ, πλέον των δανείων εντός του Ταμείου Ανάκαμψης. Από τα 10 δισ. ευρώ, το 60% αφορά στη λιανική τραπεζική (στεγαστικά, καταναλωτικά, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις) και 40% στην επιχειρηματική πίστη (μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις).