Μέχρι το πρώτο 10ήμερο Φεβρουαρίου, εκτός απροόπτου, οι τράπεζες θα απευθύνουν πρόσκληση ενδιαφέροντος στους επενδυτές και θα αρχίσει η ροή αιτήσεων χρηματοδότησης
Αρτεμις Σπηλιώτη
Το 2022 είναι μια ακόμα χρονιά προκλήσεων για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά αποτελεί και ορόσημο καθώς μετά από σχεδόν μια δεκαετία ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE ration) αναμένεται να διαμορφωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό. Την αρχή έκανε ήδη η Eurobank, καθώς στο 9μηνο του 2022 έχει ανακοινώσει δείκτη ΝPE στο 7,3% και σταδιακά μέχρι το τέλος της νέας χρονιά θα ακολουθήσουν η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς.
Οι επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών στο μέτωπο μείωσης των «κόκκινων» δανείων εν μέσω πανδημίας είναι πράγματι εντυπωσιακός, καθώς με την καθοριστική βοήθεια του σχεδίου «Ηρακλής» κατάφεραν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 26,3 δις ευρώ στο 9μηνο.
Ωστόσο υπάρχουν δύο σοβαροί παράμετροι σε αυτή την προσπάθεια:
Ο πρώτος αφορά το κόστος που είχαν οι τιτλοποιήσεις για τις ίδιες τις τράπεζες , καθώς το 2020 οι προβλέψεις που σχηματίστηκαν και οι ζημιές που έχουν εγγραφεί για τις τιτλοποιήσεις διαμορφώθηκαν σε 5,6 δις ευρώ και το 2021 έφτασαν στα 6,3 δις. ευρώ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει η κεφαλαιακή επαρκεια με τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 − CET1) και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση να διαμορφώνονται σε 12,6% και 15,1% αντίστοιχα το 9μηνο του 2021.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η εξυγίανση των ισολογισμών επέτρεψε την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για δύο τράπεζες, την Πειραιώς και την Alpha Bank αλλά και την έκδοση ομολογιακών εκδόσεων με στόχο τη δημιουργία «μαξιλαριού» ρευστότητας ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις ΜREL. Ετσι, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα άντλησε κεφάλαια άνω των 6 δις ευρώ, οι ξένοι οίκοι έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης και η πορεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελεί καθοριστική παράμετρο για να κερδίσει η χώρα μας την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Σε κάθε περίπτωση το 2022 η προσπάθεια ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών – με όρους ποσοτικούς αλλά και ποιοτικούς – θα συνεχιστεί και το 2022. Χρονιά που περιλαμβάνει μια ακόμα πολύ σοβαρή πρόκληση για τις τράπεζες του Ευρωσυστήματος, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών – και είναι αυτή η αντιμετώπιση και θωράκισή τους έναντι των κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Θέμα που βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα της ΕΚΤ.
Ρόλος-«κλειδί» για τους servicers
Η δεύτερη παράμετρος είναι αυτή που αφορά τα προβληματικά δάνεια, που ναι μεν «φεύγουν» από τους ισολογισμούς των τραπεζών αλλά παραμένουν στην πραγματική οικονομία, με τους servicers να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της διαχείρισης τους.
Η διατήρηση της αβεβαιότητας, λόγω της πανδημίας μπορεί να κάνει δυσκολότερη την προσπάθεια για εξυγίανση της οικονομίας από τα «κόκκινα» δάνεια και την επιστροφή χιλιάδων «κόκκινων» δανειοληπτών στην «πράσινη» ζώνη, δηλαδή στην κανονικότητα των πληρωμών μέσω βιώσιμων ρυθμίσεων, ωστόσο αποτελεί το βασικό ζητούμενο και στοίχημα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι ακόμα, όπως έχει επισημάνει τόσο η ΤτΕ όσο και ο SSM, δεν έχουμε πλήρη αποτύπωση των επιπτώσεων της πανδημίας και ενώ οι φόβοι δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων είναι βάσιμοι.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Σταθερότητας έθεσε ως στόχο –πρόκληση τη συγκράτηση των κόκκινων δανείων κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Όπως όλα δείχνουν το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο προς αυτή τη κατεύθυνση, με δεδομένο ότι λήγουν τα προγράμματα στήριξης, όπως Γέφυρα Ι και Γεφυρα ΙΙ. Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την πολύ μεγάλη εμπειρία που έχουν αποκτήσει οι ελληνικές τράπεζες στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων την τελευταία 10ετία.
Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον «πανδημικής αβεβαιότητας» οι τράπεζες ρίχνουν μεγάλο βάρος και στην χρηματοδότηση της οικονομίας, με το Ταμείο Ανάκαμψης να αποτελεί το «πετράδι του στέμματος». Παράλληλα δεν παραγνωρίζεται η σημασία χρηματοδότησης και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που στην παρούσα φάση τουλάχιστον δεν μπορούν να ωφεληθούν από το Ταμείο με τη συζήτηση περί μεγαλύτερης ευελιξίας σε ότι αφορά τα κριτήρια χρηματοδότησης – στον βαθμό που το επιτρέπουν οι εποπτικοί κανόνες – να παραμένει «ανοιχτή». Πάντως οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν προγραμματίσει για νέες χορηγήσεις συνολικού ύψους 20 δις ευρώ και στο πλαίσιο αυτό αναβαθμίζουν τον συμβουλευτικό τους ρόλο, ώστε να καθοδηγήσουν και να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις που έχουν βιώσιμα σχέδια, αξιοποιώντας ευρωπαϊκούς πόρους, πέραν του Ταμείου Ανάκαμψης, πχ. ΕΣΠΑ.
Σε ότι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) πριν από λίγες ημέρες υπεγράφησαν οι των έξι τραπεζών (Εθνική, Πειραιώς, Αlpha Bank, Eurobank, Optima, Παγκρήτια) με το υπουργείο Οικονομικών που ανοίγουν άμεσα το δρόμο για επενδύσεις ύψους 3,5 δις. ευρώ. Σε όλο το προηγούμενο διάστημα είχε γίνει πολύ σοβαρή προεργασία, είχαν εντοπιστεί επιχειρηματικά σχέδια που πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης στο ΤΑΑ και πλέον οι εγκρίσεις θα τρέξουν πολύ γρήγορα κυρίως σε κλάδους που οι τράπεζες έχουν ήδη μεγάλο χαρτοφυλάκιο και μεγάλη εμπειρία, αλλά σε κάθε περίπτωση στόχος είναι να εντός διμήνου το αργότερο να έχουν μπει οι υπογραφές.
Μέχρι το πρώτο 10ήμερο Φεβρουαρίου, εκτός απροόπτου, οι τράπεζες θα απευθύνουν πρόσκληση ενδιαφέροντος στους επενδυτές και θα αρχίσει η ροή αιτήσεων χρηματοδότησης. Όπως είναι γνωστό από τα 30,5 δισ. ευρώ του «Ελλάδα 2.0», τα 12,7 δισ. ευρώ αφορούν σε δάνεια και τα υπόλοιπα 17,8 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις. Το συνολικό ποσό για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που θα κινητοποιηθεί, μέσω μόχλευσης, εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 60 δισ. ευρώ.