Επιβεβαιώθηκε το αισιόδοξο σενάριο και όχι οι δυσοίωνες προβλέψεις ότι ο τραπεζικός κλάδος κινδυνεύει με νέο αποκλεισμό από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και με καθυστερήσεις στην εκτέλεση του προγράμματος εξυγίανσής του.
Στις αρχές του 2021 όταν οι τράπεζες, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ανακοίνωναν τα αποτελέσματα γ΄ τριμήνου της προηγούμενης χρήσης, οι διοικήσεις τους εμφανίζονταν μεν αισιόδοξες για τη συνέχεια, ωστόσο πάντοτε οι δηλώσεις τους συνοδεύονταν από ένα «υπό την προϋπόθεση ότι…».
Ήταν η περίοδος που η χώρα βρισκόταν σε αυστηρό lockdown, είχαν μόλις φτάσει τα πρώτα εμβόλια για τον κορωνοϊό και ο γενικός πληθυσμός ήταν ακάλυπτος, ενώ η διατύπωση ασφαλών εκτιμήσεων για την πορεία της πανδημίας και της οικονομίας κατ΄ επέκταση, ήταν εξαιρετικά δυσχερής.
Τελικά επιβεβαιώθηκε το αισιόδοξο σενάριο και όχι οι δυσοίωνες προβλέψεις ότι ο κλάδος κινδυνεύει με νέο αποκλεισμό από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και με καθυστερήσεις στην εκτέλεση του προγράμματος εξυγίανσής του.
Αναμφίβολα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ήταν αρωγός στην προσπάθεια να αποφύγουμε τα χειρότερα, καθώς στήριξε την Ελλάδα μέσω του έκτακτου προγράμματος επαναγοράς κρατικών τίτλων, διατηρώντας τη ρευστότητα σε υψηλά επίπεδα και μειώνοντας ταυτόχρονα τα επιτόκια δανεισμού τραπεζών και δημοσίου.
Άντληση κεφαλαίων
Οι 4 συστημικοί όμιλοι δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Βγήκαν όσες φορές ήθελαν στις αγορές, αντλώντας μάλιστα μέσω αυξήσεων κεφαλαίων για πρώτη φορά μετά από 5,5 χρόνια, 2,2 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, ενίσχυσαν τους συνολικές δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατά 3 δισ. ευρώ περίπου με τη διάθεση εναλλακτικών ομολόγων, στο πλαίσιο της νέας οδηγίας MREL που επιβάλλει την ενίσχυση των σχετικών δεικτών στο 26% έως το 2025.
Από την άλλη, όχι μόνο δεν καθυστέρησε το πρόγραμμα τιτλοποιήσεων και πωλήσεων κόκκινων δανείων, αλλά επιταχύνθηκε.
Οι τράπεζες αναμένεται να πετύχουν στο σύνολο της χρήσης 2021 τη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κοντά ή κάτω από το 10%, έστω και σε pro forma βάση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και τον περασμένο Σεπτέμβριο είχαν ολοκληρωθεί τιτλοποιήσεις και πωλήσεις δανείων άνω των 32 δισ. ευρώ, κάποιες από τις οποίες προετοιμάζονταν από το 2020.
Κάτω από 10% ο δείκτης NPE
Εκτιμάται ότι στο τέλος της εφετινής χρονιάς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE) έπεσαν στα επίπεδα των 15 δισ. ευρώ από 47 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2020.
Εξάλλου, δεν επαληθεύτηκαν τα σενάρια για δημιουργία νέων κόκκινων δανείων άνω των 8 δισ. ευρώ λόγω της πανδημίας.
Τα προγράμματα αναστολής δόσεων που έτρεξαν μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα που δόθηκε στους δανειολήπτες από τις τράπεζες, να επιστρέψουν στις παλαιές μηνιαίες καταβολές σταδιακά, έχουν συμβάλει έως σήμερα καθοριστικά στη διατήρηση των σχετικών επισφαλειών σε χαμηλά και απολύτως διαχειρίσιμα επίπεδα. Οι τραπεζικές διοικήσεις εκτιμούν ότι δεν θα ξεπεράσουν τα 4 δισ. ευρώ.
Οι οργανικές επιδόσεις
Ενθαρρυντικές ήταν οι επιδόσεις των τραπεζών και σε οργανικό επίπεδο, καθώς το πρόγραμμα μετασχηματισμού τους προχωρά. Όταν ολοκληρωθεί, θα έχουμε μικρότερα και πιο αποδοτικά σχήματα.
Οι πωλήσεις απλών προϊόντων θα γίνονται σχεδόν αποκλειστικά μέσω e-banking και οι πιο σύνθετες υπηρεσίες θα παρέχονται υπό το συμβουλευτική συνδρομή εξειδικευμένων στελεχών.
Τα πρώτα αποτελέσματα από την αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των τραπεζών είναι ήδη ορατά.
Μέσα στο 2021 πέτυχαν από τη μία πλευρά σημαντική ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες και από την άλλη συνεχίστηκε η μείωση του λειτουργικού κόστους, κυρίως μέσω οικειοθελών αποχωρήσεων εργαζομένων και δράσεων αναδιάρθρωσης του δικτύου των καταστημάτων τους.
Εξάλλου, προς την κατεύθυνση περιορισμού των δαπανών, ολοκληρώθηκαν και δρομολογήθηκαν αποεπενδύσεις από τις μη βασικές τραπεζικές δραστηριότητες, όπως πχ. ο τομέας της εκκαθάρισης συναλλαγών.
Όπως σημειώνει τραπεζική πηγή, η μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω της ταχείας αποενοποίησης κόκκινων δανείων, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη εάν η πιστωτική επέκταση στην επιχειρηματική πίστη δεν επέστρεφε σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά την υπερδεκαετή κρίση».
Και εν τέλει, τονίζει σχετικά, «οι όποιες απώλειες υπερκαλύφθηκαν από τη σημαντική ενίσχυση των προμηθειών που εισέπραξαν τα πιστωτικά ιδρύματα».
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2021 τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ξεπέρασαν το 1 δισ. ευρώ, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 160 εκατ. ευρώ ή 17%.
Εργαζόμενοι και καταστήματα
Στον αντίποδα, επιτεύχθηκε αξιοσημείωτη πρόοδος και στα σχέδια περιορισμού των λειτουργικών εξόδων.
Την υπό εξέταση περίοδο μειώθηκαν κατά 2,50% στους 4 μεγάλους του κλάδου, ενώ ακόμη μεγαλύτερη ήταν η υποχώρηση των δαπανών για το προσωπικό, που έφτασε το -8% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Επιπλέον, ο αριθμός των εργαζομένων υποχώρησε κατά 2.800 άτομα περίπου στα επίπεδα των 33.000, ενώ το δίκτυο των καταστημάτων συρρικνώθηκε κατά 10%, με τον αριθμό τους να πέφτει σε επίπεδα λίγο πάνω από τα 1.500.
Η παραπάνω στρατηγική θα συνεχιστεί και το 2022 με στόχο κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη διετία, ενδεχομένως και άμεσα από κάποιες τράπεζες, να διανεμηθεί μέρισμα στους μετόχους για πρώτη φορά από το 2008.
Στο πλαίσιο αυτό, θα δοθεί διμέτωπος αγώνας για την επιστροφή της καθαρής κερδοφορίας σε υψηλά και βιώσιμα επίπεδα, μέσω νέων πρωτοβουλιών αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών.