Έρευνα του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ
Την περαιτέρω απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, ως απόρροια του κύματος ακρίβειας, διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ).
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έφθασε το 10,4%, ενώ η απώλεια ενός μέσου εργαζόμενου μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%.
Ως αποτέλεσμα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης, όσον αφορά το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, καθορίστηκε στο 7% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε στο 5,1% τον Δεκέμβριο, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 11 μηνών. Ο μέσος δε, δείκτης τιμών για το 12μηνο του 2021, παρουσίασε αύξηση κατά 1,2% σε σχέση με το 2020.
«Η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης» σημειώνει, μεταξύ άλλων, το Ινστιτούτο.
Παράλληλα, η έρευνα της ΓΣΕΕ εστιάζει και στις αποδοχές των νοικοκυριών:
- Το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
- Εξίσου μεγάλη είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το γ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών.
- Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).
- Μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020 μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.