Άρνηση μεταγραφοφύλακα να μεταγράψει περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης και να προβεί σε εξάλειψη βαρών ακινήτων λόγω καταχωρήσεως στα οικεία βιβλία αποφάσεως του Προέδρου της Αρχής για την καταπολέμηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες με την οποία απαγορεύθηκε η εκποίηση ή με οποιονδήποτε τρόπο περιουσιακών στοιχείων του εν λόγω προσώπου και ειδικά των επίδικων ακινήτων λόγω του ότι το πρόσωπο αυτό φέρεται ότι τέλεσε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα με την παρακράτηση ΦΠΑ και τα περιουσιακά του στοιχεία υπόκεινται σε κατάσχεση και δήμευση. Η θεσπιζόμενη απαγόρευση διάθεσης ακινήτου για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνει και τη διάθεση με αναγκαστική εκτέλεση.
Αριθμός 227/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS AΝΩΝΥΜΗ EΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “EUROBANK ERGASIAS” (πρώην “ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS AΝΩΝΥΜΗ EΤΑΙΡΕΙΑ”), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μπόμπο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Υποθηκοφύλακα …., κατοίκου …, που δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Ηλία Νίκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-1-2012 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 949/2013 μη οριστική και 1642/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4869/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-11-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Χοϊμέ, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και το 2ο των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη, ενώ ο πληρεξούσιος του 2ου των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα …/8-8-2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Π. Ρ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 7-12-2018 που είχε οριστεί αρχικά, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε, ερήμην του πρώτου αναιρεσίβλητου Υποθηκοφύλακα…, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρ. 226 παρ.4 εδάφ. δ’ και 573 παρ.1 ΚΠολΔ), με κλήση να παραστεί κατ’ αυτήν, επιδόθηκε στον πρώτο αναιρεσίβλητο, ο οποίος δεν εμφανίστηκε όταν αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατ’ άρθρ. 242 παρ.2 και 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, να προχωρήσει η έρευνα της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρών. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν το εδάφιο α’ της παραγράφου αυτής αντικατασταθεί με την παράγραφο 7 του άρθρου έβδομου του ν.4475/2017 και εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση), από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί νόμιμο τίτλο ως αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ότι, επομένως, ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ’ ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα. Ειδικότερα, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα αυτό “δυνάμει σύμβασης”, όπως είναι η εκποίηση από αναγκαστικό πλειστηριασμό, που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με τα άρθρα 1017 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 199, 513, 1192 και 1198 ΑΚ, ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή. Αν ο υπερθεματιστής καταβάλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτησή του. Με την έκδοση και τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα και η νομή του ακινήτου που πλειστηριάστηκε μεθίστανται, χωρίς ιδιαίτερη παράδοση, στον υπερθεματιστή (ΑΠ Ολομ. 2/1993, ΑΠ 2154/2014, ΑΠ 2089/2013, ΑΠ 657/2012). Η μη μεταγραφή από τον τελευταίο της περίληψης αυτής, για την οποία (μεταγραφή) ο νόμος δεν τάσσει προθεσμία, ούτε απαγγέλλει για το γεγονός αυτό ακυρότητα, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα του πλειστηριασμού, αλλά αναστέλλει μόνο, εωσότου γίνει, την κτήση από τον υπερθεματιστή του δικαιώματος που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και την άσκηση από τον υπερθεματιστή των περαιτέρω δικαιωμάτων του από τον εκτελεστό αυτόν τίτλο, δηλαδή την περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης (ΑΠ 314/2008). Μάλιστα, η καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ.3 ΚΠολΔ, απόσβεση της υποθήκης ή της προσημείωσης που υπάρχει επάνω στο ακίνητο και ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα, μετά την εν λόγω καταβολή, να ζητήσει την εξάλειψη των βαρών (υποθηκών, προσημειώσεων και κατασχέσεων) που είναι γραμμένα στο ακίνητο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1192 και 1193 ΑΚ προκύπτει ότι στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου μεταγράφονται οι περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτά πράξεις, μεταξύ των οποίων και η πιο πάνω περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης. Η μεταγραφή (που δεν είναι δικαιοπραξία αλλά πράξη της δημόσιας αρχής που πραγματοποιεί την αρχή της δημοσιότητας) συνίσταται στην καταχώριση περίληψης της μεταγραπτέας πράξης στο βιβλίο μεταγραφών, κατά χρονολογική σειρά προσκόμισης. Η περίληψη περιέχει τα κύρια γνωρίσματα της πράξης. Η καταχώριση βεβαιώνεται και στο έγγραφο που μεταγράφεται, το οποίο και φυλάσσεται στο γραφείο μεταγραφών. Οι μεταγραπτέες πράξεις μεταγράφονται, εφόσον είναι έγκυρες. Αν είναι άκυρες, δεν παράγουν αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, είναι περιττή η μεταγραφή, αφού αυτή δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την ακυρότητα. Μόνο με τη μεταγραφή δεν επέρχεται η εμπράγματη μεταβολή. Άκυρη δικαιοπραξία, και αν ακόμη μεταγραφεί, παραμένει άκυρη και, ως εκ τούτου, δεν παράγει τα αποτελέσματά της (άρθρ. 180 ΑΚ). Έτσι, ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να αρνηθεί τη μεταγραφή άκυρης (μεταγραπτέας κατ’ αρχήν) πράξης. Η άρνηση της μεταγραφής, πάντως, δικαιολογείται μόνο αν δεν προσκομίζονται τα αναγκαία σε κάθε περίπτωση έγγραφα (βλ. και άρθρο 13 του β.δ. 533/1963 “Περί εκτελέσεως του άρθρου 10 του ν.δ. 4201/1961”, κατά το οποίο σε περίπτωση υλικής ή τοπικής αναρμοδιότητας του υποθηκοφύλακα, σχετικά με τη ζητούμενη καταχώριση ή σημείωση, όπως επίσης όταν δεν έχουν υποβληθεί όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του δικαιούχου ή του ακινήτου, καθώς και όταν τα έγγραφα που υποβλήθηκαν δεν δικαιολογούν τη ζητούμενη καταχώριση ή σημείωση, ο υποθηκοφύλακας πρέπει να απορρίψει την αίτηση που του υποβλήθηκε με αιτιολογημένη πράξη που καταχωρίζεται πάνω στην αίτηση και να ειδοποιήσει σχετικώς τον αιτούντα για να του παραδώσει τα συνημμένα έγγραφα) ή αν η ακυρότητα της πράξης είναι τυπικά εμφανής και ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να σχηματίσει βεβαιότητα γι’ αυτή χωρίς να μπορεί να επεκταθεί σε ουσιαστικό έλεγχο εγγράφων και να προβεί σε έλεγχο της βασιμότητας του δικαιώματος που μεταβιβάστηκε ή αναγνωρίστηκε (ΑΠ 1971/2017, ΑΠ 621/2015, ΑΠ 1330/2008). Σύμφωνα δε με το άρθρ. 791 παρ. 1 του ΚΠολΔ: “όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις γι’ αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει, το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα, να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνησή του και τους λόγους της”, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον”. Η προπαρατιθέμενη διάταξη έχει διπλό περιεχόμενο: αφενός μεν, θεσπίζει την ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση απάντησης του προσώπου, που τηρεί τα δημόσια βιβλία, στις σχετικές αιτήσεις των ενδιαφερομένων, αφετέρου δε, καθορίζει διαδικασία άρσης κάθε σχετικής εκκρεμότητας. Η διαδικασία μάλιστα αυτή είναι αποκλειστική, καθώς η άρνηση του Υποθηκοφύλακα δεν αποτελεί διοικητική πράξη και, άρα, δεν προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, ούτε είναι δυνατό ο εξαναγκασμός των προσώπων αυτών σε καταχώριση με διαταγή του Εισαγγελέα. Η διάταξη αναφέρεται σε αμφισβητήσεις ως προς την υποχρέωση εγγραφής στα βιβλία μεταγραφών που τηρούν οι Υποθηκοφύλακες, ενώ ο έλεγχος του Δικαστηρίου, προκειμένου να προβεί στη σχετική διαταγή, αφορά ιδίως το σύννομο της άρνησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν.3691/2008, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 του ν.3932/2011, συστάθηκε η “Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης” που απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Ειδικότερα, η Α’ Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών “…συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις αναφορές υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών που υποβάλλουν στην Αρχή τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας… Σε επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 5…”. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του νόμου αυτού καταγράφονται αναλυτικά οι εγκληματικές δραστηριότητες – “βασικά αδικήματα”, η τέλεση των οποίων στοιχειοθετεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος). Ο ίδιος ν.3691/2008 στο άρθρο 46 παρ.1 (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο) προέβλεπε ότι “Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ.2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 ΚΠΔ, δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων”, ενώ στο άρθρο 48 προέβλεπε ότι “1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ.1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. 2… 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. 4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος… 5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α’ Μονάδα της Αρχής, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4…”. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 46 και 48 του ν.3691/2008 (που επαναλαμβάνουν ρυθμίσεις που ίσχυαν και υπό το καθεστώς του προηγούμενου ν.2331/1995 με ορισμένες διαφοροποιήσεις) προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτές δήμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί ιδιόμορφο αποκαταστατικό μέτρο και φέρει το χαρακτήρα παρεπόμενης ποινής. Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του ν.3691/2008, σκοπός των οποίων, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 1, είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προκύπτει ότι η απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου, που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του προέδρου της Αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας…, αποσκοπεί στο να εμποδίσει οποιαδήποτε διάθεση του συγκεκριμένου ακινήτου, είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ακόμη και το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε -εκτός από την εξυπηρέτηση των σκοπών της ανάκρισης- να εξασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, θα είναι δυνατή η δήμευση του ακινήτου είτε ως παρεπόμενη ποινή (άρθρο 46 παρ. 1) είτε ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 46 παρ.3). Ο χαρακτήρας αυτός της δέσμευσης ως μέτρου εξασφαλιστικού της δήμευσης, ο οποίος εξυπηρετεί, όπως προεκτέθηκε, τον ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος σκοπό της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθιστά μη νόμιμη έναντι του Ελληνικού Δημοσίου οποιαδήποτε πράξη εκποίησης του δεσμευμένου ακινήτου μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου ή την ανάκληση για οποιονδήποτε λόγο της διάταξης με την οποία επιβλήθηκε η δέσμευση. Μέχρι τότε, άλλωστε, δεν έχει κριθεί αμετάκλητα αν το δεσμευμένο ακίνητο θα αποδοθεί στον κατηγορούμενο (εφόσον κριθεί ότι δεν τέλεσε την πράξη) ή αν θα δημευτεί υπέρ του Δημοσίου (εφόσον επιβληθεί δήμευση είτε ως παρεπόμενη ποινή είτε ως μέτρο ασφάλειας). Να σημειωθεί ότι ο ν. 3691/2008 (άρθρα 1 έως και 54 αυτού) καταργήθηκε με το άρθρο 54 παρ.2 ν.4557/2018 “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας…(ενσωμάτωση της οδηγίας 2015/849/ΕΕ)” που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 139/Δ/30-7-2018 και στο άρθρο 53 παρ. 2 έως και 4 του νόμου τούτου ορίζεται ότι: “2. Οι κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση των νόμων 2331/1995 (Α’ 173) και 3691/2008 (Α’ 166) παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή τους, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος. 3. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, νοείται η Αρχή. 4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στα άρθρα 1 έως 54 του ν. 3691/2008, νοούνται οι, κατά περιεχόμενο, αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος” με την περαιτέρω επισήμανση ότι το αντίστοιχο του προπαρατιθέμενου άρθρου 48 του ν. 3691/2018 είναι το άρθρο 42 (κατά τα άρθρα 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849) του νέου νόμου [όπως στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προστέθηκε τελευταίο εδάφιο, με το άρθρο 9 παρ.2 ν.4637/2019 (ΦΕΚ 180/Α/18-11-2019), αναφορικά με τα χρονικά όρια των μέτρων δέσμευσης], που επαναλαμβάνει αντίστοιχες ρυθμίσεις στο ίδιο αντικείμενο που καθόριζε το άρθρο 48 με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔ. Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 4869/2015 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ), ερήμην του πρώτου των αναιρεσιβλήτων Υποθηκοφύλακα …, ως προς τον οποίο, πάντως, η απόφαση κατέστη τελεσίδικη (βλ. την …-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Χ. Γ. σε συνδυασμό με το …11-2017 πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: […Με την υπ’ αριθμ. …/25-7-2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Π., που μεταγράφηκε στις 26-7-2011, κατασχέθηκαν αναγκαστικά τα παρακάτω ακίνητα του Κ. Σ. του Α., για το ποσόν των 205.000 ευρώ, με επίσπευση της αιτούσας τραπεζικής εταιρίας “Τράπεζα Eurobank Ergasias ΑΕ”: α) το υπ’ αρ. 1 κατάστημα ισογείου ορόφου, επιφανείας 113,50 τ.μ. και β) η υπ’ αρ. 2-3 οριζόντια ιδιοκτησίας, θέση στάθμευσης υπογείου, επιφανείας 54,04 τ.μ., τα οποία ευρίσκονται στην κείμενη επί της οδού … και … πολυκατοικία του … Τα ακίνητα αυτά εκπλειστηριάσθηκαν στις 12-10-2011, στο Ειρηνοδικείο Αθηνών ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Σ., συντάχθηκε η υπ’ αρ. 1457/2011 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων της ως άνω Συμβολαιογράφου και κατακυρώθηκαν στην αιτούσα υπερθεματίστρια, το μεν κατάστημα αντί του ποσού των 330.000 ευρώ, η δε θέση στάθμευσης αντί του ποσού των 28.800 ευρώ. Αφού το πλειστηρίασμα καταβλήθηκε από την αιτούσα, εξεδόθη η υπ’ αρ. …/1-11-2011 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, τη μεταγραφή της οποίας επεδίωξε η αιτούσα στις 29-11-2011, με αίτησή της προς τον καθού η αίτηση Υποθηκοφύλακα …. Επίσης η αιτούσα με αίτηση της αυτής ημερομηνίας ζήτησε από τον καθού Υποθηκοφύλακα την εξάλειψη των βαρών των ακινήτων κατ’ άρθρο 1005 παρ. 3 ΚΠολΔ. Ο τελευταίος αρνήθηκε τη μεταγραφή και την εξάλειψη, ισχυριζόμενος ότι στις 9-11-2011 καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία η υπ’ αρ. 136/9-11-2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία απαγορεύθηκε η εκποίηση ή με οποιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του Κ. Σ. και ειδικά των προαναφερθέντων ακινήτων. Πράγματι, με την προαναφερόμενη απόφαση του Προέδρου της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 απαγορεύθηκε η εκποίηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του Κ. Σ. και ειδικά των επιδίκων ακινήτων, λόγω του ότι το πρόσωπο αυτό φέρεται ότι τέλεσε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με την παρακράτηση ΦΠΑ…, ήτοι συνολικά 53.574,96 ευρώ και τα περιουσιακά του στοιχεία υπόκεινται σε κατάσχεση και δήμευση, κατά τα άρθρα 46 και 48 ν. 3691/2008. Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις η θεσπιζόμενη απαγόρευση διάθεσης ακινήτου για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνει και τη διάθεση με αναγκαστική εκτέλεση, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω. Ενεργεί, δε, ως δήμευση έναντι όλων και όχι μόνον προς το συμφέρον του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της η αιτούσα, που συνεπώς, είναι απορριπτέος. Ο διενεργηθείς πλειστηριασμός παραμένει, μεν, έγκυρος ως διαδικαστική πράξη, όμως ανίσχυρος και ανενεργός ως μεταβίβαση της κυριότητας επί των πλείστηριασθέντων, λόγω της προηγηθείσης της μεταγραφής απόφασης του Προέδρου της Αρχής περί δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων του Κ. Σ. και δεδομένου ότι η κυριότητα αποκτάται από τη μεταγραφή, που είναι όρος του ενεργού της μεταβιβαστικής πράξεως. Καθώς, δε, η απόφαση του Προέδρου της Αρχής, περί απαγόρευσης διαθέσεως με οποιοδήποτε τρόπο των ακινήτων, προηγήθηκε της αίτησης μεταγραφής της αιτούσας, ορθά αρνήθηκε ο καθού Υποθηκοφύλακας τη μεταγραφή και ενήργησε κατ’ εφαρμογή της απόφασης αυτής, αφού είχαν ενεργοποιηθεί οι διατάξεις των άρθρων 46 και 48 του ν. 3691/2008. Μάλιστα την άρνηση αυτή ο Πρόεδρος της Αρχής με μεταγενέστερο έγγραφό του (υπ’ αρ …-2014) που απηύθυνε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους χαρακτήρισε ως σύννομη, ενώ κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δεν είχε ακυρωθεί η υπ’ αρ. 136/2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής από τα αρμόδια δικαστικά όργανα (βλ. υπ’ αρ. …-2-2015 έγγραφο του Προέδρου της Αρχής αυτής), με αίτηση οποιουδήποτε νομιμοποιείται προς τούτο. Συνακόλουθο της ανενεργούς μεταβίβασης των ακινήτων, όπως προαναφέρθηκε, είναι και η άρνηση του καθού Υποθηκοφύλακα να εκδώσει το σχετικό πιστοποιητικό περί εξάλειψης βαρών, καθώς επί των εκπλειστηριασθέντων ακινήτων υπήρχαν προσημειώσεις (ποσών 500.500 ευρώ και 110.500 ευρώ) και κατάσχεση (ποσού 205.000 ευρώ), όλα τα βάρη υπέρ της αιτούσας…]. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, την από 1-9-2014 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης 1642/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (είχε προηγηθεί η έκδοση της 949/2013 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η κλήτευση του ήδη δεύτερου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου), που είχε απορρίψει, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την ένδικη, από 23-1-2012 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 524/26-1-2012, αίτηση (του άρθρ. 791 παρ.2 ΚΠολΔ) της αναιρεσείουσας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, την προπαρατιθέμενη διάταξη του άρθρου 48 παρ.3 εδάφ. τελευταίο του ν. 3691/2008 (ήδη άρθρου 42 παρ.3 ν. 4557/2018), που περιέχει και κανόνα ουσιαστικού δικαίου (κατά το μέρος που απαγορεύει και τη μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και, συνακόλουθα, τη μεταβίβαση στην αναιρεσείουσα – υπερθεματίστρια του δικαιώματος κυριότητας, καθώς η μεταγραφή αποτελεί προϋπόθεση της μεταβίβασης και, γενικά, της κτήσης οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος), σε συνδυασμό με εκείνη της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου 48 (ήδη 42 παρ.5 ν. 4557/2018), ενώ διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για το αν εφαρμόστηκαν ορθά ή όχι οι διατάξεις αυτές. Ειδικότερα, ο αρμόδιος Υποθηκοφύλακας … – πρώτος αναιρεσίβλητος νόμιμα αρνήθηκε τη ζητούμενη μεταγραφή (και την εξάλειψη των βαρών), καθόσον αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 48 παρ.3 εδάφ. τελευταίο του ν. 3691/2008, αφού θα εγγραφόταν μετά την εγγραφή του Προέδρου της πιο πάνω Αρχής για απαγόρευση της εκποίησης ή της μεταβίβασης, με οποιονδήποτε τρόπο, των δύο ακινήτων (που επέχει θέση έκθεσης κατασχέσεως), θα ήταν, προφανώς, άκυρη, και όχι απλώς ανενεργός, έναντι του Δημοσίου, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ακυρότητα αυτή είναι σχετική και, άρα, μόνο το δικαιούμενο Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να την επικαλεστεί, ούτε το ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός και η κατακύρωση, όπως δεν αμφισβητείται, δεν έχουν προσβληθεί για να ακυρωθούν. Η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα 88457/31-7-1997 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 709/Β/19-8-1997), κατά την οποία “η εγγραφή της ανωτέρω κατασχέσεως δεν εμποδίζεται από την ύπαρξη άλλων προϋφιστάμενων κατασχέσεων και αίρεται με πράξη των οργάνων που τη διέταξαν (ήτοι του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του προέδρου της Αρχής). Επίσης η κατά τα ανωτέρω εγγραφή δεν εμποδίζει την εγγραφή άλλων κατασχέσεων ή εγγραφών ή μεταγραφών”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.3 του (αρχικού) ν.2331/1995, αναφορικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής και που, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 53 ν.4557/2018 που έχει προπαρατεθεί, αντίκειται στην κρίσιμη διάταξη του άρθρου 48 παρ.3 εδάφ. τελευταίο ν.3691/2008 (ήδη άρθρου 42 παρ.3 ν.4557/2018), δεδομένου ότι στην τελευταία αυτή διάταξη ο νόμος προβλέπει, ρητά, ακυρότητα της σχετικής εγγραφής έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ τέτοια ακυρότητα δεν προβλεπόταν στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 εδάφ. τελευταίο του ν.2331/1995, σύμφωνα με την οποία “Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου, μετά την πιο πάνω σημείωση, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 6 και επ. του άρθρου 2 του νόμου αυτού”. Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμοι οι σχετικοί, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, και συγκεκριμένα ότι δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να την εμποδίζει, προς περιφρούρηση και προστασία των περιουσιακών της δικαιωμάτων, να ζητήσει, μετά την καταβολή εκ μέρους της του πλειστηριάσματος που επιτεύχθηκε, τη μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και τη διαγραφή των βαρών που είναι γραμμένα επάνω στα δεσμευμένα ακίνητα, χωρίς να στερείται το δικαίωμά της αυτό από το ότι η επίμαχη μεταγραφή δεν θα ισχύει έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τους οικείους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και τους απέρριψε, ενώ δεν άφησε αίτησή της αδίκαστη και, ως εκ τούτου, δεν ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι του άρθρου 559 ΚΠολΔ από τους αριθμούς 8 εδάφ. β’ (ΑΠ 1399/2019, ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1951/2017) και 9 εδάφ.γ’ (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 365/2018, ΑΠ 209/2017), που επίσης αναφέρονται στο αναιρετήριο.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Δεν γίνεται λόγος για δικαστικά έξοδα, γιατί δεν υπάρχει σχετικό αίτημα από τους αναιρεσιβλήτους, ο πρώτος από τους οποίους μάλιστα και έχει ερημοδικήσει και, συνακόλουθα, δεν υποβλήθηκε σε αυτά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Νοεμβρίου 2017 και με αύξοντα (ειδικό) αριθμό κατάθεσης ./16-11-2017 αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.” για αναίρεση της 4869/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/AP%20227.2020.htm