ΑΠ 333/2021 (πολ.): Διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή – Για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094ΑΚ στοιχεία, απαιτείται και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, απαιτείται ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του. Αοριστία αγωγής ως προς την ταυτότητα των επίδικων ακινήτων – Δεν προσδιορίζει την ακριβή θέση των τεμαχίων σε σχέση με τα μείζονα γεωτεμάχια, καθώς και τα όρια αυτών, ήτοι δεν εξειδικεύει με ποιες ιδιοκτησίες συνορεύουν και σε τι μήκος με κάθε μία.
“Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α’και β’ ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας.
Προκειμένου, ειδικότερα περί διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, απαιτείται ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου, ούτε και να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα στο οποίο αυτό να εμφαίνεται.
Οι αναιρεσίβλητοι, με την επιτρεπτώς επισκοπούμενη αίτησή τους, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου εξέθεταν ότι κατέστησαν συγκύριοι από κληρονομική διαδοχή των γονέων τους, άλλως με έκτακτη χρησικτησία αγρού 14.750 τ.μ. στη …, ο οποίος κατά την κτηματογράφηση κατατμήθηκε σε τρία γεωτεμάχια:
α) 6.251,79τμ και αναγραφόμενους δικαιούχους τους ίδιους σε ποσοστό 15/100 εξ αδιαιρέτου έκαστο και αφετέρου “άγνωστο” κατά το υπόλοιπο των 70/100,
β) 3.597,47τμ με αναγραφόμενους δικαιούχους τους ίδιους, σε ποσοστό 50/100 εξ αδιαιρέτου τον καθένα και ποσοστό 50/100 εξ αδιαιρέτου τον καθένα και
γ) 4.900,47τμ και αναγραφόμενους δικαιούχους αφενός τους ίδιους σε ποσοστό 15/100 εξ αδιαιρέτου και αφετέρου “άγνωστο” κατά ποσοστό 70/100 εξ αδιαιρέτου.
Ζητούσαν δε την αναγνώριση της συγκυριότητας τους κατά τα ποσοστά που αποδίδονται σε άγνωστο δικαιούχο, τις διορθώσεις των ανακριβών εγγραφών και την ενοποίηση των πιο πάνω γεωτεμαχίων. Προσέτι οι αναιρεσίβλητοι κοινοποίησαν την αίτησή τους στο Ελληνικό Δημόσιο και το τελευταίο άσκησε (στον πρώτο βαθμό) κύρια παρέμβαση-αγωγή, με την οποία ισχυρίσθηκε τα εξής επιτρεπτώς επισκοπούμε να:
«Ότι τμήματα των επίδικων γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ …, … έκτασης, αντίστοιχα, 115 τ.μ. και 237 τ.μ., αλλά και τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, έκτασης 3.560 τ.μ, όπως αυτά εμφαίνονται στον επισυναπτόμενο σε αυτήν πίνακα συντεταγμένων έκτασης δασικού χαρακτήρα και το διευκρινιστικό υπόμνημα, εκ των οποίων το πρώτο και δεύτερο φέρονται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη” σε ποσοστό 70% και ως ιδιοκτησία των αιτούντων σε ποσοστό 15% στον καθένα, και το τρίτο ως συνιδιοκτησία των αιτούντων, δεν ανήκουν στους καθών η κύρια παρέμβαση-αγωγή, αλλά σε αυτό (Ελληνικό Δημόσιο), διότι περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητά του (100/100), ως δημόσιες δασικές εκτάσεις, τόσο κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, κατά την απελευθέρωση των Βορείων Σποράδων με τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, όσο και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του β.δ. της 17-11/1-12-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, άλλως διότι κατέλαβε αυτά κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, άλλως διότι είχαν εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους τους Οθωμανούς και δεν καταλήφθηκαν από τρίτο, άλλως διότι ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και δημεύθηκαν, άλλως εντός έτους από τη δημοσίευση του προαναφερόμενου Β.Δ/τος (ΦΕΚ 69/1-12-1836) οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες τους δεν προσήγαγαν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών στην επί των Οικονομικών Γραμματεία, άλλως και επικουρικά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, ως κτήματα μη δεσποζόμενα από τρίτο ιδιώτη ή κτήματα ακλήρων αποθανόντων άλλως ως εγκαταλελειμμένα από τυχόν κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπήρξαν κατά τον κρίσιμο χρόνο αποδεδειγμένες απαιτήσεις τρίτων, και έτσι δεν ήταν αναγκαία η κατάληψή τους προκειμένου να περιέλθουν στην κυριότητά του, άλλως, και πάλι επικουρικά, διότι απέκτησε την κυριότητά τους με τα προσόντα της τακτικής ή ακόμα και έκτακτης χρησικτησίας, ελέγχοντας και φυλάσσοντας αυτά με καλή πίστη, διάνοια κυρίου και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, μέχρι και την κατάληψή τους, σε κάθε δε περίπτωση διότι δεν παραχωρήθηκαν με νόμιμο τρόπο σε τρίτο κατά κυριότητα ή διηνεκή εξουσίαση, προ του Αγώνα για Ανεξαρτησία και ουδέποτε αναγνωρίστηκαν με νόμιμο τρόπο ως ιδιοκτησία τρίτου, ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο νομής τρίτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας επί 30 έτη μέχρι τις 11-09-1915».
Με το περιεχόμενο αυτό το Ελληνικό Δημόσιο ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριο των επιδίκων και να διορθωθούν οι κτηματολογικές (ανακριβείς) εγγραφές. Τα δύο αυτά δικόγραφα (αίτησης και κύριας παρέμβασης-αγωγής) συνεκδικάσθηκαν και απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο με την 131/13 οριστική απόφασή του. Το δε Μονομελές Εφετείο Λάρισας με την προσβαλλόμενη, 101/17 απόφασή του συνεκδίκασε τις δύο εφέσεις (αντίθετες, του αναιρεσείοντος και των αναιρεσιβλήτων) και απέρριψε αμφότερες στην ουσία. Έτι περαιτέρω, από την πιο πάνω περιγραφή των επιδίκων εδαφικών τμημάτων, κατά το μέρος που ενδιαφέρει την κρινόμενη αναίρεση και αφορά: 1) το τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ … έκτασης 3.560τμ, το οποίο φέρεται ως συνιδιοκτησία σε ποσοστό 50/100 εκάστου των αναιρεσιβλήτων και 2) το ποσοστό 30% που τα τμήματα των γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ … και …, έκτασης, αντίστοιχα 115τμ και 237τμ φέρονται ως συνιδιοκτησία σε ποσοστό 15/100 εκάστου των αναιρεσιβλήτων, δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα των επιδίκων που καθιστά αόριστη την ένδικη κύρια παρέμβαση-αγωγή ως προς όλες τις βάσεις της (κύρια και επικουρικές), διότι το (νυν) αναιρεσείον δεν καθορίζει με σαφήνεια τα αμφισβητούμενα εδαφικά τμήματα, έτσι ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζει την ακριβή θέση των τεμαχίων σε σχέση με τα μείζονα γεωτεμάχια, καθώς και τα όρια αυτών, ήτοι δεν εξειδικεύει με ποιες ιδιοκτησίες συνορεύουν και σε τι μήκος με κάθε μία. Η αοριστία αυτή δεν καλύπτεται με την αναφορά των ΚΑΕΚ των επίδικων εδαφικών τμημάτων, ούτε από τα συνημμένα στο δικόγραφο: α)αποσπάσματα ορθοφωτοχάρτη των ετών 1945 και 1995, β)τα από 19-04-2010 και από 30-08-2012 έγγραφα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας-Δ/νση Δασών Ν. Μαγνησίας, που αναφέρονται σε στοιχεία-απόψεις της πιο πάνω υπηρεσίας σχετικά με την αιτούμενη διόρθωση και γ)τους πίνακες συντεταγμένων των επίδικων τμημάτων, στοιχεία που δεν αποτελούν επαρκή προσδιορισμό αυτών, σε σχέση με την ευρύτερη έκταση των αντίστοιχων γεωτεμαχίων.
Επομένως το Εφετείο, το οποίο, εκτιμώντας το εν λόγω δικόγραφο (κύριας παρέμβασης) ως αυτοτελή αγωγή, κατά το μέρος που προαναφέρθηκε, την απέρριψε ως απαράδεκτη στο σύνολό της, εξαιτίας της αοριστίας της ως προς την ταυτότητα των επίδικων ακινήτων, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αρ. 14ΚΠολΔ της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου.
Συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα’ αντίθετα, είναι αβάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη”. (δημοσίευση απόφασης: areiospagos.gr)