ΑΠΟΦΑΣΗ
Ekimdzhiev κ.α. κατά Βουλγαρίας της 11.01.2022 (αρ. προσφ.70078/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μυστική παρακολούθηση και πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα επικοινωνίας. Νομοθεσία μη συμβατή με την ΕΣΔΑ. Συστημική παραβίαση δικαιώματος σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Οι προσφεύγοντες, στηριζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ισχυρίστηκαν, ότι κάτω από το σύστημα μυστικής παρακολούθησης στη Βουλγαρία – όπου σύμφωνα με την κρατική νομοθεσία η κρυφή/μυστική παρακολούθηση είναι νόμιμη – οι επικοινωνίες οποιουδήποτε στη χώρα θα μπορούσαν να υποκλαπούν, και ότι στο πλαίσιο του συστήματος διατήρησης και επακόλουθης πρόσβασης σε δεδομένα επικοινωνιών στη χώρα, αυτά θα μπορούσαν να είναι προσβάσιμα από τις αρχές. Κατήγγειλαν ότι οι νόμοι που διέπουν αυτό το ζήτημα, όπως ισχύουν στην πράξη, δεν παρέχουν επαρκείς διασφαλίσεις έναντι της αυθαίρετης ή καταχρηστικής μυστικής παρακολούθησης και έναντι της πρόσβασης σε δεδομένα επικοινωνιών.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η σχετική νομοθεσία που διέπει τη μυστική παρακολούθηση δεν πληρούσε την απαίτηση της ποιότητας δικαίου της Σύμβασης και οι ενέργειες παρακολούθησης δεν σταματούσαν μετά την συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την αποθήκευση, την πρόσβαση και την καταστροφή δεδομένων, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έλλειψη σαφούς ρύθμισης είχε οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου τα δεδομένα από τη μυστική παρακολούθηση θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κακόβουλους σκοπούς.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η σχετική νομοθεσία που διέπει τη μυστική παρακολούθηση, ιδίως όπως εφαρμόστηκε στην πράξη, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ και δεν μπόρεσε να περιορίσει την παρακολούθηση μόνο σε ό,τι ήταν απαραίτητο.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης της Σύμβασης ήταν επαρκής από μόνη της όσον αφορά τη δίκαιη ικανοποίηση σε αυτή την υπόθεση και επιδίκασε στη Βουλγαρία ποσό 3.290,69 ευρώ για τα έξοδα και έκρινε ότι η Βουλγαρία οφείλει να προβεί το συντομότερο δυνατόν στις απαραίτητες αλλαγές στην εσωτερική νομοθεσία ΄ώστε να είναι συμβατή με την ΕΣΔΑ και για να πάψει να υφίσταται η παραβίαση.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι τέσσερις, δύο Βούλγαροι υπήκοοι, ο Mihail Tiholov Ekimdzhiev και ο Aleksandar Emilov Kashamov, οι οποίοι είναι δικηγόροι, και δύο Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), το Association for European Integration and Human Rights and the Access to Information Foundation/ Σύλλογος για την Ευρωπαϊκή ένταξη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ίδρυμα Πρόσβασης στην Πληροφορία. Ο δύο πρώτοι προσφεύγοντες, ο κ. Ekimdzhiev και ο κ. Kasamov γεννήθηκαν το 1964 και το 1971 και ζουν στο Plovdiv και στη Σόφια αντίστοιχα. Η Ένωση για την Ευρωπαϊκή Ένταξη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ιδρύθηκε το 1998 και εδρεύει στη Φιλιππούπολη.
Το Ίδρυμα Πρόσβασης στην Πληροφορία ιδρύθηκε το 1997 και εδρεύει στη Σόφια. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η φύση των δραστηριοτήτων τους τους έθετε σε κίνδυνο μυστικής παρακολούθησης και πρόσβασης των αρχών στα δεδομένα επικοινωνίας τους σύμφωνα με τους νόμους που εξουσιοδοτούν τέτοια δραστηριότητα στη Βουλγαρία. Δεν ισχυρίστηκαν ότι είχαν πράγματι τεθεί υπό παρακολούθηση ή ότι οι αρχές είχαν πρόσβαση στα δεδομένα επικοινωνίας τους.
Σύμφωνα με τις κύριες σχετικές νομοθετικές πράξεις (Νόμος για τα Ειδικά Μέσα Εποπτείας του 1997 και άρθρα 172 έως 176 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), η κρυφή/μυστική παρακολούθηση είναι νόμιμη στη Βουλγαρία. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων μεθόδων, την οπτική παρακολούθηση αλλά και αυτή των τηλεφωνικών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι τεχνικές παρακολούθησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εθνική ασφάλεια ή όταν υπάρχει υπόνοια για «σοβαρό αδίκημα εκ δόλου, δηλαδή αδίκημα με ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών». Τα παραδείγματα περιλάμβαναν τρομοκρατία, δολοφονίες, εκβιασμούς, υπεξαίρεση, λιποταξία σε καιρό πολέμου και παράνομη εμπορία πυρηνικών υλικών. Τα πιο συνηθισμένα αδικήματα για τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί τα εν λόγω μέσα παρακολούθησης ήταν τα αδικήματα εκβιασμού και ναρκωτικών.
Πληροφορίες επιτήρησης μπορούν να ζητηθούν και να χρησιμοποιηθούν από φορείς υπό την «ομπρέλα» του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων (όπως η αστυνομία), οι εισαγγελείς και κάποιες άλλες στρατιωτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ασφαλείας. Οι Πρόεδροι ενός περιορισμένου καταλόγου δικαστηρίων μπορούν να εκδώσουν εντάλματα για τη διεξαγωγή της παρακολούθησης.
Το σύστημα εποπτεύεται κυρίως από το Εθνικό Γραφείο και επιπλέον από ειδική κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Σύμφωνα με τις κύριες σχετικές νομοθετικές πράξεις (άρθρο 251β του Κανονισμού Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών του 2007 και το άρθρο 159α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), η συλλογή και επακόλουθη πρόσβαση από τις αρχές σε δεδομένα επικοινωνίας είναι επίσης νόμιμη στη Βουλγαρία. Όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνίας στη χώρα υποχρεούνται από το νόμο να διατηρούν τέτοια δεδομένα για το σύνολο των χρηστών τους για έξι μήνες και οι αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση σοβαρών εγκλημάτων και για ορισμένους άλλους σκοπούς επιβολής του νόμου. Τα εντάλματα πρόσβασης μπορούν να εκδοθούν από τους Προέδρους όλων των περιφερειακών δικαστηρίων ή δικαστών στους οποίους ανατέθηκε αυτή η αρμοδιότητα. Το σύστημα εποπτεύεται από ειδική κοινοβουλευτική Επιτροπή και, εν μέρει, από τις Αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, ότι κάτω από το σύστημα μυστικής παρακολούθησης στη Βουλγαρία οι επικοινωνίες οποιουδήποτε στη χώρα θα μπορούσαν να υποκλαπούν, και ότι στο πλαίσιο του συστήματος διατήρησης και επακόλουθης πρόσβασης σε δεδομένα επικοινωνιών στη Βουλγαρία τα δεδομένα επικοινωνίας οποιουδήποτε στη χώρα θα μπορούσαν να είναι προσβάσιμα από τις αρχές. Κατήγγειλαν ότι οι νόμοι που διέπουν αυτά τα δύο θέματα, όπως ισχύουν στην πράξη, δεν παρείχαν επαρκείς διασφαλίσεις έναντι της αυθαίρετης ή καταχρηστικής μυστικής παρακολούθησης και έναντι της πρόσβασης σε δεδομένα επικοινωνιών. Επίσης, παραπονέθηκαν ότι δεν είχαν πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο σε σχέση με αυτές τις παραβιάσεις.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Μυστική παρακολούθηση
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε αποδεδειγμένο ότι οι λόγοι παρακολούθησης που προβλέπονται από το νόμο πληρούσαν τις απαιτήσεις της Σύμβασης, με εξαίρεση τον όρο «αντικείμενα», ο οποίος ήταν μη σαφής όσον αφορά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 του νόμου περί ειδικών μέσων παρακολούθησης του 1997. Διαπίστωσε ότι υπήρχε απουσία κατάλληλης δικαστικής εποπτείας επί των αποφάσεων έκδοσης ενταλμάτων. Όσον αφορά την αποθήκευση, την πρόσβαση και την καταστροφή δεδομένων, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έλλειψη σαφούς ρύθμισης είχε οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου τα δεδομένα από τη μυστική παρακολούθηση θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κακόβουλους σκοπούς. Τόνισε ότι η προστασία του απορρήτου των νομικών επαγγελματιών ήταν ανεπαρκής.
Όσον αφορά την εποπτεία από τις αρχές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανεξαρτησία του συγκεκριμένου οργάνου (Εθν. Γραφείο Ελέγχου Ειδικών Μέσων Επιτήρησης) δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί, ιδίως δεδομένου ότι τα μέλη του είχαν προηγουμένως ελεγχθεί από έναν οργανισμό του οποίου τα αιτήματα θα επιβλέπονταν και δεν φαινόταν να μπορούν να εξασφαλίσουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις σχετικές τοποθεσίες και το αντίστοιχο απόρρητο υλικό. Το σύστημα εποπτείας της μυστικής παρακολούθησης στη Βουλγαρία, όπως ήταν οργανωμένο, δε φάνηκε ικανό να παράσχει αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά της καταχρηστικής παρακολούθησης. Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι περιοριστικές διαδικασίες κοινοποίησης – συχνά ο μόνος νόμιμος τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορούσε να μάθει ότι είχε υποβληθεί σε παρακολούθηση – φάνηκαν ανεπαρκείς, χωρίς να ξεκαθαρίζουν, ως απάντηση μετά από αιτήματα, εάν υπήρξε ή όχι παρακολούθηση. Όσο για το ένδικο μέσο – αστική αξίωση η οποία εξαρτιόταν από μια τέτοια κοινοποίηση – οδηγούσε αποκλειστικά σε ζημίες και δεν φάνηκε να είναι αποτελεσματικό.
Τελικά, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η σχετική νομοθεσία που διέπει τη μυστική παρακολούθηση, ιδίως όπως εφαρμόστηκε στην πράξη, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ και δεν μπόρεσε να περιορίσει την παρακολούθηση μόνο σε ό,τι ήταν απαραίτητο. Έτσι διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Διατήρηση και πρόσβαση σε δεδομένα επικοινωνίας
Κάτω από αυτόν τον τίτλο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο νόμος προέβλεπε να τεθούν σε εφαρμογή διασφαλίσεις και τα δεδομένα να καταστραφούν μετά από συγκεκριμένο -εύλογο- χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσβασης στα δεδομένα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα αιτήματα δεν έπρεπε να συνοδεύονται από συμπληρωματικό υλικό και οι ίδιες οι αποφάσεις δεν ήταν απαραίτητο να περιέχουν αιτιολογία. Συνολικά, δεν εγγυάται αποτελεσματικά ότι η πρόσβαση χορηγούνταν μόνο όταν ήταν πραγματικά απαραίτητο και αναλογικό σε κάθε περίπτωση. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η επίβλεψη ήταν πολύ αδύναμη για να διασφαλίσει ότι η διατήρηση των δεδομένων επικοινωνιών και η μετέπειτα πρόσβασή τους δεν ήταν επιδεκτική κατάχρησης.
Όσον αφορά την κοινοποίηση, η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις νέες διαδικασίες προστασίας δεδομένων. Ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, το Δικαστήριο θεώρησε τη διαδικασία κοινοποίησης ανεπαρκή. Το ΕΔΔΑ επανέλαβε τα παραπάνω πορίσματά του σχετικά με τα ένδικα μέσα που ήταν στη διάθεση των προσφευγόντων ή άλλων στην ίδια κατάσταση.
Καθώς οι νόμοι που διέπουν τη διατήρηση και την πρόσβαση σε δεδομένα επικοινωνιών δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις μου της Σύμβασης, δεν ήταν σε θέση να περιορίσουν αυτή τη διατήρηση και πρόσβαση σε ό,τι ήταν απαραίτητο, οδηγώντας σε παραβίαση του άρθρου 8.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης της Σύμβασης ήταν επαρκής όσον αφορά τη δίκαιη ικανοποίηση σε αυτή την υπόθεση και επιδίκασε στη Βουλγαρία συνολικά 3.290,69 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση (άρθρο 46)
Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ, ένα κράτος μέλος έπρεπε να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές στην εσωτερική νομοθεσία για να πάψει να υφίσταται η παραβίαση και να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν ταχύτερα η κατάσταση, σε περίπτωση που δεν είχε λάβει χώρα, και να διασφαλίσει ότι οι νόμοι ήταν συμβατοί με την ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση αυτή, τα μέτρα θα πρέπει να συμπληρώσουν εκείνα που είχαν ήδη ληφθεί από τις βουλγαρικές αρχές για την εφαρμογή της απόφασης αναφορικά με την υπόθεση Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev v. Bulgaria (no. 62540/00) (επιμέλεια: echrcaselaw.com).