Ευθύνη νομικού προσώπου για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν. Συνευθύνη εργολάβου και υπεργολάβου για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Ατύχημα που προκλήθηκε από την πτώση οδοστρωτήρα που οδηγούσε ο θανών σε σκάμμα κατά την τέλεση χωματουργικών εργασιών. Μη τήρηση των ειδικών μέτρων ασφαλείας. Κρίθηκε ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε συνυπαιτιότητα του θανόντος και των εναγομένων. Επιδίκαση ποσών ως χρηματικής ικανοποίησης για την ψυχική οδύνη των εναγόντων.
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 7324/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σμαράγδα Τοσούλη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από του Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα, Διαμάντω Μπίθα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 26 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α’) ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … και 3) …, εκ των οποίων η πρώτη και τρίτη παραστάθηκαν δια και ο δεύτερος μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Γεωργίου Παπαγρηγορίου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε.Ε.», η οποία εδρεύει στην Λητή Θεσσαλονίκης, στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, ως ομορρύθμου εταίρου της Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε,Ε.», κατοίκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, …, 3) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … & ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στις Αχαρνές Αττικής, οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) …, ως ομορρύθμου εταίρου της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … & ΣΙΑ Ο.Ε.», κατοίκου Αχαρνών Αττικής, οδός …, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Χριστίνας Κατσάνου, ενώ οι τρίτη και τέταρτος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22-11-2013 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 157040/19819/2013, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Β) ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΤΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: υπό εκκαθάριση τελούσας Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε.Ε.», η οποία εδρεύει στην Λητή Θεσσαλονίκης, στο … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, …, κάτοικο Πανοράματος Θεσσαλονίκης, οδός …, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Χριστίνας Κατσάνου.
ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … & ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στις Αχαρνές Αττικής, οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η παρεμπιπτόντως ενάνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 28-12-2015 παρεμπίπτουσα αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 120996/16106/2015, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Α) η από 22-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 157040/19819/2013 κύρια αγωγή των 1) …, και 3) … κατά των 1) Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε.Ε.», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) …, ως ομορρύθμου εταίρου της Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε.Ε.», 3) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … & ΣΙΑ Ο.Ε.», όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 4) …, ως ομορρύθμου εταίρου της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … & ΣΙΑ Ο.Ε.» και Β) η από 23-12-2015 και με αριθμ. καταθ. δικογρ. 120996/16106/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή της υπό εκκαθάριση τελούσας Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε.Ε.», όπως νόμιμα εκπροσωπείται κατά της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … & ΣΙΑ Ο.Ε.», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστοΰν και ειδικότερα η υπό στοιχεία δ’ παρεμπίπτουσα αγωγή υποχρεωτικώς με την υπό στοιχεία Α’ κύρια αγωγή κατ’ άρθρο 285 ΚΠολΔ.
Από τις με αριθμό 7372/25-11-2013 και 7371/25-11-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …, τις οποίες νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση υπό στοιχείο Α’ αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια των εναγόντων προς την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα. Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην εν λόγω δικάσιμο, οι τελευταίοι δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο με τη σειρά που ήταν γραμμένη και, συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τη με αριθμό 5279ΣΤ’/18-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …, την οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση υπό στοιχείο Β’ παρεμπίπτουσας αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια της παρεμπιπτόντως ενάγουσας προς την παρεμπιπτόντως εναγομένη. Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην εν λόγω δικάσιμο, η τελευταία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο με τη σειρά που ήταν γραμμένη και, συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’ ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυασμένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά {πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία αρχή σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας. Περαιτέρω, στην έννοια της κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια του παρανόμως πράξαντός ή παραλείψαντος. Εφόσον δε γίνεται επίκληση υπαίτιας συμπεριφοράς, με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου, είτε της αμέλειας, στον ειδικότερο προσδιορισμό αυτής (της υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς εντεύθεν να υπέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Αμέλεια υπάρχει κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητας του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας {άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειφη, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 3 και 5 του Ν. 1396/1983, ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου ή τμήματος του έργου, ανεξάρτητα αν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας, που αφορούν ολόκληρο το έργο ή τμήμα του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος αυτοό σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος με αυτόν για τη λήφη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επεφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα διευθύνσεως και επιβλέψεως του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο, ακόμη και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει τη διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού και τούτο γιατί ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983, για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Ειδικότερα δε, επί οικοδομικών εργασιών έχει εφαρμογή και το Π.Δ. 778/ 1980, “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών”, οι διατάξεις του οποίου προβλέπουν τη λήψη και τήρηση μέτρων (άρθρα 1, 2, 3, 9, 17 και 21) ώστε να διασφαλίζονται οι εργαζόμενοι, κατά την εκτέλεση των ως άνω εργασιών, από τους κινδύνους που διατρέχουν κατά την εκτέλεση τους (ΑΠ 1266/2014). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, που ορίζει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες: α) Πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρον και αυτό και το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως από αυτήν του τελευταίου (ΑΠ 380/2008, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ο …, σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δεύτερου και της τρίτης εξ αυτών, με το από 21-11-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής συνεργασίας, συμφώνησε με την τρίτη εναγομένη εταιρεία, τη μίσθωση σε αυτήν ενός μηχανήματος οδοστρωτήρα και την εκτέλεση από τον ίδιο χωματουργικών εργασιών, για το χρονικό διάστημα από 24-11-2008 έως 5-12-2008, έναντι ημερήσιου μισθώματος ποσού 300 ευρώ, σε οικοδομή που ανεγείρετο στις Αχαρνές Αττικής, στη συμβολή των οδών …. Ότι την εκτέλεση του ως άνω έργου είχε αναλάβει η τρίτη εναγομένη με υπεργολαβία από την πρώτη των εναγομένων – εργολάβο. Ότι στις 25-11-2008, στο χώρο των ως άνω εργασιών, κατά την εκτέλεση του έργου, που είχε αναλάβει με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, ο … υπέστη ατύχημα, υπό τις ειδικότερες συνθήκες που εκθέτουν στην αγωγή τους, το οποίο προκάλεσε, ως μοναδική και αποκλειστική ενεργός αιτία, το θάνατο του. Ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, ως εργολήπτρια και η τρίτη εναγόμενη εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο τέταρτος εναγόμενος, ως υπεργολήπτρια του ανωτέρω έργου, είναι αποκλειστικώς υπεύθυνοι για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, λόγω μη τηρήσεως και εφαρμογής ειδικών μέτρων ασφαλείας στο χώρο των εργασιών και την συνεπεία αυτής θάνατο του συγγενούς τους. Με βάση το ως άνω ιστορικό, όπως νομίμως μετέτρεψαν το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής τους σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, καταχωρισθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την οποία επανέλαβαν με τις προτάσεις τους (άρθρα 223 εδ. β’, 295 αρ. 1, 297 ΚΠολΔ) ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης, που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της και το ποσό των 132.000,00 ευρώ, για διατροφή της, που δικαιούτο από το νόμο να απαιτεί από το θύμα διατροφή, στους λοιπούς ενάγοντες το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν από το θάνατο του πατέρα τους και σε όλους τους ενάγοντες το ποσό των 4.000 ευρώ για έξοδα κηδείας και ταφής του αποβιώσαντος, όλα δε τα ως άνω αγωγικά κονδύλια, για έκαστο των εναγόντων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής τους και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό, η κρινόμενη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, μετά την ανωτέρω παραδεκτή μετατροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό στο σύνολο του, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της, κατά την τακτική διαδικασία (αρ. 7-10, 14 παρ. 2, 22, 25 ΚΠολΔ), και είναι πλήρως ορισμένη, πλην του αιτήματος για επιδίκαση του ποσού των 132.000 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα, ως αποζημίωση για τη διατροφή που είχε δικαίωμα να απαιτεί στο μέλλον από τον θανόντα σύζυγο της κατ’ άρθρο 928 ΑΚ, το οποίο είναι αόριστο και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί, αφού κατά το άρθρο 930 ΑΚ, η αποζημίωση του άρθρου 928 ΑΚ, που αναφέρεται στο μέλλον, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα και μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος μπορεί να επιδικαστεί σε κεφάλαιο εφάπαξ και η πρώτη ενάγουσα, καίτοι ζητά μόνο την εφάπαξ καταβολή της, δεν επικαλείται κανένα σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί αυτή. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στην ως άνω μείζονα σκέψη και στις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 926, 922, 928, 299, 330, 681επ., 481, 340, 346 ΑΚ, 249επ. Ν. 4072/2012, 1, 2, 3, 5 και 8 του ν. 1396/1983, 20 του π.δ. 778/1980, 9, 45, 111 και 113 του Ν. 1073/1981, 70, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του παρεπομένου αιτήματος, περί κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο μετά τον κατά τα ως άνω νομοτύπως γενόμενο περιορισμό του κυρίου αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, τυγχάνει μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, δοθέντος ότι το ως άνω αίτημα δεν προσήκει σε αναγνωριστική αγωγή, αφού η εκδοθησομένη επ’ αυτής απόφαση δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό (904 παρ. 1 και 2 στοιχ. α’ ΚΠολΔ) και, επομένως, δεν κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή (ΕφΘεσ 28365/2011, Αρμ 2012.914, ΕφΑθ 628/2003, ΕλλΔνη 2004.1450). Σημειωτέον ότι παραδεκτώς στρέφεται η αγωγή και κατά του δεύτερου εναγομένου, υπό την ιδιότητα του ως ομορρύθμου εταίρου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του, αφού σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, γεννάται και υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση ένεκα αδικοπραξίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων ως καταστατικού οργάνου της ως άνω εταιρείας, η δε λύση της πρώτης ετερόρρυθμης εταιρείας και η θέση αυτής σε εκκαθάριση, είναι μεταγενέστερη του ένδικου συμβάντος και της άσκησης της αγωγής και ουδόλως επηρεάζει την παθητική νομιμοποίηση του δεύτερου εναγομένου. Πρέπει, επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η πρώτη κυρίως εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΥΙΟΣ Ε.Ε.», άσκησε την από 28-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 120996/16106/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της τρίτης κυρίως εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «ΥΙΟΙ … ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», με την οποία ισχυρίζεται ότι η ίδια ως εργολήπτρια του έργου σύναψε με την ανωτέρω το από 15-10-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεργολαβίας, σύμφωνα με το οποίο (όροι 5 και 11 αυτού}, η παρεμπιπτόντως εναγομένη, υπό την ιδιότητα της ως υπεργολάβου χωματουργικών εργασιών, ανέλαβε την τέλεση του έργου και προσέλαβε τον αποθανόντα συγγενή των κυρίως εναγόντων στο συνεργείο της για την εκτέλεση των αναλαμβανόμενων με την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεων της, ρητώς δε συμφώνησε ότι αυτή (παρεμπιπτόντως εναγομένη) θα έχει την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ασφαλή εκτέλεση του έρνου και θα την βαρύνουν τα έξοδα για οποιοδήποτε τυχόν ατύχημα ή θάνατο του προσωπικού της, με συνέπεια η ίδια (παρεμπιπτόντως ενάγουσα) να μην ευθύνεται σε αποζημίωση των κυρίως ενάγοντων, βάσει ρητών όρων της μεταξύ τους συμφωνίας. Συνεπεία των ανωτέρω ζητά, μετά από παραδεκτό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 αρ. 1, 297 ΚΠολΔ) περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό στο σύνολο του, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και αναφέρεται στις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω συνεκδικαζόμενης κύριας αγωγής, να της καταβάλει το ισόποσο του συνολικού ποσού που, λόγω της ευδοκιμήσεως της κύριας αγωγής, θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα καταβολής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα η παρεμπίπτουσα αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 2, 31 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, αφού δεν είναι δυνατόν, με επιμέρους συμφωνία (όπως το ως άνω συμφωνητικό) να περιοριστεί εκ των προτέρων η ευθύνη του εναγομένου υπαιτίου (εδώ της πρώτης κυρίως εναγόμενης εταιρείας και παρεμπιπτόντως ενάγουσας) από ειδική αμέλεια, λόγω μη τηρήσεως των προστατευτικών μέτρων ασφαλείας σε βάρος του παθόντος ατύχημα κατά την εκτέλεση εργασιών, κατά παρέκκλιση των αναγκαστικών διατάξεων που προβλέπουν ευθύνη της, όπως αυτές αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η κρινόμενη προσεπίκληση, ενώ δικαστικά έξοδα δε θα επιβληθούν, ελλείψει σχετικού αιτήματος συνεπεία της ερημοδικίας της παρεμπιπτόντως εναγομένης (άρθρα 191 παρ. 2,1S4 ΚΠολΔ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. 280/24-1-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της πρώτης και δεύτερου των εναγομένων, η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθμ. 8271β’/19-1-2017, 8272β’/19-1-2017 και 8274β’/19-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …), τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά κάποιων εξ αυτών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, οε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, τις φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται {άρθρα 444 παρ, 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 10-10-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού – σύμβασης έργου, που σύναψε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, εκπροσωπούμενη από τον νόμιμο εκπρόσωπο της – δεύτερο εναγόμενο, με την εταιρεία με την επωνυμία «ΕΤ PLAST Α.Β.Ε.Ε.», ιδιοκτήτρια του οικοπέδου επί των οδών … στις Αχαρνές Αττικής, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε ως εργολήπτρια, έναντι αμοιβής, την κατασκευή δύο ισόγειων μεταλλικών αποθηκών μετά υπογείων εντός του ανωτέρω οικοπέδου της ιδιοκτήτριας και ειδικότερα την εκτέλεση των πάσης φύσεως εργασιών, εκσκαφών, αποχωματώσεων και επιχωματώσεων στο οικόπεδο, προκειμένου να ανεγερθούν οι ως άνω αποθήκες, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο ως άνω συμφωνητικό. Στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη με το από 15-10-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεργολαβίας ανέθεσε, έναντι αμοιβής, στην τρίτη εναγομένη, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον νόμιμο εκπρόσωπο της – τέταρτο εναγόμενο, την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών επί του ως άνω έργου, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναγράφονταν στο ως άνω συμφωνητικό. Στις 21-11-2008 η τρίτη εναγόμενη εταιρεία, εκπροσωπούμενη από τον τέταρτο εναγόμενο, σύναψε με τον σύζυγο της πρώτης και πατέρα του δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, …, ο οποίος δραστηριοποιούταν στις χωματουργικές εργασίες και τα ασφαλτικά έργα, διαθέτοντας προς τούτο και τα σχετικά μηχανήματα, ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής συνεργασίας, με το οποίο συμφώνησαν να μισθώσει ο ανωτέρω (…) σε αυτή έναν οδοστρωτήρα και να εκτελέσει τις εργασίες, που αυτή θα του αναθέσει, κατά το χρονικό διάστημα από τις 24-11-2008 έως τις 5-12-2008, στο ως άνω οικόπεδο, έναντι ημερησίου μισθώματος 300,00 ευρώ, στο θα συμπεριλαμβανόταν το κόστος και των εκτελούμενων από αυτόν εργασιών. Στις 25-11-2008 ο … βρισκόταν στην ανωτέρω αναφερόμενη οικοδομή και εκτελούσε εργασίες συμπίεσης σκύρων εντός των θεμελίων ανέγερσης της, χειριζόμενος το υπ’ αριθμ. ΜΕ-… μηχάνημα – οδοστρωτήρα, ιδιοκτησίας του. Η ως άνω οικοδομή βρισκόταν στο στάδιο των θεμελίων και ειδικότερα εντός του οικοπέδου είχε διανοιχθεί σκάμμα διαστάσεων 34 μέτρων μήκους, 28 μέτρων πλάτους και 5 μέτρων βάθους περίπου, ενώ εντός του ανωτέρω σκάμματος υπήρχε έτερη εκσκαφή διαστάσεων 2 μέτρων μήκους, 4 μέτρων πλάτους και 1,2 μέτρων βάθους, η οποία είχε διανοιχθεί προκειμένου να αποτελέσει τη βάση του ανελκυστήρα. Περί ώρα 13:45′ ο …, εκτελώντας την ως άνω εργασία πλησίον του σκάμματος του ανελκυστήρα, κινούμενος σε οπισθοπορεία, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει αλλά και εξαιτίας του ότι περιμετρικά του ανωτέρω σκάμματος δεν είχε τοποθετηθεί καμία προειδοποιητική ένδειξη, που να επισημαίνει τη θέση αυτού, επέπεσε εντός σκάμματος μαζί με τον οδοστρωτήρα, ο οποίος ανετράπη και εγκλωβίστηκε μεταξύ του μηχανήματος και του πρανούς τμήματος της εκσκαφής. Οι λοιποί παρευρισκόμενοι στο χώρο, έστερξαν αμέσως προς βοήθεια του, τον ανέσυραν από το σκάμμα και κάλεσαν την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και το ΕΚΑΒ, με ασθενοφόρο του οποίου διακομίσθηκε στο νοσοκομείο «ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ» στις 17:30. Από τους ιατρούς του ως άνω νοσοκομείου διαγνώστηκε ότι έφερε πολλαπλά τραύματα, συνεπεία της πτώσης του και ειδικότερα πολλαπλά κατάγματα κρανίου σπλαχνικά, κάταγμα ινιακά, τραυματική υπαραχνοειδή αιμορραγία, θλάσεις εγκεφάλου και ενδοκοιλιακή αιμορραγία και μεταφέρθηκε αμέσως στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του ως άνω νοσοκομείου, όπου και απεβίωσε στις 20:15′ της ίδιας ημέρας. Αιτία του θανάτου του, σύμφωνα με την με αριθμ. πρωτ. 2886/4-12-2009 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής, ήταν οι βαρείες κακώσεις κεφαλής, θώρακος, κοιλίας και αριστερού κάτω άκρου συμβατές με το ανωτέρω ατύχημα. Κατόπιν δε σχετικών εξετάσεων που διενεργήθηκαν προέκυψε ότι ο αποθανών δεν είχε καταναλώσει οινόπνευμα και οι σχετικές τοξικολογικές εξετάσεις που διενεργήθησαν ήταν αρνητικές. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ως άνω ατύχημα οφείλεται σε συντρέχουσα υπαιτιότητα του αποθανόντος και των εναγομένων. Ειδικότερα η συνυπαιτιότητα του θανόντος, που ανέρχεται σε ποσοστό 40% συνίσταται στο ότι δεν κατέβαλε την επιμέλεια και την προσοχή που θα κατέβαλε ο μέσος συνετός χειριστής μηχανήματος κάτω από ανάλογες περιστάσεις (άρθρο 330 ΑΚ) και ειδικότερα δεν χειριζόταν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του τον οδοστρωτήρα που οδηγούσε, αλλά έχοντας θέσει αυτόν σε λειτουργία οπισθοπορείας και γνωρίζοντας ότι στο χώρο εργασίας του υπήρχε το σκάμμα για τη βάση του ανελκυστήρα και ο ίδιος βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτό, δεν επέδειξε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε, με αποτέλεσμα να επιπέσει μαζί με τον οδοστρωτήρα εντός αυτού. Σημειωτέον ότι το ως άνω μηχάνημα, που χειριζόταν ο θανών, καίτοι διέθετε τη με αριθμ. πρωτ. … άδεια κυκλοφορίας – χρήσης μηχανήματος έργων (ΜΕ), εντούτοις δεν έφερε στέγαστρο προστασίας, όπως υποχρεωτικά προβλέπεται από το άρθρο Β.4 της ΥΑ Δ13ε/4800 (ΦΕΚ 708/Β/4-6-2003), προκειμένου να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας του, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι μεταγενεστέρως αυτό είχε αφαιρεθεί από τον θανόντα, πλην, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι το ως άνω στέγαστρο, το οποίο αποσκοπεί στην προστασία του χειριστή από την πτώση αντικειμένων στο κεφάλι του κατά την εκτέλεση εργασιών, θα είχε αποτρέψει το θάνατο του, γεγονός που συνομολογούν αμφότερα τα διάδικα μέρη στις προτάσεις τους. Η συνυπαιτιότητα των εναγομένων, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 60%, οφείλεται στο ότι η πρώτη εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, ως εργολήπτρια και η τρίτη εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον τέταρτο εναγόμενο, ως υπεργολήπτρια του ως άνω έργου, έχοντας αναλάβει την εκτέλεση εργασιών των ως άνω νεοαναγειρόμενων αποθηκών, από αμέλεια τους δεν έλαβαν και δεν τήρησαν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφάλεια, την υγεία και την σωματική ακεραιότητα του αποθανόντος, προκειμένου να αποφευχθεί το ανωτέρω ατύχημα. Ειδικότερα η αμέλεια τους συνίσταται στο ότι δεν έλαβαν και δεν τήρησαν τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών έργων (1, 2, 3, 5 και 8 του ν. 1396/1983, 20 του π.δ, 778/1980, 9, 45, 111 και 113 του Ν. 1073/1981), τα οποία έχουν ως σκοπό να αποτρέψουν τον ενδεχόμενο και προβλέψιμο κίνδυνο στην ασφάλεια των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν προηγουμένως προβεί στο άνοιγμα σκάμματος εντός των θεμελίων της οικοδομής, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση ανελκυστήρα, παρέλειψαν από αμέλεια να τοποθετήσουν, ως όφειλαν, ανθεκτική διάταξη έναντι πτώσης και περιμετρικώς του ως άνω σκάμματος είτε 6ι’ ανθεκτικών κιγκλιδωμάτων ύψους τουλάχιστον 1,00μ. στο στόμιο της εκσκαφής, είτε με περιβάλλοντα κράσπεδα των χειλών της εκσκαφής ύψους 0,15μ., τα οποία θα εμπόδιζαν την πτώση των εργαζομένων εντός του σκάμματος, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω …, κατά την εκτέλεση εργασιών συμπίεσης σκύρων, στα θεμέλια της ως άνω οικοδομής, να μην αντιληφθεί αυτό και να επιπέσει μαζί με τον οδοστρωτήρα που οδηγούσε εντός αυτού. Επίσης, παρέλειψαν να ορίσουν επιβλέποντα μηχανικό για τις σχετικές εργασίες, προκειμένου να τους παράσχει τις αναγκαίες οδηγίες, για την σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και επιστήμης, εκτέλεση των εργασιών, αφού, όπως προκύπτει από την από Ιανουαρίου 2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από την αστυνομία πραγματογνώμονα μηχανολόγου μηχανικού, …, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή έγγραφα, επιβλέπων μηχανικός για την επίβλεψη των στατικών του έργου είχε οριστεί ο …, Πολιτικός Μηχανικός και Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, ο οποίος όμως απεβίωσε στις 28-3-2008, χωρίς να υπάρξει αντικατάσταση του μέχρι την ημέρα του ατυχήματος. Σημειώνεται εδώ ότι η πρώτη εναγόμενη – εργολάβος και η τρίτη εναγόμενη – υπεργολάβος του ως άνω έργου είναι από κοινού συνυπεύθυνοι, για την λήψη και τήρηση των ως άνω μέτρων ασφαλείας, ακόμη και στην περίπτωση, που η πρώτη δεν είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της την διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του τμήματος του ανατεθέντος από αυτήν έργου, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε στην μείζονα σκέψη της ευθύνης, ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση, με βάση τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983 (άρθρα 3 και 5 αυτού) για την λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και η ανάθεση της εκτέλεσης τμήματος του έργου σε υπεργολάβο με οποιαδήποτε συμφωνία, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση επιβλέψεως και ελέγχου του υπεργολάβου, ειδικά για την λήψη και τήρηση των πιο πάνω μέτρων. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι είχαν περιφράξει το σκάμμα, που επρόκειτο να αποτελέσει τη βάση του ανελκυστήρα, με φωσφορούχο πλέγμα, το οποίο στερεωνόταν περιμετρικά σε σιδερόβεργες, πλην όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι το ως άνω πλέγμα ήταν τοποθετημένο την ώρα που ο ανωτέρω αποθανών χειριστής του μηχανήματος εκτελούσε τις εργασίες συμπίεσης σκύρων. Όπως δε χαρακτηριστικά κατέθεσε ο απασχολούμενος την στιγμή του ατυχήματος στην ως άνω οικοδομή εργάτης, …, στην από 1-12-2008 προανακριτική του κατάθεση, το συγκεκριμένο πλέγμα το αφαιρούσαν το πρωί που άρχιζαν την εργασία τους και το ξανατοποθετούσαν όταν έφευγαν. Κατά συνέπεια την ώρα του ατυχήματος κανένα μέτρο ασφαλείας δεν είχε ληφθεί, οι δε μεταγενέστερες καταθέσεις του ως άνω μάρτυρα, τόσο ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων όσο και στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, στις οποίες ανασκεύασε την αρχική του, ισχυριζόμενος ότι το πλέγμα ήταν τοποθετημένο καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας τους, δεν κρίνονται πειστικές. Σημειωτέον ότι ούτε οι λοιποί αυτόπτες μάρτυρες – εργάτες, ανέφεραν προανακριτικά οτιδήποτε για ληφθέντα μέτρα προστασίας, καίτοι όλοι απέδωσαν το ατύχημα σε απροσεξία του χειριστή του μηχανήματος, τα οποία, εάν υπήρχαν, σίγουρα θα είχαν αναφέρει, προκειμένου να ενισχύσουν και τον ισχυρισμό τους περί αμέλειας του θανόντος. ʼλλωστε, αποδείχθηκε ότι ο αποθανών εργαζόταν πολύ κοντά στο σκάμμα, σε απόσταση μικρότερη του ενός (1) μέτρου από αυτό, γεγονός που συνάγεται από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως φωτογραφίες που λήφθησαν από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας αμέσως μετά το ατύχημα (ενδεικτικά iv, χ του σχετικού 35α των εναγόντων), αλλά και από τις επισυναπτόμενες στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα … (ενδεικτικά φωτογραφίες 32, 33, 34), στις οποίες απεικονίζεται στρωμένο χαλίκι σε μικρότερη του μέτρου απόσταση από το σκάμμα για τη βάση του ανελκυστήρα, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των εναγομένων περί τοποθέτησης πλέγματος περιμετρικά αυτού και σε απόσταση μεγαλύτερη του ενάμισι μέτρου κατά τον χρόνο εργασίας του θανόντος. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των δύο πρώτων εναγομένων ότι τόσο τα κιγκλιδώματα όσο και το κράσπεδο δε θα ήταν ικανά να σταματήσουν ένα μηχάνημα έργου, που ξεπερνά τους δύο τόνους, όπως το μηχάνημα που χειριζόταν ο θανών, ο οποίος (ισχυρισμός) ενισχύεται και από την από 19-1-2017 τεχνική έκθεση του τεχνικού ασφαλείας, …, θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθόσον είναι προφανές ότι ο σκοπός της τοποθέτησης των ως άνω κιγκλιδωμάτων ή κρασπέδων δε είναι να συγκρατήσουν τέτοια μηχανήματα, αλλά να προειδοποιήσουν τον οδηγό αυτού, προκειμένου να προβεί στους απαραίτητους χειρισμούς και να αποφύγει τυχόν πτώση εντός του σκάμματος, αφού, λόγω και της ελάχιστα μικρής ταχύτητας, με την οποία κινούνται (τρία (3) περίπου χλμ/ώρα) είναι προφανές ότι καταλείπεται εύλογος χρόνος στον χειριστή αυτών να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις για την αποφυγή ατυχήματος. ʼλλωστε αν γινόταν δεκτός ως άνω ισχυρισμός των εναγομένων θα συνεπαγόταν ότι λόγω του όγκου του σχετικού μηχανήματος δε θα υπήρχε κανένα μέτρο ασφαλείας, το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί για την προστασία των χειριστών αυτού στα εργοτάξια. Επιπλέον, ο ισχυρισμός των δύο πρώτων των εναγομένων ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος και ειδικότερα στο ότι αυτός υπέστη ισχαιμικό επεισόδιο κατά την οδήγηση του οδοστρωτήρα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του και να επιπέσει εντός της εκσκαφής, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε. Τουναντίον, από την ως άνω αναφερόμενη έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής που διενεργήθηκε επί του θανόντος ως αιτία θανάτου του αναφέρονται τα τραύματα που προήλθαν από την πτώση του, ενώ το γεγονός ότι παλαιότερα και συγκεκριμένα δυόμισι έτη πριν το ατύχημα είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο δεν είναι ικανό από μόνο του να οδηγήσει στο ως άνω συμπέρασμα των εναγομένων. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι στην ως άνω έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής αναφέρεται ότι διαπιστώθηκε βαρεία αθηρωμάτωση των αγγείων της βάσεως του εγκεφάλου και στεφανιαία απόφραξη και συγκεντρική υπερτροφία του τοιχώματος της αριστεράς κοιλίας του θανόντος, ουδόλως συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι ο ανωτέρω υπέστη πράγματι ισχαιμικό επεισόδιο την ώρα του συμβάντος, καθώς τέτοια συμπτώματα είναι συνήθη σε άτομα της ηλικίας του θανόντος, χωρίς πάντοτε να οδηγούν σε ισχαιμικά επεισόδια. Αλλωστε και ο καθηγητής αγγειοχειρουργικής της ιατρικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντής της Ε’ Χειρουργικής – Αγγειοχειρουργικής Κλινικής στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, …, στην από 27-10-2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε κατόπιν αιτήματος του δεύτερου εναγομένου, επιβεβαιώνει μεν τον ως άνω ισχυρισμό των εναγομένων στηριζόμενος στα ως άνω στοιχεία, πλην όμως, βασίζεται και στο γεγονός ότι ο θανών «δεν άκουσε και δεν υπάκουσε στις επικλήσεις των αυτόπτων μαρτύρων, που απεγνωσμένα φώναζαν να σταματήσει την οπισθοπορεία», γεγονός που από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε. Τουναντίον αποδείχθηκε ότι ο μόνος που φέρεται να φώναξε στον θανόντα ήταν ο εργάτης, …, ο οποίος καίτοι καταθέτει αυτό στην από 1-12-2008 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, εντούτοις δεν αναφέρει τη θέση που βρισκόταν αυτός, ώστε να διαπιστωθεί εάν πράγματι ο θανών είχε τη δυνατότητα να τον ακούσει, αλλά και τις εργασίες που γίνονταν εντός του εργοταξίου, οι οποίες συνήθως είναι θορυβώδεις, καθιστώντας αδύνατον, ειδικά σε αυτόν που χειρίζεται μηχανήματα παρόμοια με αυτά που χειριζόταν ο θανών, να ακούσουν οποιαδήποτε συνομιλία.
Σημειωτέον ότι ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε και ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου, στην κατάθεση του αυτή, όμως, σε αντίθεση τόσο με την προανακριτική του κατάθεση όσο και τις καταθέσεις του ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων έκανε πρώτη φορά λόγο για το ότι του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο θανών είχε χάσει τις αισθήσεις του, έχοντας το κεφάλι σκυμμένο, γεγονός που αν ήταν αληθές θα το είχε ήδη καταθέσει τις προηγούμενες φορές που εξετάστηκε ενόρκως. ʼλλωστε, στην κατάθεση του ενώπιον του ακροατηρίου ισχυρίστηκε ότι μέσα στο σκάμμα που προοριζόταν για βάση του ασανσέρ υπήρχαν τρεις εργάτες που απομακρύνθηκαν κατόπιν υπόδειξης του όταν αναλήφθηκε τον θανόντα να κατευθύνεται προς αυτό, μεταξύ των οποίων και ο αδερφός του, ενώ αρχικώς είχε υποστηρίξει ότι ήταν ένας εργάτης, ο οποίος απομακρύνθηκε και το όνομα του οποίου δεν γνώριζε, ενώ δύο ακόμα από τους εργάτες που κατέθεσαν προανακριτικά, ο … και ο …, ουδέν ανέφεραν σχετικά με τις «φωνές» του ανωτέρω μάρτυρα. Τα όσα σχετικά καταθέτει ο … στην υπ’ αριθμ. 280/24-12017 προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως ένορκη βεβαίωση του, δεν κρίνονται πειστικά, καθόσον αφενός έρχονται σε αντίθεση με όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αφετέρου και ο ίδιος προανακριτικά πέραν του ότι θεωρεί ότι το ατύχημα προήλθε από λάθος του χειριστή, ουδέν άλλο κατέθεσε περί της κατάστασης της υγείας του. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε συνυπαιτιότητα του θανόντος και των εναγομένων, δεκτής γενομένης ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της νομοτύπως προβαλλόμενης ένστασης των δύο πρώτων των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του αποθανόντος (300 ΑΚ), όπως στο αυτό συμπέρασμα κατέληξε στην από 20-1-2009 ο διορισθείς από την αστυνομία πόαγματογνώμονας, …. Σημειωτέον ότι με την υπ’ αριθμ. 57486/2013 του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο δεύτερος και τέταρτος των κατηγορουμένων κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από αμέλεια, λόγω μη τηρήσεως των ως άνω μέτρων ασφαλείας, κατόπιν ποινικής δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος τους και καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών ο καθένας. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 6436/2014 απόφαση του Β’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών οι ανωτέρω αθωώθηκαν, πλην όμως η παραπάνω απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αφενός δεν παράγει οποιοδήποτε δεδικασμένο για την προκείμενη πολιτική δίκη και ως εκ τούτου δε δεσμεύει το παρόν δικαστήριο, αφετέρου από το σκεπτικό της, όπως προσκομίζεται από τους εναγομένους, δεν προκύπτουν τα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στην κρίση αυτή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ανήκουν στην οικογένεια του ανωτέρω θανόντος και ειδικότερα ο τελευταίος ήταν σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δεύτερου και της τρίτης. Οι σχέσεις τους ήταν σχέσεις στοργής, αγάπης, ενδιαφέροντος και αφοσίωσης. Ο αιφνίδιος θάνατος του, ηλικίας τότε 56 χρονών, προκάλεσε σε όλους τους ενάγοντες έντονο ψυχικό πόνο, θλίψη και οδύνη. Για την άμβλυνση των συναισθημάτων αυτών, καθώς και για ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση των εναγόντων, πρέπει να τους επιδικαστεί, το ποσό των 20.000 ευρώ σε καθένα εξ αυτών, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, σταθμίζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το είδος της βλάβης που επήλθε, το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του αποθανόντος στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς και της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων. Τέλος, εκ της ερημοδικίας της τρίτης και του τέταρτου των εναγομένων, η οποία αξιολογείται δικονομικά αυτοτελώς λόγω της απλής ομοδικίας αυτού με τους παρασταθέντες στο ακροατήριο δύο πρώτους εναγόμενους, και δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει αμυντικός ισχυρισμός των ιδίων, που να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή ισχυρισμοί των εναγόντων που τους αφορούν, για τους οποίους άλλωστε δεν απαγορεύεται η ομολογία και ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτών να καταβάλουν στους ενάγοντες, εις ολόκληρον με τους δύο πρώτους εναγόμενους, για τους οποίους αποδείχθηκε η ιστορική βάση της αγωγής, το ως άνω ποσό. Το αίτημα περί επιδίκασης στους ενάγοντες των εξόδων κηδείας του θανόντος, ανερχομένου στο ποσό των 4.000,00 ευρώ, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, όσον αφορά τους δύο πρώτους εναγόμενους, αφού κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίζεται, από το οποίο να προκύπτει το ποσό στο οποίο ανήλθαν αυτά, θα πρέπει, όμως, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της τρίτης και τέταρτου των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον αυτό στους ενάγοντες, λόγω της ερημοδικίας τους και της συνεπεία αυτής ομολογίας τους, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Μετά τα παραπάνω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση όλων των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 20.000,00 ευρώ σε καθένα των εναγόντων, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, καθώς και η υποχρέωση της τρίτης και τέταρτου των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στους ενάγοντες το ποσό των 4.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος, πρέπει και να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης {άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ οι εναγόμενοι θα πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, εξαιτίας της εν μέρει ήττας τους {άρθρο 178, 191 παρ. 2), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της τρίτης και τέταρτου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 22-11-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 157040/19819/2013 αγωγή και ερήμην της παρεμπιπτόντως εναγομένης την από 28-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 120996/16106/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την τυχόν άσκηση ανακοπής ερημοδικίας το ποσό των διακόσιων πενήντα ευρώ (250€) για κάθε ερημοδικασθέντα εναγόμενο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ σε καθένα των εναγόντων, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, καθώς και την υποχρέωση της τρίτης και τέταρτου των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στους ενάγοντες το ποσό των τεσσάρων (4.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 22 Αυγούστου 2017.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ