ΑΠΟΦΑΣΗ
D’Amico κατά Ιταλίας της 17.02.2022 (αρ. προσφ. 46586/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερου νόμου για σύνταξη δικαιούχου ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία για το ύψος της σύνταξης στα δικαστήρια. Δίκαιη δίκη και κράτος δικαίου.
Η προσφεύγουσα λάμβανε σύνταξη χηρείας. Νέος νόμος για τον υπολογισμό συντάξεων τέθηκε σε εφαρμογή με αναδρομική ισχύ και εφαρμόστηκε σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων. Η υπόθεση της προσφεύγουσας εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου και συνεπεία του νέου δυσμενέστερου νόμου τον οποίο εφάρμοσε το δικαστήριο, ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που ήταν υπέρ της. Το ποσό της σύνταξής της μειώθηκε. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μόνο επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια τέτοια παρέμβαση του νομοθέτη. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου και η έννοια της δίκαιης δίκης απαιτούν οι λόγοι που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν τέτοια μέτρα να αντιμετωπίζονται με τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό περίσκεψης.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο στόχος της εναρμόνισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, αν και προς το δημόσιο συμφέρον, δεν ήταν αρκετά επιτακτικός για την αντιμετώπιση των κινδύνων που υφίστανται στην αναδρομική ισχύ της νομοθεσίας που επηρεάζει μια εκκρεμή διαφορά. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι θα μπορούσε να το πράξει χωρίς να καταφύγει σε αναδρομική εφαρμογή του νόμου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσά 9.700 ευρώ για αποζημίωση και 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Immacolata Filomena D’Amico, είναι υπήκοος της Ιταλίας η οποία γεννήθηκε το 1938 και ζει στη Matera (Ιταλία).
Η προσφεύγουσα λάμβανε την σύνταξη του συζύγου της ως χήρα δικαιούχου σύνταξης. Το ποσό της σύνταξης είχε καθοριστεί ανάλογα με την κατηγορία ασφάλισης και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που είχε καταβάλει ο δικαιούχος. Η υπόθεση αφορούσε τη θέσπιση του Ν. 296/2006, που άλλαξε τους τρόπους υπολογισμού της σύνταξής της, ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το ύψος της. Οι αλλαγές στον σχετικό νόμο, οι οποίες ίσχυσαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, η οποία απόφαση είχε εκδοθεί υπέρ της, και ενώ εκκρεμούσε η έφεση που είχε ασκηθεί από το αντίδικο μέρος, είχαν ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση.
Επικαλούμενη το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κατήγγειλε ότι ο νέος Νόμος που ίσχυσε αναδρομικά, ο οποίος ήταν αντίθετος από την πάγια νομολογία και ενώ η διαδικασία στην υπόθεσή της ήταν σε εξέλιξη παραβίασε το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι, μολονότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίσει νέες διατάξεις για τη ρύθμιση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τους ισχύοντες νόμους με αναδρομική ισχύ, η αρχή του κράτους δικαίου και η έννοια της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 αποκλείουν οποιαδήποτε παρέμβαση του νομοθέτη – εκτός από όταν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος – στην απονομή της δικαιοσύνης που αποσκοπεί να επηρεάσει τη δικαστική επίλυση μιας διαφοράς. Παρόλο που ο νόμοι που ρυθμίζουν τα συνταξιοδοτικά θέματα ενδέχεται να αλλάξουν και δεν μπορεί να γίνει επίκληση δικαστικής απόφασης ως εγγύηση έναντι τέτοιων μελλοντικών αλλαγών, ακόμη και αν τέτοιες αλλαγές είναι σε βάρος ορισμένων δικαιούχων σύνταξης, το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει στη διαδικασία εκδίκασης συνταξιοδοτικών υποθέσεων με αυθαίρετο τρόπο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τις συνέπειες του Ν. 296/2006 και το χρόνο ψήφισής του. Σημείωσε ότι ο νόμος απέκλειε ρητά από το πεδίο εφαρμογής του τις συντάξεις χηρείας που είχαν ήδη καθοριστεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και διευθετήθηκαν οριστικά οι όροι των διαφορών ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων Πράγματι, η ψήφιση του Ν. 296/2006, ενώ η διαδικασία εκκρεμούσε, στην πραγματικότητα προσδιόρισε την ουσία των διαφορών, και η εφαρμογή του από τα διάφορα τακτικά δικαστήρια κατέστησε άσκοπη τη συνέχιση των προσφυγών μιας ολόκληρης κατηγορίας προσφευγόντων. Έτσι, ο νόμος είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει οριστικά την έκβαση της εκκρεμούς διαφοράς στην οποία συμμετείχε το Δημόσιο, επικυρώνοντας τη θέση του Δημοσίου σε βάρος των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μόνο επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια τέτοια παρέμβαση του νομοθέτη. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου και η έννοια της δίκαιης δίκης απαιτούν οι λόγοι που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν τέτοια μέτρα να αντιμετωπίζονται με τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό περίσκεψης.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε επανειλημμένα ότι υπήρχε μειοψήφησα νομολογία που δεν ήταν ευνοϊκή για άτομα της ίδιας θέσης με την προσφεύγουσα, όπως επιβεβαιώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του το 2011. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη θέσπιση της επίμαχης νομοθεσίας το Ελεγκτικό Συνέδριο (σε ολομέλεια) είχε εκδώσει θετική εισήγηση υπέρ της προσφεύγουσας. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να διακρίνει γιατί οι αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως μετά την απόφαση των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θα απαιτούσαν νομοθετική παρέμβαση όσο εκκρεμούσαν οι διαδικασίες. Επανέλαβε ότι τέτοιες αποκλίσεις είναι εγγενείς του οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος που εκδίδονται διαφορετικές αποφάσεις στα κατά τόπους αρμόδια δικαστήρια και ο ρόλος του ανώτατου δικαστηρίου είναι ακριβώς να επιλύει τις συγκρούσεις μεταξύ των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων.
Όσον αφορά το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο νόμος ήταν απαραίτητος για την αντιμετώπιση της μεγάλης οικονομικής ανισορροπίας του συνταξιοδοτικού συστήματος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει προγεέστερα ότι οι οικονομικοί λόγοι δεν μπορούν από μόνοι τους να δικαιολογήσουν την υποκατάσταση του νομοθέτη από τα δικαστήρια για την επίλυση διαφορών.
Υποστήριξε περαιτέρω ότι ο νόμος ήταν απαραίτητος για την επίτευξη ενός ομοιογενούς συνταξιοδοτικού συστήματος, ιδίως με την κατάργηση ενός συστήματος που ευνοούσε τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα έναντι άλλων. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχαν σημαντικές ατέλειες στη νομοθεσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο νόμος επιδίωκε να επαναφέρει την αρχική πρόθεση του νομοθέτη, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο στόχος της εναρμόνισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, αν και προς το δημόσιο συμφέρον, δεν ήταν αρκετά επιτακτικός για την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενυπάρχουν στην αναδρομική ισχύ της νομοθεσίας που επηρεάζει μια εκκρεμή διαφορά. Πράγματι, ακόμη και αν αποδεχτεί ότι το κράτος προσπαθούσε να προσαρμόσει μια κατάσταση που δεν είχε αρχικά την πρόθεση να δημιουργήσει, το Δικαστήριο σημείωσε ότι θα μπορούσε να το πράξει χωρίς να καταφύγει σε αναδρομική εφαρμογή του νόμου.
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 9.700 ευρώ ως αποζημίωση και 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).