Σημαντική συμβολή του τομέα λιανικής – Τι πληρώνουν οι πελάτες τους
Αγης Μάρκου
Οι προμήθειες στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και στα τραπεζικά προϊόντα ήλθαν για να μείνουν. Στο νέο μοντέλο παραγωγής εσόδων που έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν οι τράπεζες οι χρεώσεις αυτές αποτελούν βασικό συστατικό του σχεδίου για την ενίσχυση των κερδών τους.
Την τελευταία διετία τα βήματα που έχουν γίνει προς αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικά, με τους ιδιώτες πελάτες των πιστωτικών ιδρυμάτων να πληρώνουν ένα σημαντικό μέρος του λογαριασμού.
Τραπεζική πηγή επισημαίνει ότι «πρόκειται για επιβαρύνσεις που ισχύουν εδώ και χρόνια στις ώριμες οικονομίες».
Στην Ελλάδα ωστόσο σημειώνει, «η υπερδεκαετή κρίση στον κλάδο και τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν μετά την χρεοκοπία του δημοσίου δεν επέτρεψαν τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη σε αυτόν τον τομέα. Οι προτεραιότητες ήταν άλλες, ενώ ούτε και το οικονομικό περιβάλλον ευνοούσε την ανάληψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών».
Τώρα όμως οι συνθήκες, θεωρούνται κατά τις τράπεζες, ιδανικές, καθώς η χώρα εισέρχεται σε αναπτυξιακή τροχιά και οι προσδοκίες για σημαντική ενίσχυση των τραπεζικών εργασιών, με τη συμβολή και του Ταμείου Ανάκαμψης, βρίσκονται στα ύψη.
Αναμφίβολα, καταλύτης σε πρώτη φάση για την αύξηση των προμηθειών αποτέλεσε η εντυπωσιακή, κατ΄ ανάγκην σε μεγάλο βαθμό, στροφή των καταναλωτών στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών και στα εναλλακτικά online δίκτυα εξυπηρέτησης των τραπεζών, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Ταυτόχρονα, οι τέσσερις μεγάλοι του κλάδου προχώρησαν σε αναπροσαρμογές στα τιμολόγιά τους, διαμορφώνοντας αρκετές χρεώσεις σε υψηλότερα επίπεδα και επιβάλλοντας νέες.
Διετής αύξηση 300 εκατ. ευρώ
Ως αποτέλεσμα, παρά την ύφεση το 2020 τα καθαρά έσοδα από προμήθειες παρέμειναν σταθερά σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά, στα επίπεδα των 1,2 δισ. ευρώ.
Ακολούθησε ο μεγάλος ρυθμός ανάκαμψης του ΑΕΠ το 2021. Αν και ακόμη δεν έχουν ανακοινωθεί τα αποτελέσματα της περυσινής χρήσης, τα σχετικά μεγέθη εκτιμάται ότι έχουν αυξηθεί κατά 15% σε ετήσια βάση ή 200 εκατ. ευρώ περίπου, στα 1,40 δισ. ευρώ.
Για το 2022 οι προβλέψεις είναι επίσης αισιόδοξες. Εκτιμάται, με βάση ένα συντηρητικό σενάριο, ότι τα καθαρά έσοδα θα φτάσουν στα 1,50 δισ. ευρώ, αυξημένα ετησίως κατά τουλάχιστον 6%.
Έτσι μέσα σε μία διετία, εφόσον επαληθευτούν οι παραπάνω εκτιμήσεις, οι τράπεζες θα έχουν προσθέσει στην οργανική τους κερδοφορίας κατ΄ ελάχιστον 300 εκατ. ευρώ μόνο από προμήθειες.
Οι 5 καταλύτες
Η ανάπτυξη αυτή έχει στηριχθεί και θα συνεχίσει να στηρίζεται από τα ακόλουθα:
* Αύξηση της χρήσης των καρτών, που ενισχύει τα έσοδα από τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τερματικά αποδοχής πληρωμών (POS). Παράλληλα, κέρδος υπάρχει και από τις χρεώσεις που επιβάλλονται στους καταναλωτές (ετήσια συνδρομή, ανανέωση κάρτας στην 5ετία, αντικατάσταση λόγω απώλειας κτλ)
* Ενίσχυση της χρήσης του e-banking για όλες τις συναλλαγές. Μεταξύ άλλων αναμένεται αύξηση των προμηθειών από τα διατραπεζικά εμβάσματα και την πληρωμή λογαριασμών τρίτων εταιρειών
* Στροφή των καταναλωτών σε επενδυτικές υπηρεσίες (asset management), για τις οποίες οι τράπεζες εισπράττουν προμήθειες, καθώς τα επιτόκια καταθέσεων βρίσκονται στο 0% και αρκετοί αποταμιευτές αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για την επίτευξη μίας ικανοποιητικής απόδοσης.
* Η άνοδος των εκταμιεύσεων δανείων συνεπάγεται την αυτόματη ενίσχυση των εσόδων όχι μόνο από τόκους, αλλά και από προμήθειες. Κι αυτό διότι πάντοτε επιβάλλονται εφάπαξ και σε ορισμένες περιπτώσεις περιοδικές χρεώσεις, στα δανειακά προϊόντα.
* Πωλήσεις προϊόντων εταιρειών από άλλους κλάδους μέσω του φυσικού και εναλλακτικού τραπεζικού δικτύου, από τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα εισπράττουν προμήθειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ασφαλιστικά προγράμματα.