Ο Ρέγκλινγκ εξηγεί ότι η μείωση των επιτοκίων αντανακλά δομικές, δημογραφικές και μακροοικονομικές μεταβολές και ότι δεν πρόκειται να δούμε στο ορατό μέλλον μία επανάληψη των πολύ υψηλών επιτοκίων που ίσχυαν προηγούμενες 10ετίες
«Όταν τα γεγονότα αλλάζουν, αλλάζω άποψη», φέρεται να δήλωσε ο μεγάλος Βρετανός οικονομολόγος, Τζον Μέιναρντ Κέινς ή κατ’ άλλους ένας άλλος διάσημος οικονομολόγος, ο Πολ Σάμιουλεσον.
Τη ρήση αυτή επικαλείται ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, σε άρθρο του σε γερμανική εφημερίδα για να τονίσει την ανάγκη να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).
Εντυπωσιακές οι μειώσεις επιτοκίων
Μία ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή που σημειώθηκε τα τελευταία 30 χρόνια αφορά στο ύψος των επιτοκίων, η οποία κατά την άποψη του Ρέγκλινγκ δικαιολογεί απόλυτα την αλλαγή των κανόνων για το χρέος. O ESM έχει προτείνει ήδη την αύξηση του επιτρεπτού ορίου χρέους για τις χώρες στο 100% του ΑΕΠ από το 60% που ισχύει σήμερα, μαζί με τη δέσμευση ότι οι δημόσιες δαπάνες δεν θα πρέπει να αυξάνονται με ρυθμό υψηλότερο από την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ τους.
Τα επιτόκια σήμερα, αναφέρει, είναι πολύ χαμηλότερα από ό,τι ήταν πριν από 25 χρόνια, όταν θεσπίστηκε το ΣΣΑ, και επομένως το βάρος των τόκων είναι πολύ μικρότερο για ένα επίπεδο χρέους στο 100% του ΑΕΠ σε σχέση με αυτό που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 για ένα χρέος 60% του ΑΕΠ.
Η διαφορά στο επίπεδο των επιτοκίων είναι πράγματι εντυπωσιακή: Στη 10ετία του 1980 η μέση απόδοση των 10ετών ομολόγων του γερμανικού κράτους ήταν 7,6% και στη 10ετία του 1990 μειώθηκε λίγο στο 6,6%, ενώ στην περίοδο 2010-2019 – πριν την πανδημία δηλαδή – κατρακύλησε στο 1,1%. Η διαφορά στις αποδόσεις των ομολόγων άλλων χωρών είναι ακόμη μεγαλύτερη, αναφέρει ο επικεφαλής του ESM.
Δημογραφικές αλλαγές πίσω από τις μειώσεις
Ο Ρέγκλινγκ εξηγεί ότι η μείωση αυτή των επιτοκίων αντανακλά δομικές, δημογραφικές και μακροοικονομικές μεταβολές που έχουν συντελεστεί στην Ευρώπη και αλλού και επομένως δεν πρόκειται να δούμε στο ορατό μέλλον μία επανάληψη των πολύ υψηλών επιτοκίων που ίσχυαν προηγούμενες 10ετίες.
«Κατά μέσο όρο», σημείωσε, «το επίπεδο των επιτοκίων μπορεί, επόμενως, να αναμένουμε ότι θα διατηρηθεί πολύ χαμηλότερο από προηγούμενα επίπεδα. Όχι τόσο χαμηλό όσο σήμερα, αλλά σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι πριν από 30 χρόνια. Αυτό θα ισχύει ακόμη και η ανάκαμψη μετά την πανδημία οδηγήσει σε μία αύξηση των πραγματικών επιτοκίων».
Η βασική εξήγηση για τα χαμηλά επιτόκια των τελευταίων ετών είναι, σύμφωνα με τον επικεφαλής του ESM, η γήρανση του πληθυσμού που οδηγεί τον κόσμο να κάνει μεγαλύτερες αποταμιεύσεις.
«Η τάση για υψηλότερα ποσοστά αποταμίευσης μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλές χώρες και ενισχύεται από την αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου. Οι υψηλότερες αποταμιεύσεις με τη σειρά τους οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης για ασφαλή και χαμηλού ρίσκου assets», σημειώνει, με συνέπεια τη μείωση του επιτοκίου που διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων.
Πρέπει να πέσει ο διαχωρισμός Βορρά – Νότου
Ο Ρέγκλινγκ τονίζει ότι το ΣΣΑ στη σημερινή του μορφή δεν αντανακλά τις μεταβολές που έχουν γίνει στο μακροοικονομικό περιβάλλον και «μπορεί επομένως να οδηγήσει σε συμπεράσματα που δεν έχουν οικονομική λογική».
Και επαναφέρει την πρόταση του ESM για μείωση του χρέους που είναι μεγαλύτερο από το 100% του ΑΕΠ κατά ένα εικοστό (ή 5%) κάθε χρόνο με την αντίστοιχη προσαρμογή των πρωτογενών πλεονασμάτων, εκτός από τις περιπτώσεις που μία χώρα είναι σε ύφεση ή έχει ένα κενό στις δημόσιες επενδύσεις, το οποίο θα μετράται αντικειμενικά κριτήρια.
Καταλήγοντας, ο Ρέγκλινγκ εκφράζει την πεποίθησή του ότι το επόμενο βήμα θα είναι «μία συμφωνία σε ρεαλιστικές και εύστοχες κατευθυντήριες γραμμές της δημοσιονομικής πολιτικής». Και σημειώνει ότι είναι καλή ευκαιρία να πέσουν οι «παλιοί και τεχνητοί ανταγωνισμοί», για παράδειγμα μεταξύ Βορρά και Νότου.