Πως μετέδωσε ο κατηγορούμενος το “εκδικητικό” βίντεο με μια νεαρή κοπέλα που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της και γιατί το Εφετείο Πειραιά έκρινε την πράξη ως κακούργημα, γεγονός που επικύρωσε ο Άρειος Πάγος. Διαβάστε το πλήρες σκεπτικό των δικαστών.
Στάθης Παναγιωτόπουλος: Η ηθική βλάβη δεν υπόκειται σε «ποσοτικό κριτήριο». Για το λόγο αυτό ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση του Εφετείου, για παραπομπή σε κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα στην περίπτωση revenge porn και πάνω στην οποία στηρίχθηκε και η υπόθεση του παρουσιαστή.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που παρουσιάζει το dikastiko.gr, η νομοθετική πρόβλεψη για την ύπαρξη περιουσιακού οφέλους από τον όποιον κατηγορούμενο, που οδηγεί σε κακούργημα, ισχύει και στην περίπτωση ανεπανόρθωτης ηθικής βλάβης.
Γεγονός που από την πρώτη στιγμή αποκάλυψε το dikastiko.gr, προαναγγέλλοντας την έκβαση της υπόθεσης Παναγιωτόπουλου και την δίωξη για κακούργημα.
Αναφερόμενος ο Άρειος Πάγος στις συνταγματικές επιταγές, αναγνωρίζει στην απόφασή του «ως αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου όχι μόνο να διαθέτει και να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την προσωπικότητά του “ως αυτόνομο, αυτεξούσιο και αυτοδιάθετο μη περιουσιακό αγαθό” αλλά και να αναπτύσσει αυτήν σε όλο το φάσμα της οργανωμένης από το κράτος κοινωνικής ζωής, ήτοι στον κοινωνικό, οικονομικό και στον πολιτικό τομέα αυτής. Επομένως συντρέχει κακουργηματικής μορφής παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής τοιαύτης».
Και προσθέτει: «Αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με τον σκοπό του νομοθέτη ο οποίος υπογράμμισε στην Αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 38 παρ. 4 την αντεγκληματοπολιτικά αναγκαία πρόβλεψη μιας τέτοιας διάταξης, επισύρουσας για το δράστη στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει πέραν του στοιχείου του δόλου τελέσεως του αδικήματος αυτού και το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πορισμού οφέλους ή πρόκλησης ζημίας άνω των 120.000 ευρώ ή πρόκλησης βλάβης χωρίς πρόβλεψη ποσοτικού ορίου, διακρίνοντας με σαφήνεια την έννοια της περιουσιακής ζημίας από την έννοια της βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων, την οποία δεν περιόρισε ποσοτικά».
Στο σκεπτικό του Αρείου Πάγου επισημαίνεται επίσης: «Όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης αυτής επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών όχι μόνο όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλον ή σκοπό πρόκλησης περιουσιακής ζημίας σε άλλον, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό αυτό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, αλλά και όταν αυτός σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο. Το ότι αυτή είναι η σαφής βούληση του νομοθέτη, ο οποίος με τη εν λόγω ρύθμιση δεν διαπλάθει ένα αμιγώς περιουσιακό αδίκημα, προκύπτει από το γεγονός ότι στη νέα αυτή διάταξη προβλέφθηκε εκτός από το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και το σκοπό βλάβης τρίτου, (που υπήρχαν και στην προηγούμενη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν.2472/1997) και ο σκοπός πρόκλησης περιουσιακής ζημίας. Ο νόμος δε με σαφήνεια διακρίνει στην παραπάνω πρόβλεψη την έννοια της περιουσιακής ζημίας από αυτήν της βλάβης, η οποία δεν προβλέπεται ως περιουσιακή, αντιδιαστέλλοντας αυτές, ενώ μόνο για την περιουσιακή ζημία (όπως και για το περιουσιακό όφελος) εισάγεται συγκεκριμένο ποσοτικό όριο (όπως έχει επικρατήσει στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας) όχι δε και για τη βλάβη».
Σε κάθε περίπτωση διευκρινίζεται στην απόφαση του Εφετείου που υιοθέτησε και ο Άρειος Πάγος πως «αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελεί και η με την μαγνητοσκόπηση δια ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής συνεύρεσης δύο προσώπων, αφού το παραχθέν υλικό δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, ενώ επεξεργασία αποτελεί και η αποθήκευση αυτού και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το “μοντάρισμα”, προκειμένου να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές».
Στάθης Παναγιωτόπουλος: Πώς η τότε 20χρονη έπεσε στα δίχτυα του
Η 20χρονη ανέπτυξε μια έντονη ερωτική σχέση και όπως αναφέρεται «αφενός ικανοποιούσε κάθε επιθυμία του κατηγορουμένου, όπως την βιντεοσκόπηση των ερωτικών επαφών τους και αφετέρου είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στη σχέση αυτή, τόσο που να μην διστάζει να αναπτύξει και κοινωνικές σχέσεις με την οικογένεια του. Περαιτέρω όμως ο κατηγορούμενος μετά τη βιντεοσκόπηση των επαφών αυτών, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση της Ε. Π. αντί να διαγράψει το αρχείο, που δημιουργείτο, αυτός επενέβαινε σ’ αυτό και το επεξεργαζόταν, αφού το αποθήκευε και το μετέφερε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, λαμβάνοντας έτσι και γνώση αυτού».
Το Ανώτατο Δικαστήριο υποστηρίζει: «Αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος, επίσης κατά τους χρόνους, που αναφέρονται στο διατακτικό, από την ίδια οικία του, αφού επενέβη σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ερωτικών του συνευρέσεων με την Ε. Π. λαμβάνοντας γνώση αυτού με την πράξη αυτή, επέμβαση, που έγινε με την αποθήκευση του αρχείου αυτού τόσο στο κινητό του τηλέφωνο, όσο και στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και με το “μοντάρισμα” του, ώστε να αποκοπούν οι σκηνές που εμφανιζόταν το πρόσωπο του ιδίου και να εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο και το γυμνό σώμα της Ε. Π., ακολούθως το δημιουργηθέν οπτικοακουστικό υλικό – αρχείο το μετέδωσε μαζί με προσβλητικά για την Ε. Π. σχόλια, αφού το ανήρτησε χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συναίνεση της Ε. Π. στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, με αποτέλεσμα να λάβει γνώση αυτού άγνωστος αριθμός ανθρώπων, ενώ την πράξη του αυτή ο κατηγορούμενος την έκανε από μίσος και εμπάθεια προς την Ε. Π. για να την εκδικηθεί γιατί διέκοψε την ερωτική σχέση τους και με σκοπό να τη βλάψει διασύροντας την και προσβάλλοντας την βάναυσα στο δικαίωμα της προσωπικότητας της. Επομένως ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και της μετάδοσης σε τρίτον κατ’ εξακολούθηση χωρίς δικαίωμα προσωπικών δεδομένων της Ε. Π. με σκοπό την ηθική της βλάβη, πράξη η οποία, αντίθετα από ότι υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, είναι κακούργημα».
Και σημειώνει: «Από την ανάγνωση των μηνυμάτων είναι σαφές ότι ο κατηγορούμενος στρέφεται με οργή και εκδικητική διάθεση κατά της Ε.Π., στην οποία δηλώνει, ότι δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί και ότι επειδή πρόδωσε την αγάπη τους, “…οι δικοί της θα τα μάθουν πιο σύντομα απ’ ό,τι φαντάζεται, ότι δεν πρόκειται να σταματήσει, θα τους κάνει να μην βγαίνουν από το σπίτι, ο αδελφός της να μην έχει μούρη να πάει στη δουλειά, η γειτονιά να τους κρεμάει κουδούνια..“, σαφείς δηλαδή απειλές για την δημοσιοποίηση των βίντεο. Σε άλλα δε μηνύματα απορεί με την αντίδραση του πατέρα της και αμφιβάλλει αν είδε πράγματι τα βίντεο, καθώς δεν “έκανε κιχ” και τα άφησε να τα βλέπουν άλλοι, ότι “δεν έκανε κάτι ενώ η κόρη του είναι σε όλα τα σάιτ”, γεγονός, βέβαια, που είναι ψευδές, αφού ο πατέρας της Ε. Π. μόλις έμαθε από τη φίλη αυτής για την ανάρτηση, αμέσως υπέβαλε μήνυση αρχικά κατ’ αγνώστων δραστών και στη συνέχεια, όταν πληροφορήθηκε λεπτομέρειες, κατά του κατηγορούμενου, όπως προαναφέρθηκε. Μάλιστα μετά τη μήνυση αυτή έγινε νόμιμη έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου και σε κινητά του τηλέφωνα και ηλεκτρονικό υπολογιστή βρέθηκαν αποθηκευμένα αρχεία βιντεοσκοπήσεων με κινητό τηλέφωνο ερωτικών συνευρέσεων του κατηγορούμενου, όχι μόνο με την Ε. Π. αλλά και με άλλες άγνωστες γυναίκες, όπως προαναφέρθηκε. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι οι αναρτήσεις στις ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου στο διαδίκτυο δεν έγιναν από τον ίδιο, αλλά από άγνωστο πρόσωπο, που βρήκε το απωλεσθέν κινητό του, στη μνήμη του οποίου υπήρχαν οι ταινίες και το οποίο παραβίασε (“χάκαρε”) και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορούμενου δεν αποδεικνύονται, αντίθετα δε σαφώς αποδεικνύεται ότι δράστης της παράνομης ανάρτησης είναι ο ίδιος» επισημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο.