Σύμφωνα με σχετική καταγγελία, ο φοιτητής αντέγραψε μέρος της διδακτορικής του διατριβής χωρίς να το αναφέρει και το παρουσίασε ως διπλωματική εργασία για να αποκτήσει το μεταπτυχιακό δίπλωμα
Με γνωμοδότησή του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (γνωμΝΣΚ 177/2021) απάντησε σε ερώτημα του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας αναφορικά με το εάν υφίσταται ή όχι υποχρέωση ανάκλησης του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης του συγκεκριμένου αποφοίτου του Δ.Π.Μ.Σ έπειτα από καταγγελία για αυτο-λογοκλοπή κατά την εκπόνηση διπλωματικής εργασίας.
Συγκεκριμένα το ερώτημα αφορούσε στο εάν, ενόψει:
α) των διατάξεων της παρ. 5.3 του άρθρου 5 του Ενιαίου Κανονισμού των Διατμηματικών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας,
β) των συγκεκριμένων δεδομένων και περιστατικών, τα οποία προέκυψαν από σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα αναφορικά με ύπαρξη σχετικής καταγγελίας για αυτο-λογοκλοπή κατά την εκπόνηση διπλωματικής εργασίας από τέως μεταπτυχιακό φοιτητή,
γ) της επιστολής της Τριμελούς Επιτροπής που εξέτασε το θέμα και
δ) του γεγονότος ότι ο τίτλος απονεμήθηκε πριν από 11 χρόνια (19.03.2010),
υφίσταται ή όχι υποχρέωση ανάκλησης του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης αποφοίτου του ΔΠΜΣ στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την σχετική καταγγελία, η οποία υποβλήθηκε από Αναπληρωτή Καθηγητή, ο φοιτητής αντέγραψε μέρος της διδακτορικής του διατριβής (χωρίς να το αναφέρει) και το παρουσίασε ως διπλωματική εργασία για να αποκτήσει το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Πράγματι, υπήρξε ομοιότητα της διπλωματικής εργασίας με την διδακτορική διατριβή του, ο οποίος ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε ότι κάτι τέτοιο ήταν απαγορευτικό.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της αρχής, όσον αφορά στο ζήτημα της ανάκλησης μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης αποφοίτου του Δ.Π.Μ.Σ., υφίσταται σχετική υποχρέωση των αρμοδίων οργάνων μόνο σε περίπτωση διαπιστωμένης πράξης λογοκλοπής, ήτοι αντιγραφής πνευματικής εργασίας τρίτου προσώπου χωρίς αυτή να συνοδεύεται από αναγνώριση της πηγής της εργασίας αυτής, και όχι σε περίπτωση αυτο – λογοκλοπής.
Στην περίπτωση ανάκλησης, η ανακλητική πράξη πρέπει να είναι αιτιολογημένη με αναφορά σε εκείνα τα συγκεκριμένα περιστατικά ή στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του Πανεπιστημίου (και κατ’ επέκταση και των Δ.Π.Μ.Σ. αυτού) και τον Ενιαίο Κανονισμό αυτών, θεμελιώνουν την παράνομη πράξη της λογοκλοπής και, κατ` ακολουθίαν, την συνδρομή νομίμου λόγου ανάκλησης.
Περαιτέρω, η Αρχή επεσήμανε δεν μπορεί να λάβει χώρα ανάκληση μεταπτυχιακού διπλώματος μετά την πάροδο πενταετίας από την απονομή του, εκτός και εάν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή γίνεται στα πλαίσια συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο ακυρωτικής απόφασης ή ο φοιτητής, στον οποίο απονεμήθηκε ο κρίσιμος τίτλος, «παρέσυρε» τα αρμόδια όργανα του Ιδρύματος στην έκδοσή του με απατηλές ενέργειες.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους κατέληξε πως, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο φοιτητής αντέγραψε μέρος της διδακτορικής του διατριβής, χωρίς να το αναφέρει, και το παρουσίασε ως διπλωματική εργασία για να αποκτήσει το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, δεν τίθεται ζήτημα ανάκλησης του εν λόγω τίτλου. Και τούτο, διότι δεν προβλέπεται ως παράπτωμα κατά της ακαδημαϊκής κοινότητας η αυτο – λογοκλοπή.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η ανάκληση μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης μετά την πάροδο έντεκα και πλέον ετών από την απονομή του προϋποθέτει την εξέταση από τα αρμόδια όργανα της συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος ή περίπτωσης συμμόρφωσης σε ακυρωτική δικαστική απόφαση ή περίπτωσης έκδοσής του συνεπεία απατηλών ενεργειών του αποφοίτου.
Απόσπασμα γνωμοδότησης
Λογοκλοπή (αγγλικά: «plagiarism») είναι η «ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας με ανήθικο, παράνομο τρόπο» (πρβλ. «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη). Με άλλα λόγια, λογοκλοπή είναι η – εκούσια ή ακούσια – χρήση της πνευματικής εργασίας (ιδεών, ερευνητικών αποτελεσμάτων, συγγραφικού έργου) τρίτων, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από αναγνώριση της πηγής της εργασίας. Στον ακαδημαϊκό χώρο η λογοκλοπή από φοιτητές, καθηγητές ή ερευνητές θεωρείται ακαδημαϊκή ανεντιμότητα ή ακαδημαϊκή απάτη και οι παραβάτες υπόκεινται σε ακαδημαϊκή μομφή, μέχρι και αποπομπή4 . Πολλά ιδρύματα χρησιμοποιούν λογισμικό εντοπισμού λογοκλοπής για να αποκαλύψουν το ενδεχόμενο λογοκλοπής και να αποτρέψουν τους φοιτητές από τη διάπραξή της. Υπό το ως άνω πρίσμα γίνεται δεκτό ότι η λογοκλοπή, στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας, αναφέρεται σε πρωτότυπο υλικό, το οποίο μπορεί να προέρχεται από δημοσιευμένες ή αδημοσίευτες πηγές, όπως βιβλία, επιστημονικά άρθρα, ιστοσελίδες διαδικτύου, πανεπιστημιακές σημειώσεις διδασκόντων, καθώς επίσης και από πτυχιακές και μεταπτυχιακές εργασίες, τμήματα από Διδακτορικές Διατριβές ή από άλλες εργασίες που έχουν εκπονηθεί από τρίτα πρόσωπα. Οι πράξεις λογοκλοπής αφορούν στην αντιγραφή «λέξη προς λέξη», την παράφραση κειμένου μικρής ή μεγάλης έκτασης σε βαθμό που να παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το πρωτότυπο υλικό, την περιληπτική ή συνοπτική αποτύπωση υλικού, την αντιγραφή πινάκων, γραφημάτων, στατιστικών δεδομένων, εικόνων, ιδεών καθώς και την οικειοποίηση ή αντιγραφή κάθε είδους υλικού (προφορικές ανακοινώσεις, δείγματα τέχνης) που καθιστά εργασία ή πνευματικό έργο ενός άλλου προσώπου χωρίς την αρμόζουσα αναφορά στο πρόσωπο, το οποίο παρήγαγε αρχικά τα παραπάνω αναφερθέντα. Επιπλέον, η λογοκλοπή μπορεί να αναφέρεται στη μετάφραση υλικού, η οποία είναι προϊόν εργασίας ενός άλλου προσώπου χωρίς την αρμόζουσα αναφορά στο πρόσωπο αυτό. Η λογοκλοπή ως παράπτωμα δεν αναιρείται ακόμη και σε περίπτωση που έγινε χωρίς πρόθεση ή με έλλειψη επίγνωσης των κανόνων που διέπουν την ακαδημαϊκή δεοντολογία ή και σε περιπτώσεις που το ίδιο το άτομο, στο οποίο αποδίδεται η πρωτότυπη εργασία, επιτρέψει να χρησιμοποιηθεί η εργασία του χωρίς την αρμόζουσα αναφορά του ιδίου, δηλαδή της πρωτότυπης πηγής.
Η αυτο-λογοκλοπή (αγγλικά: «self – plagiarism» επίσης γνωστή ως «ανακύκλωση απάτης») είναι η επαναχρησιμοποίηση σημαντικών, ταυτόσημων ή σχεδόν πανομοιότυπων τμημάτων εργασίας κάποιου χωρίς να αναγνωρίζεται ότι κάποιος κάνει κάτι τέτοιο ή να αναφέρεται το πρωτότυπο έργο. Σε ακαδημαϊκούς τομείς, αυτο-λογοκλοπή προκύπτει όταν ένας συγγραφέας επαναχρησιμοποιεί τμήματα του δικού του έργου που δημοσιεύονται και κατοχυρώνονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στις επόμενες δημοσιεύσεις, αλλά χωρίς απόδοση της προηγούμενης δημοσίευσης. Ο εντοπισμός της αυτο-λογοκλοπής είναι συχνά δύσκολος διότι η περιορισμένη επαναχρησιμοποίηση του υλικού είναι αποδεκτή τόσο νόμιμα (ως δίκαιη χρήση) όσο και ηθικά. Ζητήματα ερευνητικής ηθικής και ακεραιότητας εγείρονται σε περιπτώσεις εκτεταμένης και επαναλαμβανόμενης επαναχρησιμοποίησης του ίδιου υλικού χωρίς πραγματοποίησης νέας έρευνας π.χ. στα πλαίσια ερευνητικών δημοσιεύσεων όταν έχει ως στόχο την προώθηση της καριέρας των ερευνητών ή την προσέλκυση χρηματοδότησης.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι από μερίδα της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας η έννοια της αυτο-λογοκλοπής έχει αμφισβητηθεί ως αντιφατική και οξύμωρη.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση στο nsk.gr.