Υποχρεωτική επιδίκαση ελαχίστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ποσού 5.869,40€€. Συλλογή από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας τα οποία και διαβίβασε παρανόμως σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς ουδέποτε να ενημερώσει κατά τρόπο σαφή και ειδικό την ενάγουσα ως όφειλε. Στη δανειακή σύμβαση μεταξύ οφειλέτιδας και τράπεζας δεν αναφερόταν με σαφή τρόπο ούτε ο σκοπός της επεξεργασίας ούτε τα ακριβή στοιχεία ταυτότητας ή οι κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, με αποτέλεσμα τα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας να κινδυνεύουν να καταστούν αντικείμενο συνεχούς οικονομικής εκμετάλλευσης όχι μόνο για τους σκοπούς της επίδικης σύμβασης, αλλά και για ευρύτερους σκοπούς από άλλα νομικά πρόσωπα, χωρίς να εξασφαλίζεται το απόρρητο και η ασφάλεια της επεξεργασίας των προσωπικών της δεδομένων. Hθική βλάβη για διαβίβαση δεδομένων από τράπεζα σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών χωρίς προγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου. Νόθος αντικειμενική ευθύνη της υπευθύνου επεξεργασίας τραπεζικής εταιρείας, της οποίας η υπαιτιότητα τεκμαίρεται. Η τράπεζα όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα επέλευσης ηθικής βλάβης. Παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας και πρόκληση ηθικής βλάβης. Ορθώς επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ποσό 5.869,40€€. Απορρίπτει την έφεση της τραπεζικής εταιρείας.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 606/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Κατσαδήμα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τον Γραμματέα Δημήτριο Δεριζιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Μαΐου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
…
………Η ενάγουσα και ηδη εφεσίβλητη άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης (ως πρώτης των εναγομένων) και κατά της ανώνυμης εταιρείας ενημέρωσης Οφειλετών με την επωνυμία … ως δεύτερης των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από … αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του προαναφερόμενου Δικαστηρίου με αριθμούς … Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων η υπ’ αριθμόν … οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα. Κατά της προρρηθείσης απόφασης η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα κατέθεσε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από … και υπ’ αριθμούς κατάθεσης … ένδικη έφεση της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε με την επιμέλεια της ιδίας στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις … με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο και η οποία ενεγράφη στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν μονομερή δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από … έφεση η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών στις … με αριθμούς κατάθεσης … και αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με την επιμέλεια της εκκαλούσης στις … με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … κατά της υπ’ αριθμόν … οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) και δη κατά τις διατάξεις για τις εργατικές διαφορές (άρθρα 621 ΚΠολΔ, 23 παρ. 3 Ν. 2472/1997), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις από την εκκαλούσα, η οποία με την ιδιότητα της εναγομένης ηττήθηκε εν μέρει στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 495. 499, 511. 513 παρ. 1 β, 516, 517. 520 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει το αντίθετο από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, για το παραδεκτό, δε αυτής κατατέθηκε το υπ’ αριθμόν … ηλεκτρονικό παράβολο (e παράβολο) ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ, όπως τούτο βεβαιώνεται από τον γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών επί της τελευταίας σελίδας του δικογράφου. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση έφεση φέρεται νόμιμα προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 17 Α, 511, 513, 518 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με τον Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος εκδόθηκε για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που επικυρώθηκε με τον Ν. 2068/1992) και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης-10-1995 «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών», προβλέπονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: το άρθρο 1 ορίζει ότι: «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής», το άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. ..β)…γ) «υποκείμενο των δεδομένων» το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί… δ) «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία») κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση…. ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας» οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός…η) «Εκτελών την επεξεργασία» οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) «τρίτος» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας. 1) «Αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες των δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του». Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β)…., γ) Στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. Στο άρθρο 11 παρ. 1 ορίζεται ότι «ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) …. β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων» και στην παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι «εάν κατά τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως, για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματα του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 13 του παρόντος νόμου….», ενώ στην παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι «εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς». Στο άρθρο 23 παρ. 1 ορίζεται ότι «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 τταρ.1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 ΑΚ κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται κατ’ αρχήν απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου. Έτσι, ο Ν. 2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται μεταξύ άλλων και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων. Σύμφωνα, δε, με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει – μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν τη διαβίβαση τους σε τρίτους – να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων, και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για αποδέκτες στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν τη μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους αποδέκτες-τρίτους. Εξάλλου, ο τρίτος-αποδέκτης, ο οποίος κατά τον Ν. 2472/1997 (άρθρο 2 παρ. δ’) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει, μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων, να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεση του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για τον σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων. Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους) κατά παράβαση των διατάξεων του Ν.2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ’ ελάχιστο όριο στο ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια. Η ευθύνη, εξάλλου, του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικοί πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης, και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα (ΕφΑΘ 1437/2014, ΜονΠρωτΑΘ 5825/2019, ΜονΠρωτΑΘ 1319/2019, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).
Με την από … υπ’ αριθμούς κατάθεσης … αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία ασκήθηκε κατά της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλούσης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και κατά της Ανώνυμης Εταιρείας Ενημέρωσης Οφειλετών … και με τον διακριτικό τίτλο … ως δεύτερης των εναγομένων και επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι στις 03.01.2014 υπέβαλε στην πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα την υπ’ αριθμόν … αίτηση για τη χορήγηση δανείου και ότι συνήψε με αυτήν την υπ’ αριθμόν …, σύμβαση δανείου με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα των όρων της σύμβασης, το οποίο επισυνάπτεται σε αυτήν και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης αυτής η πρώτη εναγόμενη συνέλεξε τα προσωπικά της δεδομένα που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της σύμβασης και συγκεκριμένα το ονοματεπώνυμο της, το όνομα πατρός, την οικογενειακή της κατάσταση, την ημερομηνία γέννησης της, τη διεύθυνση κατοικίας της, το επάγγελμα της, τα στοιχεία της αστυνομικής της ταυτότητας, τον ΑΦΜ. το ετήσιο εισόδημα της, καθώς και τους αριθμούς του σταθερού και κινητού της τηλεφώνου. Ότι το έτος 2016 λόγω οικονομικών δυσκολιών σταμάτησε να καταβάλει τις δόσεις του ως άνω δανείου και ότι παρά τα αιτήματα της για ρύθμιση της οφειλής της, προκειμένου να είναι σε θέση να αποπληρώνει το δάνειο, η πρώτη εναγόμενη απέρριψε αυτά. Ότι η οφειλή της κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ανέρχεται στο ποσό των .. των οποίων το ποσό των … ευρώ είναι κεφάλαιο και το ποσό των … ευρώ είναι τόκοι. Ότι η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη (μη διάδικος ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου) τα προσωπικά της δεδομένα, ήτοι το ονοματεπώνυμο της, τον αριθμό του αστυνομικού δελτίου ταυτότητας, το επάγγελμα της, την οικογενειακή της κατάσταση, τη διεύθυνση κατοικίας της, το τηλέφωνο της (σταθερό και κινητό), τον ΑΦΜ, καθώς και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής της. Ότι η διαβίβαση των προσωπικών της δεδομένων από την πρώτη των εναγομένων στη δεύτερη εξ αυτών έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση της και ότι η δεύτερη εναγομένη επεξεργάστηκε τα στοιχεία αυτά. Ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, εξαιτίας αυτής της οφειλής, δέχεται συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις από τη δεύτερη εναγομένη. Ότι, όταν έλαβε την πρώτη τηλεφωνική όχληση από τη δεύτερη εναγομένη, αιφνιδιάστηκε, καθώς μέχρι τότε αγνοούσε την ύπαρξη της, και ότι ουδέποτε ενημερώθηκε από την πρώτη εναγομένη για τη μεταβίβαση των προσωπικών της δεδομένων στη δεύτερη εξ αυτών. Ότι την καλούσαν στο τηλέφωνο προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης λέγοντας της ότι ενεργούν κατ’ εντολή της πρώτης εναγομένης και ότι της ζητούσαν να τους επιβεβαιώσει την ταυτότητα της με τα στοιχεία του ηλεκτρονικού υπολογιστή που είχαν μπροστά τους, προκειμένου στη συνέχεια να την ενημερώσουν για τη ληξιπρόθεσμη οφειλή της προς την πρώτη εναγομένη με βάση τη σύμβαση δανείου. Ότι από την πρώτη φορά που την κάλεσαν, παραπονέθηκε πολλές φορές τηλεφωνικά προειδοποιώντας τους να σταματήσουν την παράνομη συμπεριφορά τους και να διαγράψουν τα προσωπικά της δεδομένα από τα αρχεία τους. Ότι οι παραπάνω παράνομες ενέργειες και παραλήψεις των εναγομένων διά των προστηθέντων οργάνων τους της έχουν προκαλέσει μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή, καθώς απόρρητα προσωπικά της δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς δική της ενημέρωση. Ότι επιπλέον οι υπάλληλοι της δεύτερης εναγομένης την αντιμετώπιζαν ως ένα άτομο αφερέγγυο, ανειλικρινές και ανυπόληπτο, γεγονός που προσβάλει περαιτέρω την προσωπικότητα της και της προκαλεί τεράστιο ψυχικό άλγος και οργή. Ότι οι πιο πάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων προσέβαλαν την προσωπικότητα της και της προκάλεσαν σημαντική ηθική βλάβη, καθώς προσωπικά της στοιχεία, απόρρητα κατά τον νόμο, διέρρευσαν σε τρίτους χωρίς την συγκατάθεση της. Ότι για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί πρέπει να λάβει χρηματική ικανοποίηση, που ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ. Ζητούσε, δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της σε βάρος των εναγομένων. Με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας είχε καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο με πς υπέρ τρίτων εισφορές, όπως βεβαιώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκε ως παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932, 341, 345, 346 ΑΚ, 1, 2, 3, 4, 10, 11, 23 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, ακολούθως, δε, απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τη δεύτερη των εναγομένων (καθόσον κρίθηκε ότι η επεξεργασία από αυτήν των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας έγινε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης των εναγομένων ως εκτελούσα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας και ότι η επεξεργασία δεν παρέκκλινε από τον σκοπό της σύμβασης και δεν παραβιάσθηκε το απόρρητο και η ασφάλεια των δεδομένων από τον χρήστη, με συνέπεια η δεύτερη εναγομένη να μην έχει αυτοτελή υποχρέωση να ενημερώσει την ενάγουσα), απορρίφθηκε ο υποβληθείς από την πρώτη των εναγομένων ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ως μη νόμιμος, έγινε η αγωγή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη των εναγομένων τραπεζική εταιρεία, υποχρεώθηκε η πρώτη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απορρίφθηκε το αίτημα περί της κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και συμψηφίσθηκαν όλα τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της ανωτέρω απόφασης και δη κατά το μέρος αυτής, με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς την ίδια, παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση αυτής, προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον αυτής αγωγή της αντιδίκου της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της σε βάρος της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή – ως προς την πρώτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα, ως προς την οποία η υπόθεση εξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο – είναι αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και τη διάρκεια της, τον βαθμό υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, τη μη περιουσιακή ζημία που υπέστη η ενάγουσα και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συγκεκριμένης μη περιουσιακής ζημίας της και της συμπεριφοράς της εναγομένης και ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στον ανωτέρω νομικό συλλογισμό, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, η οποία νομότυπα εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η κατάθεση της οποίας περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και όλων των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω χωρίς, όμως, να παραλειφθεί οιοδήποτε εξ αυτών για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις … η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη συνήψε κατόπιν της σχετικής υπ’ αριθμόν … αίτησης της με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία σύμβαση χορήγησης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου ποσού 6.500 ευρώ, η διάρκεια του οποίου ορίστηκε σε … μήνες. Προσθέτως, με την ίδια αίτηση της γνωστοποίησε στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα τα απλά προσωπικά δεδομένα της, τα οποία ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της σύμβασης. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, η ίδια γνωστοποίησε σε αυτήν το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, την ημερομηνία γέννησης, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας, τη διεύθυνση κατοικίας και εργασίας, τον αριθμό σταθερού τηλεφώνου οικίας, εργασίας και κινητού τηλεφώνου, το επάγγελμα, την οικογενειακή κατάσταση, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, καθώς και την υπηκοότητα της, η οποία συνιστά ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης, δηλαδή, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα συνέλεξε από την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη τα αναγκαία προς τούτο ως άνω απλά προσωπικά δεδομένα της. Η εν λόγω σύμβαση, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθόσον από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2015 η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη κατέβαλλε διάφορα ποσά έναντι της οφειλής της και τελικώς ουδέν ποσό κατέβαλλε, με αποτέλεσμα στις … να υφίσταται ως υπόλοιπο οφειλής το ποσό των … ευρώ. Στις … ίδια απηύθυνε με σχετική αίτηση της … στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα το αίτημα περί διακανονισμού της οφειλής της και στη συνέχεια τοιούτα αιτήματα υποβλήθηκαν από την ίδια στις … και στις … Περαιτέρω, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία, έχοντας αυτήν την αξίωση κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ανέθεσε την εντολή στην Ανώνυμη Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών με την επωνυμία …… και με τον διακριτικό τίτλο …… (δεύτερη των εναγομένων, μη διάδικο στην παρούσα δίκη), με βάση την απόμεταξύ των έγγραφη σύμβαση, όττως ενημερώσει την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη για τη ληξιπρόθεσμη απαίτηση της, προκειμένου η ίδια να την εισπράξει. Ακολούθως, η ίδια διαβίβασε στην προαναφερόμενη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών τα ως άνω προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, τα οποία είχε συλλέξει από την ίδια κατά την κατάρτιση της σύμβασης, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής. Στη συνέχεια, λόγω της προρρηθείσης καθυστέρησης καταβολής των δόσεων η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη δέχθηκε τηλεφωνικές κλήσεις από προστηθέντα πρόσωπα της μνησθείσης ανώνυμης εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών σχετικά με την επιβεβαίωση από μέρους της των προσωπικών στοιχείων, τα οποία ούτοι διατηρούσαν στο αρχείο τους, και σχετικά με την επισήμανση του οφειλόμενου ποσού και την ανάγκη της άμεσης εξόφλησης του. Ειδικότερα, τοιαύτες κλήσεις πραγματοποιήθηκαν στο κινητό τηλέφωνο της στις … από τον υπάλληλο αυτής ονόματι στις …… από τον υπάλληλο αυτής ονόματι στις … και στις … από την υπάλληλο αυτής ονόματι … στις …… Από τον υπάλληλο αυτής ονόματι στις … από την υπάλληλο αυτής ονόματι …… από τον υπάλληλο αυτής ονόματι ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, δε, διαμαρτυρήθηκε εγγράφως για τις επίμαχες τηλεφωνικές κλήσεις στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από .. ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ουδέποτε είχε ενημερωθεί για τη διαβίβαση των ανωτέρω προσωπικών της δεδομένων από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στην ως άνω εταιρεία. Η ίδια συνειδητοποίησε, ούτως, ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα είχε διαβιβάσει σε αυτήν τόσο τα ως άνω προσωπικά της δεδομένα, όσο και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής, χωρίς προηγουμένως να την έχει ενημερώσει για αυτή τη διαβίβαση στη συγκεκριμένη ως άνω εταιρεία, η οποία την όχλησε επανειλημμένως τηλεφωνικά για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής της από το δάνειο. Ειδικότερα, η εν λόγω διαβίβαση των προειρημένων προσωπικών δεδομένων και του δυσμενούς οικονομικού στοιχείου ήταν παράνομη, καθόσον, ναι μεν στη μνησθείσα σύμβαση περιεχόταν ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που περιέχονταν στην αίτηση θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την Τράπεζα ή από τρίτους κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, για τη λειτουργία της σύμβασης, την εκπλήρωση αυτής και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της Τράπεζας, πλην, όμως, δεν αναφέρονταν με σαφή τρόπο τόσο ο σκοπός της επεξεργασίας, όσο και τα ακριβή στοιχεία ταυτότητας ή οι κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων (άρθρο 11 παρ. 1 β, γ ν. 2472/1997), με αποτέλεσμα τα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης να κινδυνεύουν να καταστούν αντικείμενο συνεχούς οικονομικής εκμετάλλευσης όχι μόνο για τους σκοπούς μίας και μόνο σύμβασης από την εναγομένη και δη της επίδικης τοιαύτης, αλλά για ευρύτερους σκοπούς από άλλα (άγνωστα) νομικά πρόσωπα, προβλέποντας αόριστο και ευρύ κύκλο αποδεκτών, χωρίς να εξασφαλίζεται το απόρρητο και η ασφάλεια επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν τηρήθηκε εν προκειμένω η διαδικασία του άρθρου 11 παρ. 3 ν. 2472/1997, ήτοι δεν υπήρξε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, σε μεταγενέστερο της συλλογής των προσωπικών της δεδομένων στάδιο προηγούμενη ενημέρωση της για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών της δεδομένων στην ως άνω συγκεκριμένη εταιρεία, το είδος των δεδομένων που θα διαβίβαζε και τον σκοπό της επεξεργασίας τους, μη αρκούσης της προειρημένης γενικής και αόριστης προδιατυπωμένης αναφοράς. Ταυτοχρόνως, η επίμαχη επεξεργασία δεν ήταν απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος της είσπραξης της απαίτησης, που επιδίωκε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ως υπεύθυνη επεξεργασίας, μη συντρέχοντος εν προκειμένω του όρου ότι τούτο υπερείχε προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ενόψει του ύψους της οφειλής της και δοθέντος ότι, όπως εκτέθηκε, αυτή επέδειξε ενδιαφέρον για το υπόλοιπο της οφειλής της και προσπάθησε να προβεί σε διακανονισμό του. Ως εκ τούτου, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης περί του ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είχε ενημερωθεί και αποδεχθεί σε χρόνο προγενέστερο της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων της σε τρίτους για το ενδεχόμενο αυτό σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης προς υπεράσπιση των συμφερόντων της ιδίας συνεπεία αυτής και περί του ότι η επίμαχη επεξεργασία από μέρους της ήταν νόμιμη, οι οποίοι διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, απορριπτόμενου, ούτως, ως αβάσιμου του προαναφερόμενου λόγου έφεσης. Η ανωτέρω, δε. παράνομη και αντισυμβατική διαβίβαση προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και του δυσμενούς οικονομικού στοιχείου της από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα τράπεζα διά των προστηθέντων υπαλλήλων της στην ως άνω εταιρεία έλαβε χώρα από υπαιτιότητα της ίδιας της τράπεζας, καθώς αυτή όφειλε να γνωρίζει ως τράπεζα με οργανωμένο νομικό τμήμα την πιθανότητα να επέλθει βλάβη στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη και δη ότι η αιφνίδια όχληση της από την εταιρεία αυτή χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της θα της προκαλούσε αιφνιδιασμό, ψυχική αναστάτωση, θυμό και αγανάκτηση, όπως και πράγματι έγινε στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2479/1997), σημειουμένου, άλλωστε, ότι, ενώ όπως προαναφέρθηκε, η υπαιτιότητα της εναγομένης τράπεζας τεκμαίρεται, η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, ως έδει, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και προκλήθηκε σε αυτήν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 5.869.40 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο με βάση τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, τον βαθμό υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων (άρθρα 932 ΑΚ, 23 παρ. 1 και 2 ν. 2472/1997). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως έκρινε περί της επέλευσης ηθικής βλάβης στο πρόσωπο της ενάγουσας συνεπεία της συμπεριφοράς της εναγομένης και περί της επιδίκασης του προρρηθέντος ποσού ως χρηματική ικανοποίηση, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου τελευταίου δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης ως αβάσιμου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης κατάστασης υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη, δε, αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα του (ΟλΑΠ 7/2002, 8/2001, ΑΠ 206/2017, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η άσκηση της αγωγής παρίσταται καταχρηστική εκθέτοντας ότι η ενάγουσα δεν υπήρξε συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις, ότι ήταν κακόπιστη οφειλέτης αφού εξαιτίας της κακοπιστίας της προκάλεσε τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος της να την οχλήσει διά της εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών, ότι με την άσκηση της αγωγής προσπαθεί να αισχροκερδήσει σε βάρος της, ότι γνώριζε τις οικονομικές της δυνατότητες όταν έλαβε το δάνειο, ότι γνώριζε ότι σταματώντας να το εξυπηρετεί θα προκαλούσε τις δικές της νόμιμες ενέργειες, ότι αποφάσισε ότι δεν θα πληρώσει την οφειλή, ότι σκοπίμως απέστειλε την από … επιστολή της με την οποία χαρακτήριζε το επιτόκιο του δανείου «ληστρικό» και απαιτούσε να της διαγράψει το 80% της οφειλής της, ότι με την αγωγή της προβάλλει ως παράνομες τις νόμιμες ενέργειες της ιδίας, ότι με την αγωγή επιχειρεί να εισπράξει ποσό το οποίο υπερβαίνει την οφειλή και τις καταβολές που έχει κάνει κατά το παρελθόν και ότι επιχειρεί να αποκομίσει κέρδος, τον εν λόγω ισχυρισμό, δε, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με τις κατατεθείσες προτάσεις της. Ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ, στο οποίο αυτός επιχειρείται να θεμελιωθεί, δοθέντος ότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στον ανωτέρω νομικό συλλογισμό αυτά δεν συνιστούν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, ενόψει των οποίων και της αδράνειας της τελευταίας, η άσκηση του δικαιώματος της να τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από αυτές τις ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, ώστε η άσκηση της αγωγής να εξέρχεται από τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για την εναγομένη ως υπόχρεη, των οποίων, άλλωστε, ουδεμία επίκληση γίνεται, ούτε γίνεται επίκληση ότι δημιουργήθηκε στην υπόχρεη εναγομένη από τη συμπεριφορά της ενάγουσας σε συνάρτηση και με εκείνη της ιδίας και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι η δικαιούχος ενάγουσα δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την εναγομένη τραπεζική εταιρεία και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.869,40 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εντεύθεν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα και με την απόφαση του οποίου, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (βλ. σχετικώς Σαμουήλ, Η έφεση, ΣΤ’ Έκδοση. Αθήνα 2009, σελίδα 443. αριθμός 1136), έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω αναφερόμενο χρηματικό ποσό με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η κρινομένη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού υποβληθέντος με τις κατατεθείσες προτάσεις της αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσης λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του ως άνω αναφερομένου παράβολου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MPrAth%20606.2020.htm