ΣτΕ Β΄ Τμ. 7μ. 2446/2021Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδρος Ανταποδοτικό τέλος χρήσης υπεδάφους κοινόχρηστου χώρου δήμου: σ’ αυτό υπόκειται και ο παραχωρησιούχος που κάνει χρήση του υπεδάφους, ακόμη και αν το πράγμα που μετέρχεται για τη χρήση (λ.χ. αγωγός καυσίμου) ανήκει στο Δημόσιο ή σε άλλον (μειοψ.) καιανεξαρτήτως αν εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Το ύψος του τέλους καθορίζεται από το δημοτικό συμβούλιο με κριτήρια αναγόμενα στη φύση, τη θέση (περιοχές του δήμου υπό το έδαφος των οποίων ευρίσκονται οι καταλαμβανόμενοι χώροι και ειδικότερες συνθήκες αυτών) και τον όγκο του υπεδάφους, στο οποίο αφορά το παραχωρούμενο δικαίωμα κατάληψης και χρήσης, όχι όμως (πλέον) και στην ωφέλεια του παραχωρησιούχου (: δυνητικό οικονομικό όφελος εκ της χρήσης του ασκούντος την αντίστοιχη οικονομική/επιχειρηματική δραστηριότητα).
Ο Δήμος Ασπροπύργου επέβαλε στην Εταιρεία Αγωγού Καυσίμου Αεροδρομίου Αθηνών Α.Ε., η οποία έχει ως -δημοσίου συμφέροντος- σκοπό (άρθρο 25 ν. 3054/2002) την κατασκευή και λειτουργία, για συγκεκριμένο χρόνο, υπόγειου αγωγού για την τροφοδοσία, με αεροπορικό καύσιμο, του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος», τέλη χρήσης υπεδάφους κοινόχρηστων χώρων (άρθρου 13 παρ. 1 α´ β.δ. της 24.9/20.10.1958) για τα έτη 2013-2017. Το δικάσαν επί προσφυγής της ως άνω εταιρείας διοικητικό εφετείο, αφού έκρινε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 82 του προαναφερόμενου β.δ/τος απαλλαγή του Ελληνικού Δημοσίου από τα ανταποδοτικά τέλη δεν καταλαμβάνει τον παραχωρησιούχο που κάνει χρήση του υπεδάφους ούτε από τις διατάξεις του ν. 3054/2002 μπορεί να συναχθεί ότι ο αγωγός ανήκει στο Δημόσιο και πάντως η λειτουργία του δεν έχει αποδοθεί ακόμα σ’ αυτό, επικύρωσε τον επίδικο καταλογισμό.Το Δικαστήριο, αφού εκκίνησε από τη γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης, δέχθηκε ότι για την επιβολή του τέλους είναι αδιάφορο αν «ο χρησιμοποιών το υπέδαφος» έχει και την κυριότητα του πράγματος που μετέρχεται για την χρήση αυτήν, η οποία λαμβάνει χώρα, κατά κανόνα, προς εξυπηρέτηση της άσκησης ορισμένης οικονομικής/επιχειρηματικής δραστηριότητας και, συνεπώς, βαρύνει δικαιολογημένα το πρόσωπο που ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα (τελολογική ερμηνεία). Άλλωστε, σύμφωνα με την παρ. 9 του ίδιου ως άνω άρθρου (13 β.δ/τος του 1958), το πρόσωπο αυτό απαλλάσσεται από το τέλος μόνο δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου ή σύμβασης με το Δημόσιο κυρωθείσας με νόμο, σε εκτέλεση των οποίων προβαίνει σε χρήση των ως άνω δημοτικών και κοινοτικών χώρων (συστηματική ερμηνεία). Επομένως στο τέλος υπόκειται και ο παραχωρησιούχος πράγματος που ανήκει στο Δημόσιο ή σε άλλον. Κατά τη μειοψηφία, δεν επιβάλλεται τέλος σε βάρος του χρησιμοποιούντος πράγμα που έχει τεθεί στο υπέδαφος, εφόσον δεν είναι και κύριος αυτού, ακόμη και αν το πράγμα έχει τεθεί/κατασκευαστεί εκεί με δαπάνες του εν λόγω προσώπου ή εξυπηρετεί (και) τους επιχειρηματικούς σκοπούς του, λαμβανομένου υπόψη ότι η χρήση του υπεδάφους διά της κατάληψης του οικείου χώρου από τον κύριο του πράγματος (εγκατάστασης) είναι προηγούμενη και κύρια/πρωταρχική σε σχέση με την επακόλουθη και απλώς έμμεση χρήση του υπεδάφους από το πρόσωπο που χρησιμοποιεί ή/και διαχειρίζεται την οικεία εγκατάσταση.Περαιτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε, ομόφωνα, ότι το εν λόγω τέλος επιβάλλεται ακόμα και αν η τοιαύτη χρήση γίνεται προς εξυπηρέτηση (και) σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δη κρατικού (και όχι απλώς τοπικού) ενδιαφέροντος. Ακολούθως απέρριψε όσους λόγους αναιρέσεως κατέτειναν στην αναγνώριση της παρανομίας της καθόλου επιβολής των ένδικων τελών, σε αντίθεση με τις προεκτεθείσες ερμηνευτικές παραδοχές.Εν συνεχεία, προκειμένου του κανονιστικού καθορισμού του ύψους του τέλους, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι αυτό επιβάλλεται έναντι και στο πλαίσιο της νόμιμης κατάληψης δημόσιου πράγματος (ratio επίμαχου βάρους), δέχθηκε, ομόφωνα, ότι η κατ’ άρθρο 13 παρ. 3 γ´ β.δ/τος του 1958 σχετική εξουσία του δημοτικού συμβουλίου πρέπει να ασκείται εντός του πλαισίου που διαγράφεται από το ύψος της αξίας του παραχωρούμενου (από τον δήμο ή παραχωρηθέντος με νόμο, όπως εν προκειμένω) δικαιώματος χρήσης υπεδάφους. Το εν λόγω πλαίσιο διαμορφώνεται με κριτήρια αντικειμενικά, αναγόμενα στη φύση, τη θέση και τον όγκο του δημόσιου πράγματος (υπεδάφους), στο οποίο αφορά το παραχωρούμενο δικαίωμα κατάληψης και χρήσης. Επομένως, λαμβάνονται υπόψη οι περιοχές εντός του δήμου υπό το έδαφος των οποίων ευρίσκονται οι καταλαμβανόμενοι χώροι και οι ειδικότερες συνθήκες αυτών (βλ. και περ. α´ προαναφερόμενου άρθρου 13 παρ. 3) καθώς και ο πράγματι καταλαμβανόμενος όγκος του υπεδάφους από τους αγωγούς, τους σωλήνες και τις άλλες υπόγειες εγκαταστάσεις. Μεταξύ των ως άνω κριτηρίων δεν περιλαμβάνεται, όπως στο προϊσχύσαν δίκαιο, η ωφέλεια για τον χρησιμοποιούντα το υπέδαφος. Κατά τη γνώμη του εισηγητή, ενόψει της ratio της εξουσιοδοτικής διάταξης ερμηνευόμενης υπό το φως των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας των περιορισμών της οικονομικής ελευθερίας και του δικαιώματος περιουσίας των βαρυνόμενων κατά τον νόμο προσώπων, κριτήριο καθορισμού του ύψους του τέλους αποτελεί και το οικονομικό όφελος που (δύναται να) αντλεί εκ της χρήσης αυτής ο βαρυνόμενος με το τέλος και ασκών την αντίστοιχη οικονομική/επιχειρηματική δραστηριότητα. Το όφελος εκτιμάται με βάση τις ειδικότερες συνθήκες και τα συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα και αποτελέσματα της επιχειρηματικής δραστηριότητας που εξυπηρετεί η παραχωρούμενη χρήση του υπεδάφους και τα αντίστοιχα οικονομικά μεγέθη, όπως είναι ιδίως τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα ή ο σχετικός κύκλος εργασιών της βαρυνόμενης επιχείρησης. Ακολούθως, το Δικαστήριο αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού δίκασε την προσφυγή, ακύρωσε τον επίδικο καταλογισμό, διότι ο κανονιστικός προσδιορισμός του ένδικου τέλους (α) εχώρησε μέσω της θέσπισης συντελεστών επιβάρυνσης, και δη ιδιαίτερα υψηλών, ανά κυβικό μέτρο, χωρίς να στηρίζεται σε εκτίμηση και εφαρμογή συγκεκριμένων αντικειμενικών κριτηρίων, αναγόμενων στις περιοχές υπό το έδαφος των οποίων ευρίσκονται οι καταλαμβανόμενοι χώροι καθώς και στις ειδικότερες συνθήκες αυτών και (β) διενεργήθηκε κατ’ εκτίμηση και του μη νόμιμου κριτηρίου του οφέλους που έχει προκύψει για όσους χρησιμοποιούν το υπέδαφος.