Οψιγενής ισχυρισμός ως λόγος μεταρρύθμισης, η νομοθετική μεταβολή που επήλθε μετά τη συζήτηση της προς μεταρρύθμιση απόφασης, κατά την έκδοσή της και πριν τη δημοσίευση αυτής, ακόμα και όταν με το νέο νόμο προβλέπεται αναδρομική εφαρμογή του και επί αιτήσεων εκκρεμών κατά το χρόνο δημοσίευσής του. Νομοθετική μεταβολή ν. 4549/2018 ως προς α) την κατάργηση της υποχρέωσης του οφειλέτη να καταβάλει εντόκως και εντός ενός έτους τη διαφορά μεταξύ καταβολών προσωρινής διαταγής και οριστικής ρύθμισης και β) τη δυνατότητα μεταρρύθμισης της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Επανακαθορισμός μηνιαίων καταβολών άρθρου 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 ν. 3869/2019 βάσει της μέγιστης δυνατότητας αποπληρωμής του οφειλέτη. Εν μέρει ανάκληση της προς μεταρρύθμιση απόφασης ως προς τη διάταξη για έντοκη καταβολή διαφοράς.
ΑΡΙΘΜΟΣ: 33/2022
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας
Ρύθμιση Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Μαρία-Ιωάννα Μαυρούκα την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την παρουσία της Γραμματέως Ιουλίας Μανδάλου
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Δεκεμβρίου 2021 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:
Της αιτούσας: …, κατοίκου .. (οδός …) με ΑΦΜ .., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Τσουκαλά.
Των μετεχόντων στη δίκη πιστωτών, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2 ΚπολΔ): -1. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου…… -2. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο -3. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδική διάδοχος, υπέρ των οποίων η πρόσθετη παρέμβαση, ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών α) Citibank International Plc που εδρεύει στο Λονδίνο και εκπροσωπείται νόμιμα και β) Diners Club Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Πιστώσεων που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και -4. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «HELLENIC POST CRETID Α.Ε.Π.Π.» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
Η αιτούσα με την από 22-7-2020 αίτησή της, διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης ./28-7-2020, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος αρχικά η 7η-1-2021, κατά την οποία ματαιώθηκε και επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο της 31ης-5-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11ης-10-2021, ότε και αναβλήθηκε εκ νέου και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, ζήτησε όσα αναφέρονται σ` αυτή.
Κατά την προκείμενη δικάσιμο, μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
Ακολούθησε η συζήτηση, όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, το δε Δικαστήριο αφού:
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ./21-8-2020, ./21-8-2020 και ./4-8-2020, προσκομιζόμενες με επίκληση από την αιτούσα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησής της με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 2η, 3η και 4η των καθ’ ών πιστωτριών τραπεζών, οι οποίες βρέθηκαν απούσες. Επομένως, εφόσον οι τελευταίες δεν παραστάθηκαν κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην, όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 παρ. 2 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 758 παρ. 1 ΚΠολΔ «Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου, μετά τη δημοσίευσή τους, να ανακληθούν ή να μεταρρυθμισθούν από το δικαστήριο, που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781, αφού κληθούν οι διάδικοι της αρχικής δίκης και τα πρόσωπα τα οποία είχαν διοριστεί ή είχαν αντικατασταθεί ή παυθεί από την απόφαση για την άσκηση λειτουργήματος». Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 758 του ΚΠολΔ «η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το δικαστήριο». Κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου «η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση σημειώνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο 776 και στο περιθώριο της απόφασης που ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου». Κατά την ορθή έννοια της εν λόγω διάταξης σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση υπόκεινται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όλες οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε υποθέσεις των άρθρων 782 έως 866 του ΚΠολΔ ή σε άλλες υποθέσεις που με διάταξη νόμου υπάγονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΑΠ 1275/2001 ΕΕμπΔ ΝΓ, 886, ΕφΑθ 4678/1994 ΕΕμπΔ 1995. 301, ΕφΑθ 689/1977 ΑρχΝ 1978.58), έστω και αν είναι τελεσίδικες ή αμετάκλητες ή ανακλητικές ή μεταρρυθμιστικές προηγουμένων ανακλητικών ή μεταρρυθμιστικών αποφάσεων (ΑΠ 1275/2001 ό.π., ΕφΑθ 7054/2007 ΔΕΕ 2008.199). Ως νέα πραγματικά περιστατικά νοούνται γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα μεταγενεστέρως καθώς και γεγονότα που είχαν ήδη λάβει χώρα όταν εκδόθηκε η υπό ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφαση, πλην όμως δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου που την εξέδωσε (ΕφΑθ 8687/2007 ΕλλΔνη 2008.1096, Βαθρακοκοίλης Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 758, σελ. 447 με παραπομπές στη θεωρία και νομολογία), χωρίς να ενδιαφέρει η τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος στην έγκαιρη προβολή αυτών, ενώ δεν περιλαμβάνονται σε αυτά οι νομικές πλημμέλειες της απόφασης, ούτε η διαφορετική στάθμιση ή αξιολόγηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων της πραγματικής κατάστασης, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της οποίας ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 758, σελ. 447, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος II, σελ. 1504). Ως μεταβολή των συνθηκών, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, νοείται η μεταγενέστερη επίκληση νέων πραγματικών γεγονότων, τα οποία προσδίδουν διαφορετική πραγματική εικόνα από εκείνη που είχε δεχθεί το Δικαστήριο και ανατρέπουν ή να διαφοροποιούν σημαντικά τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφασή του (ΕφΘεσ 2801/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕπισκΕμπΔ 2004.770, ΕφΘεσ 71/2003 ΔΕΕ 2003.646). Η μεταβολή των συνθηκών μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από την επιγένεση νέων περιστατικών, αλλά και από άλλες αφορμές ή αιτίες, όπως τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος υπό την ισχύ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, την εμφάνιση νέων αναγκών, ή τη μεταστροφή της νομολογίας σε σχέση με το νομικό ζήτημα που κρίθηκε. Σε κάθε περίπτωση, ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης είναι δυνατή μόνο επί αποδοχής, εν όλω ή εν μέρει, της αρχικής αίτησης, ενώ σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης επιβάλλεται η άσκηση νέας αίτησης, η οποία, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να θεμελιώνεται στην επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών. Στις περιπτώσεις του Ν. 3869/2010, ο αιτών-δανειολήπτης, οι πιστωτές/εγγυητές που έχουν γίνει διάδικοι λόγω επίδοσης της αίτησης, αλλά και όποιος άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, νομιμοποιείται και έχει άμεσο έννομο συμφέρον να ζητήσει την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης που υπήγαγε το υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010. Το έννομο συμφέρον αποτελεί όρο του παραδεκτού της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης και πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, διαφορετικά η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη (ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 45.1347). Για την άσκηση αίτησης μεταρρύθμισης ή ανάκλησης δεν υφίσταται προθεσμία. Ειδικά, ως προς τη δυνατότητα τροποποίησης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν.3869/2010, εφαρμόζεται η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.3869/2010 που όμως συμπληρώνεται διαδικαστικά από το άρθρο 758 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 3869/2010 «Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Η ισχύς της απόφασης που τροποποιεί τη ρύθμιση μπορεί να ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της αίτησης τροποποίησης». Δηλαδή, ο νόμος επιτρέπει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά. Από μέρους του δανειολήπτη, νέα πραγματικά περιστατικά, που θα κατατείνουν στη μείωση των δόσεων που καταβάλει κάθε μήνα, μπορεί να είναι η απώλεια εισοδήματος (π.χ. λόγω απόλυσης, λήξης μίσθωσης ακινήτου, μείωση μισθού ή σύνταξης κ.λπ.), η έκδοση απόφασης, βάσει της οποίας στερείται περιουσιακού του στοιχείου ή της εκμετάλλευσης αυτού ή αυξάνεται το παθητικό του, η αύξηση των οικονομικών του υποχρεώσεων έναντι των προστατευμένων μελών της οικογένειας του (π.χ. έξοδα σπουδών, υποχρέωση διατροφής, προβλήματα υγείας του ίδιου ή μελών της οικογένειάς του, διεύρυνση οικογένειας λόγω απόκτησης τέκνου κ.λπ.). Επίσης, μία τέτοια τροποποίηση μπορεί να επέλθει και από περιστατικά που προκλήθηκαν από τον δανειολήπτη, πλην όμως είναι αναπότρεπτα και δε βλάπτουν ουσιωδώς τους πιστωτές (π.χ. μείωση των δόσεων λόγω αύξησης του κόστους μετακίνησης του δανειολήπτη προς την εργασία του κ.λπ.). Τα αντίστροφα πραγματικά περιστατικά μπορεί να δικαιολογήσουν αίτηση κάθε πιστωτή για την αυξητική τροποποίηση των δόσεων από τον δανειολήπτη προς τους πιστωτές του (π.χ. ο άνεργος, κατά το χρόνο της ρύθμισης του χρέους, δανειολήπτης αναλαμβάνει σταθερή εργασία, επέρχεται αύξηση της περιουσίας του λόγω κληρονομίας κάποιου εύπορου συγγενούς του, εκμισθώνεται ακίνητό του κλπ.). Η τροποποίηση θα αφορά στο σύνολο των πιστωτών, καθώς η περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη επιδρά σε όλους τους πιστωτές, κατά κανόνα, εκτός αν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος που αφορά έναν ή ορισμένους από αυτούς. Μεταρρύθμιση της απόφασης του Ν. 3869/2010 μπορεί να λάβει χώρα και για τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από την εκποίηση σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, η οποία προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 62 του Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ Α΄105/14.6.2018) και, σύμφωνα με την παρ.11 του άρθρου 68 του αυτού νόμου εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του, ήτοι πριν από την 14.6.2018, δεδομένου του ότι ο ως άνω νόμος καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά το χρόνο δημοσίευσής του αιτήσεις ρύθμισης. Συγκεκριμένα η παρ. 6 του άρθρου 9 προβλέπει ότι «Οι παράγραφοι 3 έως 6 του άρθρου 8 εφαρμόζονται και στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου. Η μεταρρύθμιση της απόφασης γίνεται εντός των ορίων της παραγράφου 2 του άρθρου 9, όπως αυτή εφαρμόστηκε από τη μεταρρυθμιζόμενη απόφαση». Συνεπώς, με την παράγραφο 6 του άρθρου 9 δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους διαδίκους να ζητήσουν μεταρρύθμιση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, εφόσον η μεταρρύθμιση υπαγορεύεται από μεταγενέστερα γεγονότα. Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (προ του Ν.4549/2018) το σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 ήταν ιδιαίτερα δύσκαμπτο, αφού δυνατότητα μεταρρύθμισης προβλεπόταν ειδικά ΅όνο για τη ρύθμιση του άρθρου 8, με συνέπεια οι οφειλέτες που αντιμετώπιζαν κάποια δυσμενή μεταβολή της οικονομικής τους κατάστασης, να βρίσκονται ενώπιον του κινδύνου απώλειας της προστασίας της κύριας κατοικίας τους, ενώ και οι πιστωτές υφίσταντο ζημία, σε περίπτωση τυχόν βελτίωσης των εισοδημάτων του οφειλέτη. Ωστόσο, προκειμένου να διατηρηθεί ο μεταρρυθμιστικός χαρακτήρας του αιτήματος και να μην δοθεί η δυνατότητα καταστρατήγησης των μεταβατικών διατάξεων των νόμων που κατά καιρούς τροποποίησαν την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, προβλέπεται ρητώς ότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, και μετά τη μεταρρύθμισή του, θα παραμένει εντός των ορίων που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 9 του νόμου 3869/2010, όπως αυτή εφαρμόστηκε από τη μεταρρυθμιζόμενη απόφαση. Βάσει των ανωτέρω, τροποποίηση των ρυθμίσεων των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του Ν.389/2010 δύναται να χωρήσει υπό τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 και 9 παρ. 6 του Ν.3869/2010, οι οποίες ως ειδικότερες κατισχύουν της γενικότερης διάταξης του άρθρου 758 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 § 1 εδ. Α’, 222, 304 § 2 και 308 § 1 ΚΠολδ, τα οποία εφαρμόζονται αναλογικά και σε υποθέσεις μη γνήσιας εκουσίας εκδικαζόμενες κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781, συνάγεται ότι με την άσκηση της αίτησης του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, η οποία περατώνεται με την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής, ανεξαρτήτως του πότε θα επέλθει και η δημοσίευσή της, αφού η τελευταία συνήθως δε συμπίπτει χρονικά με την πρώτη. Έκδοση της απόφασης σημαίνει την έκφραση της δικαιοδοτικής κρίσης, η οποία έπεται της συζητήσεως της αίτησης, γίνεται είτε με την ψηφοφορία στη διάσκεψη, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, είτε με τη σύνταξη του κειμένου της απόφασης από το δικαστή του μονομελούς δικαστηρίου και διαρκεί έως τη δημοσίευσή της, η οποία συνήθως έπεται χρονικά. Η δημοσίευση επακολουθεί της έκδοσης και συνίσταται στη σύνταξη πρακτικού, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η απόφαση ανακοινώθηκε σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου. Συνεπώς, νομοθετική μεταβολή που επήλθε μετά τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης οφειλών του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, ήτοι κατά την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής, συνιστά οψιγενή ισχυρισμό που νόμιμα προβάλλεται ως λόγος μεταρρύθμισης της οριστικής ρύθμισης, κατ’ άρθρα 8 παρ.4 και 9 παρ. 6 του ν. 3869, ακόμα και όταν με το νέο νόμο προβλέπεται αναδρομική εφαρμογή του και επί αιτήσεων εκκρεμών κατά το χρόνο δημοσίευσής του, αφού, ήδη κατά την έκδοση της οριστικής απόφασης, η εν λόγω αίτηση-υπόθεση παύει να είναι εκκρεμής, το δε δικαστήριο, ως προς τις ουσιαστικού περιεχομένου διατάξεις, εφαρμόζει το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης.
ΙΙ. Τέλος, το άρθρο 9 παρ. 4 του ν.3869/2010, όπως ίσχυε τροποποιημένο από το ν. 4161/2013 όριζε ότι, σε περίπτωση που οι πραγματοποιηθείσες καταβολές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 8 παρ. 2 ή 9 παρ. 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται, το δε ποσό αυτό αποπληρώνεται εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 και του άρθρου 9 παρ. 2, με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμισι εκατοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή, ως προς τις υπολειπόμενες καταβολές μεταξύ της προσωρινής διαταγής και των δόσεων της οριστικής απόφασης, ήτοι της έντοκης καταβολής της διαφοράς εντός έτους, μεταβλήθηκε με το ν. 4549/2018 και συγκεκριμένα από το άρθρο 59 παρ. 2 (προδικασία) του νόμου αυτού που ορίζει ότι : «2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, συνυπολογίζονται στις καταβολές της παραγράφου 2 του άρθρου 8», καθώς και από το άρθρο 61 παρ.2 (Δικαστική ρύθμιση χρεών) που ορίζει ότι : «2. Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Από το ποσό αφαιρείται ό, τι καταβλήθηκε συνολικά σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 5 ή της απόφασης αναστολής του άρθρου 6, διαιρούμενο διά το πλήθος των δόσεων της παρούσας παραγράφου». Η ανωτέρω μεταβολή με τα άρθρα 59 παρ. 2 και 61 παρ. 2 του νόμου 4549/2018, υπαγορεύτηκε από την ανάγκη διόρθωσης επιμέρους αστοχιών του νόμου, οι οποίες οδηγούσαν σε αδικίες κατά των οφειλετών και εγκυμονούσαν τον κίνδυνο να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να καταβάλει ποσά μεγαλύτερα από την ικανότητα αποπληρωμής του, που η ίδια η δικαστική απόφαση προσδιόριζε. Ειδικότερα, η προϊσχύουσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 σε συνδυασμό με την παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 οδηγούσε σε αξιολογική αντινομία. Αν ένας οφειλέτης κατέβαλλε δυνάμει της προσωρινής διαταγής ποσό μικρότερο από αυτό που όριζε η οριστική απόφαση και από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης μεσολαβούσε μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε ο οφειλέτης αντιμετώπιζε το εξής πρόβλημα: Οι δόσεις της προσωρινής διαταγής συνυπολογίζονταν στο χρονικό διάστημα της ρύθμισης του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, επομένως το χρονικό διάστημα των τριών ετών του άρθρου 8 μετρούσε από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής και συμπληρωνόταν σε μικρό διάστημα από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Μετά δε τη συμπλήρωση της τριετίας, καλούνταν ο οφειλέτης να αποπληρώσει εντόκως σε μόλις ένα έτος τη διαφορά, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να υπερβεί την ικανότητα αποπληρωμής του. Αντίθετα, ο οφειλέτης στον οποίο δεν χορηγήθηκε καθόλου προσωρινή διαταγή, πληρώνει το ποσό ακριβώς που αντιστοιχεί στην ικανότητα αποπληρωμής του επί τρία έτη από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η αντινομία, οι προαναφερόμενες διατάξεις προβλέπουν ότι το χρονικό διάστημα των τριών ετών θα υπολογίζεται σε κάθε περίπτωση από την έκδοση της οριστικής απόφασης, το δε συνολικό ποσό που καταβλήθηκε δυνάμει της προσωρινής διαταγής θα αφαιρείται από τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, αφού βέβαια διαιρεθεί διά το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης. Έτσι διασφαλίζεται αφενός ότι κανείς δεν θα χρειαστεί να υπερβεί την ικανότητα αποπληρωμής του, αφετέρου ότι όποιος κατέβαλε ποσά δυνάμει προσωρινής διαταγής θα περιέρχεται σε καλύτερη θέση από εκείνον που δεν έλαβε προσωρινή διαταγή και δεν κατέβαλε τίποτε.
Στην αίτηση που κρίνεται, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου και του αιτήματός της και όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε κατ΄ άρθρα 224, 741 και 745 ΚΠολΔ με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης και με τις κατατεθείσες επί της έδρας έγγραφες προτάσεις της, η αιτούσα εκθέτει ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4531/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας υποχρεώθηκε να καταβάλει: α) μηνιαίως το ποσό των 400,00 €, συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ των πιστωτών της, επί 60 μήνες, αρχής γενομένης της πενταετίας την 1-1-2016, στα πλαίσια ρύθμισης των οφειλών της κατά το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010, β) εντόκως, μέσα σε ένα έτος από τη λήξη της προαναφερόμενης πενταετίας, τις υπολειπόμενες καταβολές μεταξύ της από 9-12-2015 χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής και των δόσεων της αμέσως παραπάνω οριστικής ρύθμισης, στα πλαίσια ρύθμισης των οφειλών της κατά τα άρθρα 5 παρ. 3 και 9 παρ. 4 του ν.3869/2010, όπως ίσχυαν τροποποιημένα από το ν. 4161/2013 και γ) μηνιαίως το ποσό των 284,00 €, προνομιακά καταβαλλόμενο στην εμπραγμάτως εξασφαλισμένη πιστώτριά της (ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK AE) επί 240 μήνες, αρχής γενομένης μετά την πάροδο εξαετίας από 1-1-2016, στα πλαίσια διευθέτησης των οφειλών της για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη η αιτούσα τη μεταβολή της εισοδηματικής της κατάστασης καθώς και τη νομοθετική μεταβολή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 και της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 3869/2010, ως προς τις υπολειπόμενες καταβολές μεταξύ της προσωρινής διαταγής και των δόσεων της οριστικής απόφασης, ήτοι ως προς την έντοκη καταβολή της διαφοράς εντός έτους, δυνάμει του άρθρου 59 παρ. 2 και 61 παρ. 2 του ν. 4549/2018, όπως και τη νομοθετική μεταβολή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου αυτού, ως προς τον προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού για τη διάσωση της κύριας κατοικίας από την εκποίηση, δυνάμει της προσθήκης της παραγράφου υπ΄ αριθμ. 6 στο άρθρο 9 με το άρθρο 62 παρ. 6 του Ν.4549/2018, ζητεί να μεταρρυθμιστεί η ως άνω απόφαση ως προς τις καταβολές του άρθρου 8 παρ.2 για τη ρύθμιση των οφειλών της και του άρθρου 9 παρ. 2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της κατά το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο καθώς και να ανακληθεί εν μέρει η προαναφερόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της για την έντοκη καταβολή εντός ενός έτους των υπολειπόμενων καταβολών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το αίτημά της, το οποίο επικαιροποιήθηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης [άρθρα 741, 744, 747 ΚΠολΔ], ζητεί μείωση των μηνιαίων δόσεων προς τις καθών και καθορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών, με αναδρομική ισχύ της απόφασης που θα εκδοθεί από το χρόνο μεταβολής του οικογενειακού της εισοδήματος, τον Ιούνιο του έτους 2020 και μέχρι την συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος των 60 μηνών που άρχισε από 1η-1-2016, ήτοι μέχρι και την 31η-12-2020 και την επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος που ορίστηκε για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο τούτο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 έως 781 του ΚΠολΔ (άρθρο 3 του Ν. 3869/2010), είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 και 9 παρ. 6 του νόμου 3869/2010, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.6 του άρθρου 62 του Ν.4549/2018 και σύμφωνα με την παρ.11 του άρθρου 68 του αυτού νόμου εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν από την έναρξη ισχύος του, ήτοι πριν από την 14.6.2018, η οποία συμπληρώνεται διαδικαστικά από τη διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ. Το αίτημα όμως περί αναδρομικής ισχύος της εκδοθησομένης απόφασης στον χρόνο μεταβολής του οικογενειακού της εισοδήματος είναι νόμιμο μόνο για το χρόνο από την υποβολή της αίτησης (άρθρ. 8 παρ. 4 εδ.β Ν. 3869/2010). Πρέπει, επομένως κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα και εμπρόθεσμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, όσων εξέθεσαν προφορικά και γραπτά οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Επί της από 5-3-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθ. ./6-3-2014 αιτήσεως ρυθμίσεως των οφειλών της αιτούσας βάσει των διατάξεων του Ν. 3869/2010 προς τους αναφερόμενους σ’ αυτήν πιστωτές της, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4531/2018 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία δέχθηκε την αίτηση της και ρύθμισε τις οφειλές της έναντι των πιστωτών της, ορίζοντας, στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ.2, να καταβάλει μηνιαίως για 60 μήνες, από το χρόνο έναρξης των καταβολών της από 9-12-2015 χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, ήτοι από 1-1-2016 έως και 31-12-2020, το ποσό των 400,00 ευρώ, στα πλαίσια των άρθρων 5 παρ. 3 και 9 παρ. 4 να καταβάλλει τη διαφορά του ποσού μεταξύ των καταβολών της ως άνω προσωρινής διαταγής και των καταβολών της οριστικής ρύθμισης εντόκως εντός ενός έτους από 1-1-2021 έως 31-12-2021 και στα πλαίσια του άρθρου 9 παρ. 2 να καταβάλλει το ποσό των 68.221,00 € σε 240 μηνιαίες δόσεις των 284,00 € η κάθε μία αρχής γενομένης την 1η-1-2022. Το δικαστήριο που εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση έλαβε υπόψη του προκειμένου να προβεί στη ρύθμιση αυτή και συγκεκριμένα στο πρώτο σκέλος της, για την επί 60 μήνες καταβολή ποσού 400 ευρώ και την εντός έτους έντοκη καταβολή της διαφοράς των ποσών μεταξύ προσωρινής και οριστικής ρύθμισης, ότι το οικογενειακό μηνιαίο εισόδημα της αιτούσας, προερχόμενο από την εργασία της, ύψους 772,09 €, και την αντίστοιχη του συζύγου της, ύψους 932,00 €, ανέρχεται συνολικά σε 1.704,00 €. Ωστόσο, μετά τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως περί ρυθμίσεως των οφειλών της αιτούσας και τη δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεως και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του έτους 2020, το μηνιαίο της εισόδημα μειώθηκε αφενός λόγω των περικοπών που επιβλήθηκαν επί των ατομικών της αποδοχών, που ανέρχονται σήμερα σε 674,82 € ανά μήνα και αφετέρου λόγω της διετούς ανεργίας του συζύγου της που περιόρισε το ατομικό του εισόδημα στο επίδομα ανεργίας, ύψους 390 ευρώ ανά μήνα. Σήμερα ο σύζυγος της αιτούσας από τη νέα του εργασία λαμβάνει περί τα 800 ευρώ μηνιαίως, το δε οικογενειακό της εισόδημα προερχόμενο από τις προαναφερόμενες εισοδηματικές πηγές ανέρχεται συνολικά σε 1.474,82 € και οριακά επαρκεί για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών της οικογένειάς της, δεδομένου του ότι μηνιαίως επιβαρύνεται με δαπάνες διαβίωσης του ενηλίκου τέκνου της, που κατοικεί μαζί της λόγω της παθήσεώς του και της πιστοποιημένης αναπηρίας του, ύψους 300 ευρώ, καθώς και με ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, ύψους 300 ευρώ, για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υγείας του που καθιστά αυτό ανίκανο για οποιαδήποτε εργασία ή βιοποριστικό επάγγελμα. Αποτέλεσμα όσων αναφέρθηκαν, είναι ότι το ποσό των μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα της αιτούσας προς τους πιστωτές της επί 60 μήνες, που ορίσθηκε σε 400,00 ευρώ με την υπ’ αριθμ. 4531/2018 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 § 2 του ν. 3869/2010, καθώς και το ποσό των υπολειπόμενων καταβολών μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής ρύθμισης, το οποίο ορίσθηκε με την ως άνω απόφαση ότι υποχρεούται η αιτούσα να καταβάλλει εντόκως εντός ενός έτους στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 § 2, 5§ 3 και 9§ 4 του νόμου αυτού, επιβαρύνει το μηνιαίο εισόδημα της κι έτσι δεν υπολείπεται επαρκές ποσό για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της ίδιας και της οικογένειάς της. Συντρέχουν επομένως στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 § 4 Ν. 3869/2010 και πρέπει η προαναφερόμενη απόφαση να τροποποιηθεί ως προς το ποσό των μηνιαίων καταβολών της αιτούσας προς τους πιστωτές της, εν μέρει δε να ανακληθεί, ως προς τη διάταξη της έντοκης καταβολής της διαφοράς των καταβολών της προσωρινής διαταγής και της οριστικής ρύθμισης. Ειδικότερα η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής που η αιτούσα σήμερα διαθέτει ανέρχεται σε 162 € μηνιαίως, αφού οι δαπάνες διαβίωσης της ανέρχονται σε 1.312,82 € το δε οικογενειακό της εισόδημα σε 1.474,82 €. Ωστόσο η αιτούσα συμμορφούμενη προς το διατακτικό της προς μεταρρύθμιση απόφασης έχει καταβάλλει το ποσό των 9.762 ευρώ (406 ευρώ επί 24 μήνες), ποσό (9.762 €) το οποίο διαιρούμενο δια το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 της προς μεταρρύθμιση απόφασης (9.762/60 = 162,7) θα πρέπει να αφαιρεθεί από τη μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής που αυτή διαθέτει και εν τέλει, οι μηνιαίες καταβολές, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 να οριστούν πλέον [162 – (9.762/60) 162,7 = -0.7] μηδενικές, αφού η αιτούσα έχει καταβάλλει ποσά που υπερβαίνουν τη μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής της. Η τροποποίηση αυτή θα ισχύσει αναδρομικά από το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης, ήτοι από 28-7-2020 και μέχρι τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος των 60 μηνών και του ενός έτους, ήτοι χρονικού διαστήματος έξι ετών, που είχε ως αφετηρία την 1-1-2016 και ολοκληρώνεται την 31-12-2021. Σημειώνεται ότι η αίτηση για δικαστική ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας κατατέθηκε το έτος 2014 και συζητήθηκε τον Φεβρουάριο του έτους 2018, ως εκ τούτου ορθά το δικαστήριο εφάρμοσε το ν. 3869/2010, ως ίσχυε τροποποιημένος από το ν. 4161/2013, η τροποποίηση του οποίου από το ν. 4549/2018 που προέβλεψε αναδρομική εφαρμογή του και στις εκκρεμείς κατά το χρόνο δημοσίευσής του δίκες, επήλθε μετά τη συζήτηση της αίτησης και ειδικότερα κατά την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, με την οποία (έκδοση) περατώθηκε η εκκρεμοδικία. Επομένως, κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4549/2018, στις 14-6-2018, η δίκη που άνοιξε με την κατάθεση της αίτησης για δικαστική ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας, δεν ήταν εκκρεμής, αφού ήδη, μετά τη συζήτηση αυτής, στις 2/2/2018, ακολούθησε η έκδοση της μεταρρυθμιζόμενης απόφασης που τερμάτισε την εκκρεμοδικία, παρά το ότι η δημοσίευσή της επήλθε μεταγενέστερα, στις 15-6-2018. Περαιτέρω με την ίδια ως άνω μεταρρυθμιζόμενη απόφαση εξαιρέθηκε η κύρια κατοικία της αιτούσας από την εκποίηση με την υποχρέωση καταβολής συνολικού ποσού 68.221,00 €, καταβλητέο σε είκοσι έτη, ήτοι σε 240 μηνιαίες δόσεις ύψους 284,00 € η κάθε μία, αρχής γενομένης από 1.1.2022. Ορίσθηκε δε ότι η αποπληρωμή των δόσεων θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος και θα καταβάλλονται προνομιακά στην εμπραγμάτως εξασφαλισμένη πιστώτρια της αιτούσας (ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK AE). Υπό τα προαποδειχθέντα γεγονότα, αναφορικά με το ύψος του σημερινού εισοδήματος της αιτούσας και τις δαπάνες διαβίωσής της, η αιτούσα δεν είναι σε θέση να καταβάλλει το ορισθέν ποσό των 284,00 € για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της υπ΄ αριθμ. 4531/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Το γεγονός αυτό, ήτοι το ανεπαρκές εισόδημα της αιτούσας, είναι κρίσιμο για τη μεταρρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 και ειδικότερα για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ορισθέντος με την υπ’ αριθμ. 4531/2018 απόφαση, ποσού (68.221,00 €), αφού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 6 του ν.3869/2010 (όπως προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 62 ν. 4549/2018), οι παράγραφοι 3 έως 6 του άρθρου 8 που εισάγουν υποκειμενικά κριτήρια, όπως η ανεργία ή το ανεπαρκές εισόδημα του αιτούντος οφειλέτη, εφαρμόζονται και στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, ήτοι εκτιμώνται και αυτά, εκτός των αντικειμενικών κριτηρίων (αξία της κύριας κατοικίας) για τη ρύθμιση που αφορά τις καταβολές της διάσωσης. Καταληκτικά, ειδικές περιστάσεις, όπως η ανεπάρκεια εισοδήματος του οφειλέτη, εκτιμώνται από το Δικαστήριο για τον ορισμό των καταβολών της ρύθμισης του άρθρου 9 ν. 3869/2010, κατά ρητή παραπομπή της παρ. 6 του ως άνω άρθρου στις παρ. 3 έως 6 του άρθρου 8 που εισάγουν υποκειμενικά κριτήρια, τα οποία εφόσον, υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς μπορούν να εκτιμηθούν για τη ρύθμιση των καταβολών του άρθρου 9, μπορούν να εκτιμηθούν και για τη μεταρρύθμισή τους. Επομένως, σύμφωνα με τα προλεχθέντα και λαμβανομένου υπόψη της ηλικίας της αιτούσας και της διάρκειας των δανειακών συμβάσεων των προς μεταρρύθμιση πιστώσεων, θα πρέπει να επιμηκυνθεί η διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 από 20 σε 35 έτη. Συγκεκριμένα, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της συνολικά το ορισθέν με την προς μεταρρύθμιση, υπ’ αριθμ. 4531/2018, απόφαση ποσό, ήτοι 68.221,00 ευρώ, σε 420 μηνιαίες δόσεις, ύψους 162,43 € η κάθε μία. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του πρώτου, μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, μήνα. Οι υπόλοιποι όροι της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 παραμένουν σε ισχύ, όπως καθορίστηκαν από τη με αριθμό 4531/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να μεταρρυθμιστεί η υπ΄ αριθμ. 4531/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του Ν.3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει ερήμην της 2ης, 3ης και 4ης των καθών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων
-Δέχεται την αίτηση
-Α) Μεταρρυθμίζει την υπ’ αριθμ. 4531/2018 απόφαση του δικαστηρίου τούτου (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας): α) ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και καθορίζει μηδενικές μηνιαίες καταβολές της αιτούσας προς τις πιστώτριές της από 28-7-2020 και μέχρι της συμπληρώσεως χρονικού διαστήματος εξαετίας, που είχε ως αφετηρία την 1-1-2016 και ολοκληρώνεται την 31-12-2021, β) ως προς τη διάρκεια και το ύψος των δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν.3869/2010 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό και καθορίζει τη συνολική διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 σε 35 έτη, ήτοι σε 420 μηνιαίες δόσεις ύψους 162,43 € η κάθε μία. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα ξεκινήσει τη πρώτη μέρα του πρώτου μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μήνα και Β) Ανακαλεί την υπ’ αριθμ. 4531/2018 απόφαση του δικαστηρίου τούτου (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) ως προς τη διάταξη για την υποχρέωση της αιτούσας να καταβάλει τα ποσά που υπολείπονται, για το διάστημα από 1-1-2016, μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής ρύθμισης εντόκως μέσα σε ένα έτος.
-Διατάσσει τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, να σημειώσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, την παρούσα μεταρρυθμιστική απόφαση στο βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο 776 του ΚΠολΔ και στο περιθώριο της απόφασης που μεταρρυθμίζεται.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα στο ακροατήριο του, στις 2022.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μαρία-Ιωάννα Μαυρούκα
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/eirath%2033_2022.htm