Αποποίηση της ιθαγένειας κράτους μέλους προκειμένου να αποκτηθεί η ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους βάσει διαβεβαίωσης πολιτογράφησης – Ανάκληση της διαβεβαίωσης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας – Αρχή της αναλογικότητας – Κατάσταση ανιθαγένειας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 18-01-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η ανάκληση διαβεβαίωσης περί πολιτογράφησης, όταν εμποδίζει την ανάκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, πρέπει να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.
Εντούτοις, σύμφωνα με το ΔΕΕ, απόκειται κατ’ αρχήν στο κράτος μέλος την ιθαγένεια του οποίου ζητεί να αποβάλει ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να αποκτήσει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, να διασφαλίσει ότι η απόφαση που θα εκδώσει επί της εν λόγω αίτησης θα τεθεί σε ισχύ μόνον εφόσον πράγματι αποκτήθηκε η νέα ιθαγένεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 20 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της νομολογίας του, η οποία απορρέει από τις αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C-135/08, και της 12ας Μαρτίου 2019, Tjebbes κ.λπ., C-221/17 (βλ. και σχετικό άρθρο στο Lawspot), σχετικά με τις αφορώσες την κτήση και την απώλεια της ιθαγένειας υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από το δίκαιο της Ένωσης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Το έτος 2008, η JY, η οποία ήταν τότε Εσθονή υπήκοος και κάτοικος Αυστρίας, αιτήθηκε τη χορήγηση της αυστριακής ιθαγένειας. Με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2014, η τότε αρμόδια αυστριακή διοικητική αρχή [η Niederösterreichische Landesregierung (Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας, Αυστρία)] τη διαβεβαίωσε ότι θα της χορηγείτο η αυστριακή ιθαγένεια σε περίπτωση που αποδείκνυε, εντός προθεσμίας δύο ετών, τη λύση του δεσμού ιθαγένειας με την Εσθονία. Η JY προσκόμισε εντός της ταχθείσας προθεσμίας βεβαίωση ότι στις 27 Αυγούστου 2015 είχε λυθεί ο δεσμός ιθαγένειας που τη συνέδεε με την Εσθονία. Από την ημερομηνία αυτή, η JY είναι ανιθαγενής.
Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, η αυστριακή διοικητική αρχή η οποία κατέστη αρμόδια ανακάλεσε [η Wiener Landesregierung (Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης, Αυστρία)], σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, την απόφαση της 11ης Μαρτίου 2014 και απέρριψε την αίτηση της JY να της χορηγηθεί η αυστριακή ιθαγένεια. Η εν λόγω αρχή αιτιολόγησε την απόφασή της επισημαίνοντας ότι η JY δεν πληρούσε πλέον τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις για τη χορήγηση ιθαγένειας. Συγκεκριμένα, η JY, αφότου έλαβε τη διαβεβαίωση ότι επρόκειτο να της χορηγηθεί η αυστριακή ιθαγένεια, τέλεσε δύο σοβαρές διοικητικές παραβάσεις, συνιστάμενες στη μη επικόλληση του σήματος τεχνικού ελέγχου στο όχημά της και στην οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Επίσης, ήταν υπαίτια για οκτώ διοικητικές παραβάσεις οι οποίες είχαν τελεστεί πριν της δοθεί η εν λόγω διαβεβαίωση.
Μετά την απόρριψη της προσφυγής της κατά της ως άνω απόφασης, η JY άσκησε αναίρεση ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία). Το εν λόγω δικαστήριο επεσήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διοικητικών παραβάσεων που τέλεσε η JY πριν λάβει και αφότου έλαβε τη διαβεβαίωση σχετικά με τη χορήγηση της αυστριακής ιθαγένειας, συνέτρεχαν, σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο, οι προϋποθέσεις ανάκλησης της διαβεβαίωσης. Διερωτήθηκε, εντούτοις, αν η κατάσταση της JY εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης και αν η αρμόδια διοικητική αρχή, προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της σχετικά με την ανάκληση της διαβεβαίωσης περί πολιτογράφησης, η οποία εμποδίζει τη JY να ανακτήσει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, έπρεπε να τηρήσει το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε την αρχή της αναλογικότητας την οποία αυτό κατοχυρώνει, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών μιας τέτοιας απόφασης ως προς την κατάσταση του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Κατά πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση προσώπου το οποίο, ενώ έχει την ιθαγένεια ενός μόνον κράτους μέλους, αποποιείται την ιθαγένεια αυτή και, ως εκ τούτου, χάνει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης προκειμένου να αποκτήσει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, κατόπιν διαβεβαίωσης των αρχών του δεύτερου αυτού κράτους μέλους ότι θα του χορηγηθεί η ιθαγένειά του, εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης, ως εκ της φύσεως και των συνεπειών της, όταν ανακαλείται η εν λόγω διαβεβαίωση με αποτέλεσμα να μην δύναται το πρόσωπο αυτό να ανακτήσει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.
Συναφώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ αρχάς ότι, κατά τον χρόνο ανάκλησης της εν λόγω διαβεβαίωσης, η JY ήταν ανιθαγενής και είχε απολέσει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Δεδομένου ότι η αίτηση λύσεως του δεσμού ιθαγένειας με το κράτος μέλος καταγωγής της είχε υποβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας πολιτογράφησης με σκοπό την απόκτηση της αυστριακής ιθαγένειας και αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι η JY, λαμβάνοντας υπόψη τη διαβεβαίωση που της είχε δοθεί, συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις που συνδέονται με τη συγκεκριμένη διαδικασία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο όπως η JY αποποιήθηκε οικειοθελώς την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Αντιθέτως, δεδομένου ότι το κράτος μέλος υποδοχής παρέσχε διαβεβαίωση περί χορήγησης της ιθαγένειάς του, η αίτηση για τη λύση του δεσμού της αρχικής ιθαγένειας σκοπό έχει να ανταποκριθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε μια προϋπόθεση για την απόκτηση της ιθαγένειας του κράτους υποδοχής και, μετά την απόκτησή της, να συνεχίσει να έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης και να απολαύει των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν.
Εν συνεχεία, όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας πολιτογράφησης, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ανακαλούν τη διαβεβαίωση περί πολιτογράφησης, ο ενδιαφερόμενος ο οποίος ήταν υπήκοος ενός μόνον άλλου κράτους μέλους και αποποιήθηκε την αρχική του ιθαγένεια προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που συνδέονται με τη συγκεκριμένη διαδικασία, δεν δύναται πλέον να συνεχίσει να προβάλλει τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά του ως πολίτη της Ένωσης. Μια τέτοια διαδικασία, θεωρούμενη στο σύνολό της, επηρεάζει την ιδιότητα την οποία απονέμει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ στους υπηκόους των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει από πρόσωπο το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση όπως αυτή της JY τα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με την εν λόγω ιδιότητα, ενώ, κατά τον χρόνο έναρξης της συγκεκριμένης διαδικασίας, το εν λόγω πρόσωπο ήταν υπήκοος κράτους μέλους και είχε, κατά συνέπεια, την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.
Τέλος, επισημαίνοντας ότι η JY, ως Εσθονή υπήκοος, άσκησε το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής με την εγκατάστασή της στην Αυστρία, όπου κατοικεί εδώ και πολλά έτη, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η λογική της προοδευτικής ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής, την οποία ενθαρρύνει το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης η κατάσταση ενός πολίτη της Ένωσης στον οποίο η ως άνω διάταξη απονέμει δικαιώματα λόγω του ότι άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης και ο οποίος εκτίθεται στον κίνδυνο απώλειας όχι μόνον των δικαιωμάτων αυτών, αλλά και της ίδιας της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, μολονότι επιδίωξε, διά της πολιτογράφησής του στο κράτος μέλος υποδοχής, να ενσωματωθεί ακόμη περισσότερο στην κοινωνία του εν λόγω κράτους.
Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 20 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής οφείλουν να εξακριβώνουν αν η απόφαση περί ανάκλησης, η οποία καθιστά οριστική την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης για τον ενδιαφερόμενο, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που έχει η απόφαση για την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου. Η απαίτηση συμφωνίας προς την αρχή της αναλογικότητας δεν πληρούται σε περίπτωση που η αιτιολογία μιας τέτοιας απόφασης στηρίζεται σε διοικητικές παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, οι οποίες, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, επισύρουν απλή χρηματική κύρωση.
Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας πολιτογράφησης η οποία κινείται σε ορισμένο κράτος μέλος, το κράτος αυτό απαιτεί από πολίτη της Ένωσης να αποποιηθεί την ιθαγένεια του κράτους μέλους καταγωγής του, η άσκηση και η πρακτική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων τα οποία αντλεί ο πολίτης από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ επιτάσσουν να μην εκτίθεται ο τελευταίος, σε καμία χρονική στιγμή, στον κίνδυνο απώλειας της θεμελιώδους ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης για τον λόγο ότι κινήθηκε η συγκεκριμένη διαδικασία. Πράγματι, τυχόν απώλεια της ιδιότητας αυτής, έστω και προσωρινή, συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο τη στέρηση, για αόριστο χρονικό διάστημα, της δυνατότητας να απολαύει όλων των δικαιωμάτων που απονέμει η εν λόγω ιδιότητα.
Ως εκ τούτου, όταν υπήκοος κράτους μέλους υποβάλλει αίτηση για να αποποιηθεί την ιθαγένειά του προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους και να συνεχίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο να απολαύει της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, το κράτος μέλος καταγωγής δεν θα έπρεπε να εκδίδει οριστική απόφαση περί απώλειας της ιθαγένειας στηριζόμενο στη διαβεβαίωση του άλλου κράτους μέλους περί πολιτογράφησης, παρά μόνον εφόσον διασφαλίσει ότι η απόφαση αυτή θα τεθεί σε ισχύ μόνον εφόσον πράγματι αποκτήθηκε η νέα ιθαγένεια.
Τούτου δοθέντος, σε περίπτωση κατά την οποία η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης έχει ήδη απολεσθεί προσωρινώς λόγω του ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας πολιτογράφησης, το κράτος μέλος καταγωγής αφαίρεσε την ιθαγένεια του ενδιαφερόμενου προσώπου πριν αυτό αποκτήσει πράγματι την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής, η υποχρέωση διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 20 ΣΛΕΕ βαρύνει πρωτίστως το τελευταίο αυτό κράτος μέλος. Η εν λόγω υποχρέωση επιβάλλεται, ειδικότερα, σε περίπτωση απόφασης περί ανάκλησης της διαβεβαίωσης πολιτογράφησης η οποία μπορεί να καθιστά οριστική την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης. Επομένως, μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνο για θεμιτούς λόγους και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.
Η εξέταση της αναλογικότητας απαιτεί, μεταξύ άλλων, να εξακριβώνεται αν μια τέτοια απόφαση είναι δικαιολογημένη σε σχέση με τη βαρύτητα των παραβάσεων που έχει τελέσει ο ενδιαφερόμενος. Όσον αφορά τη JY, δεδομένου ότι οι παραβάσεις τις οποίες είχε τελέσει πριν από τη διαβεβαίωση περί πολιτογράφησής της δεν εμπόδισαν τη χορήγηση της εν λόγω διαβεβαίωσης, οι παραβάσεις αυτές δεν μπορούν πλέον να ληφθούν υπόψη προς στήριξη της απόφασης περί ανάκλησης της διαβεβαίωσης. Από τις δε παραβάσεις που τελέστηκαν μετά τη λήψη της διαβεβαίωσης για την πολιτογράφησή της, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και της σοβαρότητάς τους, καθώς και της απαίτησης για στενή ερμηνεία των εννοιών της «δημόσιας τάξης» και της «δημόσιας ασφάλειας», δεν προκύπτει ότι η JY συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή υπονομεύει τη δημόσια ασφάλεια της Αυστρίας. Συγκεκριμένα, παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, οι οποίες επισύρουν απλώς πρόστιμα, δεν μπορούν να καταδείξουν ότι ο παραβάτης συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια δυνάμενη να δικαιολογήσει την οριστική απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA