Δεν θίγει δυσανάλογα το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, το Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. ή τον Ε.Κ.Χ.
Σε συνέχεια διαδοχικών μειώσεων των επιδομάτων δώρων και αδείας που επήλθαν με σειρά νόμων στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, με τοάρθρο πρώτο παρ. Γ υποπαρ. Γ.1 περ. 1 του ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο.
Ο νομοθέτης, κατ’ αρχήν, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο.
Δύναται δε, για λόγους που αυτός εκτιμά, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών συνεπαγόμενα οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, καιιδίωςόσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος.
Στις περιπτώσεις αυτές το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των θιγομένων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει.
Το μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείαςαποτελεί τμήμα ενός ευρύτερουπρογράμματος δημοσιονομικής προσαρμογήςκαι προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτωνόσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασης.
Επομένως, το εν λόγω μέτρο, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μη αναγκαίο.
Κατά τη λήψη του, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση, όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης τωνμισθωτών του εν γένει δημοσίου τομέα, οι οποίοι ακόμη και μετά την κατάργηση των επιδομάτωνεξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο.
Με την εν λόγω κατάργηση δεν παραβιάζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων και, συνεπώς, αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότηταςούτε στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α.
Ούτε αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 Σ., καθώς πρόκειται για μέτροαφορών όλους τους μισθωτούς τουδημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, που αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα.
Επίσης, δεν αντίκειται στα άρθρα 2 παρ.1 Σ. και 4 παρ.1 Ε.Κ.Χ., καθώς δεν πλήττεται το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των θιγόμενων εργαζομένων.
Τέλος, δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ.1 Σ. περί προστασίας του δικαιώματος εργασίας,διότιδεν πλήττει την προστασία του πυρήνα του σχετικού δικαιώματος (Απόφαση Αρείου Πάγου, «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 80ός (2021), σελ. 926).