Μπαλάκι μέσα στις δικαστικές αίθουσες έγιναν ΕΛΔΥΚαριοι, ήρωες της εισβολής που κατέθεσαν τη ψυχή τους στην Κύπρο, τις μέρες της μαύρης εισβολής του 1974. Όπως γράφει το protothema.gr πολιτεία και Δικαιοσύνη απαξιώνουν τους ήρωες και μετά από 18 χρόνια δικαστικού αγώνα, το Συμβούλιο της Επικρατείας τούς ζητά να ξεκινήσουν από την αρχή κάνοντας αίτηση στο Πρωτοδικείο.
Σαράντα επτά χρόνια μετά την εισβολή στη Μεγαλόνησο οι Ελλαδίτες στρατιώτες που υπηρετούσαν εκεί για να υπερασπιστούν τα κυπριακά και κατ’ επέκταση ελληνικά εδάφη, σέρνονται ακόμη και σήμερα στα ελληνικά δικαστήρια διεκδικώντας το αυτονόητο, αυτό που η πατρίδα δεν έκανε επί σειρά ετών, να τους να αναγνωρίσει την πολεμική υπηρεσία στην Κύπρο, μέχρι την έκδοση του νόμου 2641/1998 που αναγνώρισε μεν την πολεμική τους υπηρεσία, αφήνοντας όμως ένα μεγάλο κενό 24 ετών (από το 1974 έως το 1998) μη αναγνώρισης.
Οι ήρωες της Κύπρου που έχουν προσφύγει στα δικαστήρια δεν μπορούν να δικαιωθούν, καθώς η Δικαιοσύνη τούς λέει πότε ότι αρμόδια είναι τα διοικητικά και πότε τα πολιτικά δικαστήρια. Τα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία επιδικάζουν αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και την ίδια ώρα το Συμβούλιο της Επικρατείας τούς λέει ότι αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια και να προσφύγουν εκεί εκ νέου για να διεκδικήσουν τις αποζημιώσεις.
Το αποκορύφωμα είναι ότι την ίδια στιγμή το Ελληνικό Δημόσιο ζητάει από τους ανθρώπους που πρόταξαν τα στήθη τους στον «Αττίλα» να επιστρέψουν τις αποζημιώσεις σε περίπτωση που κάποιο δικαστήριο είχε κηρύξει προσωρινά εκτελεστή απόφαση και είχε διατάξει την καταβολή τμήματος της ολικής αποζημίωσης που είχε επιδικάσει.
Δέκα Ελλαδίτες, επί το πλείστον Πεζικάριοι, το διάστημα από 20/7/1974 έως 20/8/1974, υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στην Κύπρο, όπου είχαν αποσταλεί από τον Ελληνικό Στρατό προς ενίσχυση των ελληνοκυπριακών δυνάμεων και έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά την εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο. Η εκεί παρουσία τους βεβαιώνεται μάλιστα και από το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Η Αγωγή
Το 2003 κατέθεσαν, λοιπόν, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή κατά του Δημοσίου, υποστηρίζοντας ότι, αν και πολέμησαν εναντίον των Τούρκων στην Κύπρο με διαταγή εντεταλμένων αξιωματικών του ελληνικού κράτους, το Δημόσιο αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εκεί πολεμική υπηρεσία τους από το τέλος του 1974 έως την έκδοση του νόμου 2641/1998, οπότε και αναγνωρίστηκε τελικά. Ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν προσβολή της προσωπικότητας και της υπόληψής τους (ηθική βλάβη) και λόγω της παραλείψεως αυτής του Δημοσίου παραβιάστηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Μάλιστα, η εν λόγω ηθική βλάβη κατέστη βαρύτερη και «από το γεγονός ότι μερίδα των Ελλήνων θεωρεί αυτούς ως λαβόντες μέρος στο πραξικόπημα εναντίον της νόμιμης κυβερνήσεως της Κύπρου». Ετσι, αξίωσαν 200.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης τους.
Πράγματι, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάνθηκε ότι οι δέκα «υπέστησαν βαριά προσβολή της προσωπικότητάς τους από την παράνομη ως αντίθετη στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου που αποτελεί, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας, παράλειψη της τελευταίας να προβεί επί 24 έτη στις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να χαρακτηριστεί ως πολεμική η περίοδος Ιουλίου – Αυγούστου 1974 για τις Ελληνικές Δυνάμεις που συμμετείχαν στην απόκρουση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο». Και επιδίκασε στον καθένα το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση.
Η Αναίρεση
Το Δημόσιο άσκησε έφεση στο Διοικητικό Εφετείο κατά της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο το 2011 αποφάνθηκε ότι η παράλειψη αυτή του Δημοσίου «ήταν παράνομη ως αντίθετη στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, ο οποίος, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
Επισήμαναν, ακόμη, οι εφέτες ότι οι συμμετέχοντες «στις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις, ανταποκρινόμενοι στην υπέρτατη υποχρέωσή τους ως Ελλήνων πολιτών, ανέμεναν ότι η προσφορά τους αυτή θα αναγνωριζόταν τουλάχιστον από τη συντεταγμένη Πολιτεία και δεν θα αγνοείτο ή αποσιωπάτο» και επικύρωσαν ως αποζημίωση το ποσό των 100.000 ευρώ που τους είχε επιδικαστεί.
Και πάλι το Δημόσιο άσκησε στο ΣτΕ αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης. Οι σύμβουλοι Επικρατείας δέκα χρόνια μετά την αναίρεση του Δημοσίου έκριναν ότι έχει λήξει ο εύλογος χρόνος κατά τον οποίο οι μπορούσαν οι δέκα πολίτες να διεκδικήσουν τις αξιώσεις τους στα διοικητικά δικαστήρια και πλέον «δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια».
Με άλλα λόγια, 47 χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, 24 χρόνια μετά τη μερική αναγνώριση από το ελληνικό κράτος της πολεμικής υπηρεσίας τους στην Κύπρο, 18 χρόνια μετά την κατάθεση της αγωγής στο Πρωτοδικείο και 10 χρόνια μετά την παραμονή της αναίρεσης στο ΣτΕ κατά της εφετειακής απόφασης, οι σύμβουλοι Επικρατείας λένε τώρα σε όσους πολέμησαν στην Κύπρο κατά του εισβολέα: «Ξεκινήστε από μηδενική βάση στα πολιτικά δικαστήρια» (Πρωτοδικεία).
Ο παραλογισμός
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το Δημόσιο ζητούσε από το ΣτΕ να επιστρέψουν οι δέκα Ελλαδίτες το ποσό της αποζημίωσης που πιθανόν τους είχε επιδικαστεί προσωρινά. Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν το αίτημα, καθώς δεν προέκυψε ότι είχε δοθεί τμήμα της αποζημίωσης, σημειώνοντας: «Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, διατάζεται και η επιστροφή του ποσού που είχε τυχόν καταβληθεί δυνάμει της αναιρουμένης αποφάσεως, εφόσον τούτο ζητήθηκε με την αίτηση αναιρέσεως».