Μόνον αν η αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους μη ουσιαστικούς μπορεί ο δικαιούχος να ασκήσει μέσα στο εξάμηνο νέα αγωγή
Η διετής παραγραφή των αξιώσεων από καθυστερούμενες αποδοχές των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου απασχολουμένων στα Ν.Π.Δ.Δ. λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο.
Μόνον αν η αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους μη ουσιαστικούς μπορεί ο δικαιούχος να ασκήσει μέσα στο εξάμηνο νέα αγωγή, ίδια με την προηγούμενη, με το ίδιο δηλαδή αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία, οπότε η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη.
Όταν όμως η πρώτη αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως κατ’ ουσίαν, αίρονται όλες οι συνέπειες τόσο της κατάθεσης όσο και της επίδοσής της, επομένως και η διακοπή της παραγραφής, αφού δεν είναι νοητή διακοπή παραγραφής ανύπαρκτης αξίωσης.
Αγωγή με το αυτό αντικείμενο και θεμελίωση δεν μπορεί να ασκηθεί, γιατί προσκρούει στο δεδικασμένο.
Αγωγή για την ίδια έννομη σχέση, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά αλλά σε διαφορετική νομική θεμελίωση, δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο και μπορεί να ασκηθεί, αλλά ακόμη και αν ασκηθεί πριν παρέλθει εξάμηνο από την άσκηση της πρώτης, η παραγραφή της αξίωσης που ασκείται με αυτήν, είτε θεωρηθεί η ίδια με εκείνην της αγωγής που απορρίφθηκε, στηριζόμενη απλώς σε διαφορετική νομική βάση, είτε όχι, δεν έχει διακοπεί με την επίδοση της αρχικής αγωγής, αφού με την απόρριψή της κατ’ ουσίαν έχουν εξαλειφθεί τόσο τα δικονομικά όσο και τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο αποτελέσματά της.
Κάθε ασκούμενη (επόμενη) αγωγή, είτε για να διακόψει την εκ νέου αρχόμενη παραγραφή του άρθρου 261 Α.Κ. είτε για να θεωρηθεί ότι η παραγραφή του άρθρου 263 Α.Κ. έχει διακοπεί με την αρχικώς ασκηθείσα αγωγή, για να έχει τα ανωτέρω αποτελέσματα, πρέπει να έχει την ίδια με την αρχική ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή να στηρίζεται στο ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης ή συνέπειας.
Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα παρατιθέμενα και συγκροτούντα το πραγματικό τής στην προηγούμενη αγωγή εφαρμοστέας ουσιαστικής διάταξης περιστατικά, που ήσαν αναγκαία για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωστέας έννομης συνέπειας, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της εφαρμοστέας στη νέα δίκη διάταξης.
Εάν όμως η μεταγενέστερη αγωγή στην ιστορική της βάση περιλαμβάνει ως στοιχεία της και νέα, πρόσθετα, περιστατικά, δυνάμενα να υπαχθούν σε διαφορετικό ουσιαστικό κανόνα δικαίου, προβλέποντα την επέλευση της διά της νέας αγωγής επικαλούμενης έννομης συνέπειας, δεν υφίσταται η προαναφερόμενη αναγκαία προϋπόθεση και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν τα πρόσθετα αυτά περιστατικά υφίσταντο και ήταν δυνατόν να προταθούν διά της προηγούμενης αγωγής, καθώς και εάν το υλικό αντικείμενο της νέας δίκης ταυτίζεται με εκείνο της προηγούμενης.
Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή δεν επιδιώκεται η διαφορετική νομική αξιολόγηση του ίδιου ιστορικού συμβάντος, αλλ’ η αυθεντική διάγνωση έννομης σχέσης ή συνέπειας με την επίκληση νέων περιστατικών γενεσιουργών αυτής κατά νόμο, τα οποία, όμως, δεν απετέλεσαν αντικείμενο της προηγηθείσας αγωγής (Απόφαση Αρείου Πάγου, «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 80ός (2021), σελ. 954).