Αν ο μισθωτής δεν εκδηλώσει σαφή πρόθεσή του να εξουσιάσει το πράγμα ως νομέας, δεν υπάρχει διαφορά περί νομής
Απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη κρίθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί προσωρινής απόδοσης της νομής ακινήτου, καθόσον το δικαστήριο έκρινε πως η ένδικη διαφορά δεν αποτελεί διαφορά περί νομής ή κατοχής του επίδικου ακινήτου (ΕιρΑθ 751/2021).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, στις περιπτώσεις της μίσθωσης ακινήτου, αφού ο μισθωτής δεν εκδηλώσει σαφή πρόθεσή του να εξουσιάσει το πράγμα ως νομέας, δεν υπάρχει διαφορά περί νομής. Αντιποίηση της νομής, στις περιπτώσεις αυτές, εκ μέρους του μισθωτή – κατόχου δεν διαφαίνεται άνευ άλλου, όταν ο αντιπρόσωπος αρνείται να αποδώσει το ακίνητο πράγμα στον νομέα εκμισθωτή, εφόσον η νομή διατηρείται υπέρ του αντιπροσωπευομένου, εάν και εφόσον ο μισθωτής κατέχει μεν το πράγμα, αλλά δεν έχει τη θέληση, ούτε έχει εκφράσει διάθεση, να γίνει νομέας.
Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, δεν χωρεί η από το άρθρο 980 του ΑΚ αγωγή περί αποβολής από τη νομή, αλλά ούτε προσωρινή ρύθμιση μπορεί να γίνει. Ακόμη, δηλαδή, και μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης χωρεί μόνο η κατά το άρθρο 559 του ΑΚ αγωγή απόδοσης από την έννομη σχέση της μίσθωσης.
Πιο συγκεκριμένα, εν προκειμένω, το δικαστήριο επεσήμανε πως η αιτούσα δεν προσκόμισε στοιχεία εμφανών διακατοχικών πράξεων ή ενεργειών των καθ’ ων η αίτηση, από τις οποίες να προκύπτει ότι σφετερίζονται τη νομή ή αντιποιούνται αυτή, ούτε εξεδήλωσαν απερίφραστα προς την αληθή νομέα-αιτούσα τη θέλησή τους, ότι παύουν να ασκούν τη φυσική εξουσίαση για εκείνη και ότι στο εξής θα την ασκούν για τον εαυτό τους.
Επιπλέον, το δικαστήριο έκρινε κατά πιθανολόγηση ότι οι επεμβάσεις των καθ’ ων στο επίδικο μίσθιο δεν υπέκρυπταν συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής, αλλά αφορούσαν τον τρόπο χρήσης του επίδικου μισθίου με βάση την προφορική σύμβασης μίσθωσης. Κρίθηκε δε πως, εν προκειμένω, υφίσταται καταρτισθείσα προφορική σύμβαση μίσθωσης και όχι πρόθεση μελλοντικής κατάρτισης μίσθωσης, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της αιτούσας.
Κατόπιν των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε ότι οι καθ’ ων δεν αντιποιούνται τη νομή του επίδικου και, συγκεκριμένα, δεν ισχυρίζονται ότι είναι νομείς αυτού και δεν εκδήλωσαν προς την αληθή νομέα τη θέλησή τους, να παύσουν να ασκούν τη φυσική εξουσίαση για την αιτούσα, αλλά το κατέχουν δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης.
Συνεπώς, η ένδικη διαφορά κρίθηκε πως δεν αποτελεί «διαφορά περί νομής ή κατοχής» του επίδικου ακινήτου.
Απόσπασμα απόφασης
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 997,998 ΑΚ ο νομέας έχει, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, εναντίον εκείνου που κατέχει το πράγμα σαν μισθωτής ή θεματοφύλακας ή με άλλη παρόμοια σχέση τις αγωγές για την νομή. Προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων της 998 ΑΚ είναι α) ο κάτοχος να έλαβε την κατοχή από το νομέα δυνάμει ορισμένης ενοχικής σχέσης και β) ο κάτοχος να προσέβαλε τη νομή κατά την έννοια της ΑΚ 984, δηλαδή με αποβολή ή διατάραξη. Αποβολή υπάρχει όταν ο κάτοχος αντιποιείται τη νομή αρνούμενος μετά τη λήξη της ενοχικής σχέσης να αποδώσει το πράγμα, με τον ισχυρισμό ότι είναι νομέας ο ίδιος. Σύμφωνα με το αρθρ. 980 Α.Κ, η νομή ασκείται αυτοπρόσωπα ή δια μέσου άλλου. Όποιος άρχισε, να κατέχει στο όνομα άλλου, τεκμαίρεται, όσο διατελεί στην κατοχή του πράγματος, ότι κατέχει στο όνομα του άλλου. Κατά το αρθρ. 982 Α.Κ, αν ο αντιπρόσωπος του νομέα ακινήτου θελήσει, να αντιποιηθεί τη νομή, αυτή δεν χάνεται για το νομέα, πριν αυτός λάβει γνώση της αντιποίησης.
Αντιποίηση της νομής υπάρχει, όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη βούλησή του, να είναι στο εξής αυτός νομέας ή και όταν αναγνωρίζει άλλον (εκτός του αντιπροσωπευόμενου) για νομέα. Δεν υπάρχει αντιποίηση όμως, αν η άρνηση του κατόχου, να αποδώσει το πράγμα στο νομέα, δικαιολογείται από το νόμο ή από την ενοχική μεταξύ τους σύμβαση. Στις περιπτώσεις της μίσθωσης ακινήτου, αφού ο μισθωτής δεν εκδηλώσει σαφή πρόθεση του λοιπού να εξουσιάσει το πράγμα ως νομέας, δεν υπάρχει διαφορά περί νομής (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, έκδοση 1985, υπ’ αρθρ. 982 παρ. 4, σελ. 252). Αντιποίηση της νομής, στις περιπτώσεις που υπάρχει μίσθωση, εκ μέρους του μισθωτή- κατόχου δεν διαφαίνεται άνευ άλλου, όταν ο αντιπρόσωπος αρνείται, να αποδώσει το ακίνητο πράγμα στον νομέα εκμισθωτή, εφόσον η νομή στην περίπτωση αυτή διατηρείται υπέρ του αντιπροσωπευομένου, εάν και εφόσον ο μισθωτής κατέχει μεν το πράγμα, αλλά δεν έχει τη θέληση, ούτε έχει εκφράσει διάθεση, να γίνει νομέας.
Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν χωρεί η από το αρθρ. 980 Α.Κ. αγωγή, περί αποβολής από τη νομή, αλλά ούτε προσωρινή ρύθμιση μπορεί να γίνει. Ακόμη, δηλαδή, και μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης χωρεί, κατά το αρθρ. 559 ΑΚ, μόνο αγωγή απόδοσης, από την έννομη σχέση της μίσθωσης (ΑΠ 104/195, ΑρχΝ 3.221,ΑΠ 492/1954, ΝοΒ 2.1035, ΕφΑΘ 4045/2001, ΕλλΔ/νη 2001/141 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρ 278/2017 ΔημΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσ 7880/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡόδου 15/2010 ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2011/1976, ΕιρΦλωρ 79/2002, ΑρχΝ 2004/398, ΑΡμ 2004/700). Στην αγωγή περί νομής, που ασκεί ο νομέας (εκμισθωτής), θα πρέπει κατ’ ακολουθία να αναφέρονται εμφανείς διακατοχικές πράξεις ή ενέργειες του αντιπροσώπου (μισθωτή), από τις οποίες φαίνεται, ότι σφετερίζεται τη νομή ή αντιποιείται αυτή, ή εξεδήλωσε απερίφραστα προς τον αληθή νομέα τη θέληση του, ότι έπαυσε, να ασκεί τη φυσική εξουσίαση για εκείνον και στο εξής την ασκεί για τον εαυτό του, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται. Εφόσον, ακόμη και στην περίπτωση που η μίσθωση έχει λήξει κι ο μισθωτής εξακολουθεί, να βρίσκεται στην κατοχή του μισθίου, αυτό δεν σημαίνει άνευ άλλου, ότι η τέτοιου είδους συμπεριφορά υποκρύπτει συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής.
Η εξάντληση των δικαστικών μέσων, που έχουν οι μισθωτές, προκειμένου να παραμείνουν στη μισθωτική σχέση, ακόμη και αν έχει εκλείψει το ουσιαστικό τους δικαίωμα, δεν σημαίνει, άνευ άλλου, ότι σφετερίζονται το δικαίωμα νομής των εκμισθωτών. Περαιτέρω, από τα άρθρα 574 και 575 ΑΚ συνάγεται ότι η μίσθωση πράγματος είναι η σύμβαση με την οποία εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραχωρήσει στον μισθωτή την χρήση του πράγματος για .όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση και ο μισθωτής να καταβάλλει το συμφωνηθέν μίσθωμα. Κύρια στοιχεία της μίσθωσης είναι α) η παραχώρηση της χρήσης του πράγματος το οποίο αποκαλείται «μίσθιο» από τον εκμισθωτή στον μισθωτή και β) το αντάλλαγμα της χρήσης δηλ. το «μίσθωμα» το οποίο υποχρεούται να καταβάλλει ο μισθωτής στον εκμισθωτή. Η σύμβαση της μίσθωσης (κινητού ή ακινήτου) πράγματος είναι, με βάση τη γενική αρχή του ατύπου του άρθρου 158 ΑΚ, άτυπη μη υποκείμενη σε οποιονδήποτε τύπο (ΑΠ 940/2018, ΑΠ 182/2009 ΑΠ 735/2008, Ι.Κατράς, Αστικές και Νεες Εμπορικές Μισθώσεις εκδ. 2020, παρ. 6). Η μίσθωση συνήθως καταρτίζεται ρητώς, δεν αποκλείεται όμως και σιωπηρή σύναψη της εφόσον στο νόμο δεν ορίζονται ορισμένες διατυπώσεις για την κατάρτισή της (ΕφΠειρ. 839/2000 ΕλλΔνη 2001.802. Τα ίδια ισχύουν και για τις εμπορικές μισθώσεις που διέπονται από πδ 34/1995 και το άρθρο 13 ν.422/2014.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.