Για να εξακριβωθεί το εφαρμοστέο δίκαιο των προνομιών κρίσιμος είναι ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης και όχι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση
Ο Άρειος Πάγος με απόφασή του επί σχετικής αίτησης αναίρεσης, έκρινε πως, παρά την ισχύ της διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, εφόσον η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε μετά την 1.1.2016, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης οι διατάξεις των άρθρων 975 – 978 και 1007 του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 1151/2021).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους.
Συνεπώς, και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται, όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών.
Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμή, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016.
Επιπλέον, το δικαστήριο επεσήμανε πως ως επιταγή νοείται εκείνη που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών, ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων.
Εν προκειμένω, το αναιρεσείον με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι εσφαλμένα έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 975 – 978 και 1007 του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση ήταν εφαρμοστέες, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/201, οι πιο πάνω διατάξεις έπρεπε να εφαρμοστούν, όπως ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι διατάξεις του νόμου αυτού.
Το δικαστήριο έκρινε πως, στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή προς εκτέλεση που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που επιδόθηκε στις 13.9.2016.
Έκρινε, συνεπώς, ότι εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε μετά την 1.1.2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης (4130/2018) οι πιο πάνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο sakkoulas-online.gr.