Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε με απόφασή του ότι παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ για δαπάνες ανέγερσης, προσθήκης ή βελτίωσης σε μισθωμένο ακίνητο ανεξάρτητα από τη διάρκεια της μισθωτικής σχέσης.
Ειδικότερα, η υπόθεση αναφέρεται στον ΦΠΑ που επιβαρύνει τα επενδυτικά αγαθά, στα οποία, σύμφωνα με ορισμό που δίδεται στον Κώδικα ΦΠΑ, περιλαμβάνονται και οι κατασκευές σε ακίνητα τρίτων υπό την προϋπόθεση χρήσης του ακινήτου βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης για διάρκεια εννέα ετών.
Το ΣτΕ βασίστηκε σε προηγούμενη νομολογία του ΔΕΕ (C-98/07), που διευκρίνισε ότι η δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη να ορίζουν την έννοια των επενδυτικών αγαθών αφορά αποκλειστικά και μόνο την εφαρμογή του άρθρου που σχετίζεται με τον διακανονισμό των εκπτώσεων και, άρα, δεν θίγει την διάταξη που προβλέπει το δικαίωμα έκπτωσης.
Υπό το πρίσμα αυτό ερμήνευσε τις διατάξεις του ν. 1642/1986 (Πρώην Κώδικα ΦΠΑ) και έκρινε ότι εσφαλμένα το Εφετείο είχε δεχθεί ότι δεν ήταν δυνατή η έκπτωση του φόρου δαπανών της προσφεύγουσας, επειδή τα μισθωτήρια που αφορούσαν την χρήση του ακινήτου είχαν διάρκεια έξι και όχι εννέα ετών.
Συνεπώς, το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου και έκανε δεκτό ότι η επιχείρηση έχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που επιβαρύνθηκαν οι δαπάνες ανέγερσης, προσθήκης ή βελτίωσης υφιστάμενων κτιρίων που πραγματοποίησε σε μισθωμένο ακίνητο ανεξάρτητα από τη διάρκεια της μισθωτικής σχέσης, εφόσον το χρησιμοποιεί (ή κατά το μέρος που το χρησιμοποιεί) για πραγματοποίηση φορολογούμενων πράξεων (ΣτΕ 1108/2021).