ΑΠΟΦΑΣΗ
Faysal Pamuk κατά Τουρκίας της 18.01.2022 (αρ. προσφ.430/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αποδεικτικά στοιχεία και δικονομικές εγγυήσεις για διασφάλιση δίκαιης δίκης.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για σοβαρά αδικήματα συμμετοχής σε τρομοκρατικές ενέργειες. Τα εγχώρια δικαστήρια στήριξαν την απόφαση τους σε μεγάλο βαθμό στις καταθέσεις μαρτύρων που έγιναν κατά τη διάρκεια συλλήψεων σχετικά με το PKK σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και μέρη. Παρά το αίτημα του δικηγόρου του, οι μάρτυρες δεν εξετάστηκαν στο ακροατήριο κατ’αντιπαράθεση με τον κατηγορούμενο. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος είχε συνολικά εξαρτηθεί αποφασιστικά από τις καταθέσεις των μαρτύρων και ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια προκειμένου να επιτευχθεί η εμφάνιση τους στο ακροατήριο. Πρότειναν μόνο την κλήτευση τους σε διαφορετικά μέρη και την εξέταση αυτών σε άλλα κατά τόπο μη αρμόδια δικαστήρια.
Περαιτέρω διαπίστωσε ότι η καταδίκη το προσφεύγοντος σε ισόβια κάθειρξη έγινε χωρίς την εξασφάλιση δικονομικών εγγυήσεων καθόσον: α) ήταν δυσανάλογο βάρος για την υπεράσπιση να εξετάσουν τους μάρτυρες σε διαφορετικά δικαστήρια, β) ο εγχώριος νόμος δεν επέτρεπε την παρουσία του κατηγορουμένου σε άλλο δικαστήριο και γ) τέθηκε θέμα για την αρχή της αμεσότητας, καθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα είχε τη δυνατότητα να παρατηρήσει άμεσα τη συμπεριφορά και την αξιοπιστία των συγκεκριμένων μαρτύρων.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος χωρίς τον έλεγχο αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων είχε επηρεάσει το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ. Ως δίκαιη ικανοποίηση σημείωσε την δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας της υπόθεσης στο καθού κράτος.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Faysal Pamuk, είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1978 και κρατούνταν στις φυλακές τύπου Ε της Amasya κατά την υποβολή της προσφυγής.
Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης σε σχέση με μια τρομοκρατική οργάνωση, «ο πολεμιστής» από το Diyarbakır με την κωδικό ονομασία,, “Avarej”, “Avareş” ή “Avreş” αναφέρθηκε από αρκετούς υπόπτους ότι είχε σχέση με τρομοκρατικά επεισόδια.
Στις 5 Νοεμβρίου 2003 τα δικαστήρια διέταξαν ερήμην των κατηγορουμένων την κράτηση 13 ατόμων, μεταξύ των οποίων και του προσφεύγοντος, για την υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε ένοπλη επίθεση σε σημείο ελέγχου της αστυνομίας το 1997, η οποία είχε ως αποτέλεσμα δύο θανάτους.
Στις 7 Δεκεμβρίου 2009, ο προσφεύγων πήγε στην εισαγγελία και παραδόθηκε οικειοθελώς, ισχυριζόμενος ότι ήταν μέλος του PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, παράνομη ένοπλη οργάνωση) για 11 χρόνια, από το 1994 έως το 2005. Κατά την ανάκριση αποκάλυψε ότι η κωδικός του ονομασία ήταν «Avareş Tekoşin» και όχι «Avareş».
Το 2010 ασκήθηκε δίωξη κατά του προσφεύγοντος σύμφωνα με την ειδική δικαιοδοσία του Δεύτερου Τμήματος του Κακουργιοδικείου του Ερζερούμ, με την κατηγορία της διενέργειας δραστηριοτήτων με στόχο την απόσχιση τμήματος της εθνικής επικράτειας, για τις ακόλουθες συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες ο «Avareş» είχε αναφερθεί από μάρτυρες:
(i) την ένοπλη επίθεση σε σημείο ελέγχου της αστυνομίας το 1997, (ii) ένοπλη επίθεση σε δύο αστυνομικούς, την απαγωγή δεσμοφύλακα και ένοπλη επίθεση σε πολυκατοικία που είχε παραχωρηθεί σε αστυνομικούς με εκτοξευτή πυραύλων το 1995 και (iii) ένοπλη σύγκρουση μεταξύ μελών του PKK και των ενόπλων δυνάμεων το 1997 με αποτέλεσμα να τραυματιστούν δύο αστυνομικοί.
Στη δίκη, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε να εξετάσει εκείνους που είχαν καταθέσει ότι ο προσφεύγων συμμετείχε στις ένοπλες δραστηριότητες και για κατ’ ιδίαν αντιπαράθεση μεταξύ αυτών και του πελάτη του. Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Το δικαστήριο επέδωσε Κλήσεις με σκοπό να εξακριβωθεί που βρίσκονται οι μάρτυρες και να εξεταστούν σε διαφορετικά κατά τόπους δικαστήρια σε συνδυασμό με άλλες ενέργειες, αποτυγχάνοντας ωστόσο να εξασφαλίσει την παρουσία τους. Ένας μάρτυρας εξετάστηκε σε άλλη πόλη χωρίς να είναι παρόν ο προσφεύγων ή κάποιος από τους εκπροσώπους του.
Τον Απρίλιο του 2011 ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό στις καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια συλλήψεων σχετικά με το PKK σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και μέρη που τον προσδιορίζουν ως «τον πολεμιστή Avareş» του PKK.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 §§ 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 3 (δ) (δικαίωμα παράστασης και εξέτασης μαρτύρων ), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθώς δεν κατάφερε να εξετάσει ο ίδιος προσωπικά διάφορους μάρτυρες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Σχετικά με τη μη παρουσία μαρτύρων στη δίκη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι αυτό είχε προκύψει εξαιτίας της ακαμψίας του δικαστηρίου. Σημείωσε επίσης ότι τρεις από αυτούς ήταν στη φυλακή και άρα υπό τον έλεγχο του Κράτους. Οι ενέργειες που έγιναν για τον εντοπισμό των μαρτύρων ήταν ανεπαρκής. Συνολικά, δεν αναφέρθηκε κανένας καλός λόγος από τις αρχές για την απουσία τους.
Αν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία ήταν διαθέσιμα, το σκεπτικό του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου φάνηκε να απέδωσε μεγάλη σημασία στις καταθέσεις των τεσσάρων μαρτύρων που δεν είχαν εξεταστεί στη δίκη.
Για το Δικαστήριο, η καταδίκη του προσφεύγοντος είχε συνολικά εξαρτηθεί αποφασιστικά από αυτά τα στοιχεία.
Οι εγχώριες αρχές είχαν καθήκον να αντισταθμίσουν τα στοιχεία που δόθηκαν από απόντες μάρτυρες στη δίκη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε χειριστεί τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία με ιδιαίτερη προσοχή ή δόθηκε μικρότερη βαρύτητα από άλλα στοιχεία. Είχε αγνοήσει τις ασυνέπειες που εντοπίστηκαν στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι φαινόταν να υπάρχουν περισσότεροι από έναν «Avareş» στο PKK.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ιδίως ότι οι Κλήσεις για την εξέταση μαρτύρων σε δικαστήρια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής μέθοδος για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Πρώτον, σήμαινε ότι τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσαν απλώς να απέχουν από την εξέταση τους αν υπήρχαν καλοί λόγοι για τη μη παρουσία μαρτύρων στη δίκη. Δεύτερον, ουσιαστικά σήμαινε ότι ο κατηγορούμενος ή/και οι δικηγόροι υπεράσπισης θα έπρεπε να ταξιδέψουν σε διαφορετικά μέρη με σκοπό να παραστούν σε ακροάσεις όπου οι μάρτυρες θα καταθέτουν για να επωφεληθούν από το δικαίωμα εξέτασης, επιβαρύνοντας δυσανάλογα την υπεράσπιση. Τρίτον, ο σχετικός εγχώριος νόμος φαινόταν να αποκλείει την παρουσία ενός κρατουμένου σε ακρόαση εκτός της τοπικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στον τόπο στον οποίο κρατούνταν. Τέλος, η προσέγγιση ήταν ικανή να θέσει σε κίνδυνο την αρχή της αμεσότητας, καθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα είχε τη δυνατότητα να παρατηρήσει άμεσα τη συμπεριφορά και την αξιοπιστία των συγκεκριμένων μαρτύρων.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απουσία των τεσσάρων μαρτύρων από τη δίκη, η έλλειψη αντιπαράθεσης μεταξύ αυτών και του κατηγορουμένου και η χρήση από το δικαστήριο των καταθέσεών τους ως βασικό αποδεικτικό στοιχείο της καταδίκης του και της επιβολής της ποινής της ισόβιας κάθειρξης χωρίς τις απαραίτητες δικονομικές εγγυήσεις, είχαν εμποδίσει ουσιαστικά την υπεράσπιση στο να ελέγξει την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων και είχε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, επηρεάσει τον γενικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο δεν επιδίκασε δίκαιη ικανοποίηση. Ωστόσο, σημείωσε ότι η υπόθεση θα μπορούσε να εξεταστεί εκ νέου με επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 311 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. (επιμέλεια: echrcaselaw.com).