Δήλωση περιουσιακών στοιχείων κατεχομένων σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης και του ΕΟΧ – Παράλειψη – Δυσανάλογα βαριές κυρώσεις – Αναλογικότητα – Προθεσμία παραγραφής – Αμοιβαία συνδρομή – Αυτόματη ανταλλαγή
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 27-01-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους φορολογικούς κατοίκους Ισπανίας την υποχρέωση να δηλώνουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα ευρισκόμενα στην αλλοδαπή είναι αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης.
Κατά το ΔΕΕ, οι περιορισμοί που επιβάλλει στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων είναι δυσανάλογοι.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 15 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπίστωσε την ασυμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης ορισμένων πτυχών της υποχρέωσης των φορολογικών κατοίκων Ισπανίας να δηλώνουν τα ευρισκόμενα στην αλλοδαπή περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα μέσω του ονομαζόμενου εντύπου 720.
Συγκεκριμένα, δυνάμει της εθνική ρύθμισης, όταν οι Ισπανοί κάτοικοι παραλείπουν να υποβάλλουν την πληροφοριακή δήλωση ή υποβάλλουν κατά τρόπο ανακριβή ή εκπρόθεσμα τα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που διαθέτουν στο εξωτερικό, η φορολογική διοίκηση μπορεί να προβεί σε διορθωτικό προσδιορισμό φόρου επί των ποσών τα οποία αντιστοιχούν στην αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια περιόδου για την οποία έχει επέλθει παραγραφή, καθώς και σε επιβολή αναλογικού προστίμου και κατ’ αποκοπήν προστίμων.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι συνέπειες που προβλέπονται σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής είναι δυσανάλογες σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει η ισπανική ρύθμιση, δηλαδή, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων και την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι συνέπειες και οι σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής συνιστούν δυσανάλογα αυστηρούς περιορισμούς οι οποίοι θίγουν διάφορες ελευθερίες κυκλοφορίας προβλεπόμενες στη ΣΛΕΕ και στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 63 ΣΛΕΕ και άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ). Κατά την Επιτροπή, ο δυσανάλογος χαρακτήρας έγκειται στο ότι τιμωρείται πολύ αυστηρά η εκ μέρους του φορολογουμένου μη τήρηση της υποχρεώσεως δηλώσεως, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η ισπανική φορολογική διοίκηση διαθέτει ήδη ή δύναται να αποκτήσει σχετικές πληροφορίες μέσω του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας, το οποίο προβλέπει η οδηγία 2011/16/EE [οδηγία σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/107/ΕΕ.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως, με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ισπανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής, κρίνοντας ότι:
- προβλέποντας συνέπειες για τη μη τήρηση της υποχρέωσης δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων στο εξωτερικό ή για την εκπρόθεσμη υποβολή του εντύπου 720, οι οποίες συνεπάγονται τον χαρακτηρισμό των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ως «αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας» για την οποία δεν ισχύουν οι κανόνες περί παραγραφής,
- επιβάλλοντας αυτομάτως προκαθορισμένο χρηματικό πρόστιμο ύψους 150% σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων στο εξωτερικό ή εκπρόθεσμης υποβολής του εντύπου 720 και
- επιβάλλοντας, για τη μη τήρηση της υποχρέωσης δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων στο εξωτερικό ή για την εκπρόθεσμη υποβολή του εντύπου 720, προκαθορισμένα χρηματικά πρόστιμα τα οποία είναι δυσανάλογα υψηλότερα σε σχέση με τις κυρώσεις που προβλέπει το γενικό καθεστώς για παρόμοιες παραβάσεις,
η Ισπανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA