C-931/19 (Titanium) – Δεν υπάρχει μόνιμη εγκατάσταση εάν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου δεν έχει δικό του προσωπικό
Ένα ακίνητο που εκμισθώνεται σε ένα κράτος μέλος, στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης αυτού του ακινήτου δεν έχει δικό του προσωπικό για την παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τη μίσθωση δεν συνιστά μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 43 της Οδηγίας του Συμβουλίου 2006 / 112 / ΕΚ της 28ης Νοεμβρίου 2006 για το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας και των άρθρων 44 και 45 της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2008/8/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008.
C-80/20 (Wilo Salmson Γαλλία) – Η ακύρωση και η επανέκδοση τιμολογίου δεν αλλάζει την περίοδο για την οποία μπορεί να ζητηθεί επιστροφή ΦΠΑ
1)Τα άρθρα 167 έως 171 και 178 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2010, καθώς και η οδηγία 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην οδηγία 2006/112, σε υποκείμενους στο φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής αλλά εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δικαίωμα επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ο οποίος επιβλήθηκε για μια παράδοση αγαθών δεν μπορεί να ασκηθεί από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος επιστροφής, αλλά σε άλλο κράτος μέλος, αν ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο δεν κατέχει τιμολόγιο, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45, σχετικά με την αγορά των εν λόγω αγαθών. Μόνον αν ένα έγγραφο πάσχει τέτοιες πλημμέλειες ώστε η εθνική φορολογική αρχή να μη διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση μιας αίτησης επιστροφής φόρου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί «τιμολόγιο», κατά την έννοια της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45.
2)Τα άρθρα 167 έως 171 και 178 της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45, καθώς και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2008/9 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την απόρριψη αίτησης επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για συγκεκριμένη περίοδο επιστροφής για τον λόγο και μόνον ότι ο ΦΠΑ κατέστη απαιτητός κατά τη διάρκεια προηγούμενης περιόδου επιστροφής, μολονότι το σχετικό τιμολόγιο ΦΠΑ δεν εκδόθηκε παρά μόνον κατά τη διάρκεια της ως άνω συγκεκριμένης περιόδου.
3)Τα άρθρα 167 έως 171 και 178 της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45, καθώς και η οδηγία 2008/9 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η μονομερής ακύρωση τιμολογίου από προμηθευτή, μετά την έκδοση από το κράτος μέλος επιστροφής αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η στηριζόμενη στο τιμολόγιο αυτό αίτηση επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και ενώ η ως άνω απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη, και η μετέπειτα έκδοση από τον προμηθευτή αυτόν, κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης περιόδου επιστροφής, νέου τιμολογίου που αφορά τις ίδιες παραδόσεις, χωρίς να αμφισβητούνται οι παραδόσεις αυτές, δεν έχει κανέναν αντίκτυπο όσον αφορά την ύπαρξη του ήδη ασκηθέντος δικαιώματος επιστροφής του ΦΠΑ ή όσον αφορά την περίοδο για την οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό.
C-907/19 (Q-GmbH) – Οι δραστηριότητες διαμεσολάβησης για μια ασφαλιστική εταιρεία δεν απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ
Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των παροχών υπηρεσιών από υποκείμενο στον φόρο, οι οποίες περιλαμβάνουν την παροχή ασφαλιστικού προϊόντος σε ασφαλιστική εταιρία και, επικουρικώς, την τοποθέτηση του προϊόντος για λογαριασμό της συγκεκριμένης εταιρίας, καθώς και τη διαχείριση των συναπτομένων ασφαλιστικών συμβάσεων, σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίσει τις παροχές υπηρεσιών αυτές ως ενιαία παροχή όσον αφορά τον ΦΠΑ.
C-703/19 (J.K.) – Διευκρίνιση του όρου «υπηρεσία εστιατορίου» και «φαγητού» για τα οποία ισχύει μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ
Tο άρθρο 98, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, σημείο 12α, της οδηγίας αυτής και το άρθρο 6 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 282/2011 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2006/112, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην κατηγορία των «υπηρεσιών εστιατορίου και εστίασης» η προμήθεια τροφίμων η οποία συνοδεύεται από επαρκείς συναφείς υπηρεσίες στηρίξεως, προοριζόμενες να καταστήσουν δυνατή την άμεση κατανάλωση των τροφίμων αυτών από τον τελικό πελάτη, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Σε περίπτωση κατά την οποία ο τελικός πελάτης επιλέγει να μην επωφεληθεί των υλικών μέσων και του ανθρώπινου δυναμικού που θέτει στη διάθεσή του ο υποκείμενος στον φόρο σε σχέση με την κατανάλωση των τροφίμων τα οποία του έχει προμηθεύσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προμήθεια των τροφίμων αυτών δεν συνοδεύεται από καμία συναφή υπηρεσία στηρίξεως.
C-324/20 (Finanzamt B) – Απόφαση – Σημείο φόρου για εφάπαξ υπηρεσίες είναι όταν παρέχονται οι υπηρεσίες
1)Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του η εφάπαξ παροχή υπηρεσιών για την οποία η αμοιβή καταβάλλεται τμηματικά.
2)Το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση συμφωνίας περί τμηματικής καταβολής της αμοιβής, η μη καταβολή μιας δόσης πριν αυτή καταστεί απαιτητή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μη καταβολή της τιμής, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της βάσης επιβολής του φόρου.
C-895/19 (A. (Exercice du droit à deduction)) – Χρονοδιάγραμμα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ στις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών
Τα άρθρα 167 και 178 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2010/45/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2010, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ο οποίος αφορά ενδοκοινοτική απόκτηση, κατά τη διάρκεια της ίδιας φορολογικής περιόδου με εκείνη κατά την οποία οφείλεται ο ΦΠΑ, εξαρτάται από την αναγραφή του οφειλόμενου ΦΠΑ στη φορολογική δήλωση η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών μηνών από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση που συνδέεται με τα αποκτηθέντα αγαθά.