Αρχή ne bis in idem, τεκμήριο της αθωότητας γιατρού και σχέση με το εναγόμενο νοσοκομείο
ΣτΕ Α´ 7μ 156/2022
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Αστική Ευθύνη νοσοκομείου κατ΄ άρθρ. 105 – 106 ΕισΝΑΚ. Έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 ΚΔΔ σχετικά με τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα.
Αγωγή κατ΄ άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ κατά νοσοκομείου λόγω ιατρικών σφαλμάτων. Απαλλαγή των ιατρών από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 του ΚΔΔ κατά το μέρος που θεσπίζει δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα. Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές με βάση τα αρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ. Το τεκμήριο της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατ΄ άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ. Το εναγόμενο νοσοκομείο μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας ιατρού του. Το διοικητικό δικαστήριο που δικάζει την αγωγή δεν δεσμεύεται από την εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Υποχρεούται, όμως, να την συνεκτιμήσει και μπορεί να αποκλίνει από τις κρίσεις της αθωωτικής ποινικής απόφασης, αιτιολογώντας τη διαφορετική κρίση του κατά τρόπο που δεν θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα.
Ι. Η αρχή ne bis in idem αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης για διοικητική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον και οι διαδικασίες αυτές να έχουν ποινικό χαρακτήρα με βάση τα κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται με βάση τα άρθρ. 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό αλλά αμιγώς αποζημιωτικό – αποκαταστατικό χαρακτήρα.
ΙΙ. Το τεκμήριο της αθωότητας, το πεδίο εφαρμογής του οποίου δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά επεκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του, έχει την έννοια ότι απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το ίδιο πρόσωπο που αθωώθηκε, δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερόμενου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία. Συνεπώς, από την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης. Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη.
ΙΙΙ. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας απαιτείται η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ΄ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι. Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει μεταξύ της ποινικής διαδικασίας που καταλήγει σε αθώωση ή απαλλαγή του κατηγορουμένου ως προς πράξεις ή παραλείψεις που επέφεραν βλάβη στο θύμα και της δικαστικής διαδικασίας αστικής φύσης που ανοίγεται όταν το θύμα διεκδικεί αποζημίωση για τη ζημία ή βλάβη που υπέστη εξαιτίας των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων. Η έλλειψη ταυτότητας διαδίκων μεταξύ της προηγηθείσας ποινικής δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής δίκης δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στη διοικητική δίκη που έπεται της αμετάκλητης αθώωσης του ενδιαφερομένου. Ενόψει των ανωτέρω, από την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή των νπδδ, αν υφίσταται ο απαιτούμενος κατά τα ανωτέρω σύνδεσμος μεταξύ της διοικητικής δίκης που αφορά την αστική ευθύνη του Δημοσίου ή του νπδδ από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων τους και της ποινικής δίκης που καταλήγει στην έκδοση «τελικής» απόφασης περί αθώωσης των οργάνων αυτών.
Για τη διαπίστωση αν υφίσταται ο σύνδεσμος αυτός λαμβάνεται υπόψη ότι η αθώωση του φυσικού προσώπου – οργάνου του Δημοσίου ή νπδδ επηρεάζει άμεσα το τελευταίο, αφού η επιδίωξη των δημόσιων σκοπών του επιτυγχάνεται μέσω των οργάνων του. Στην περίπτωση αυτή το εναγόμενο Δημόσιο ή το νπδδ μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας που απορρέει από την αθώωση του οργάνου του όσον αφορά τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που αντιστοιχούν στις αποδιδόμενες από τον ζημιωθέντα πράξεις ή παραλείψεις. Στην ειδικότερη περίπτωση μάλιστα που ενάγεται νοσοκομείο, το τελευταίο μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο αθωότητας ιατρού του, ο οποίος έχει αθωωθεί ή απαλλαγεί από ποινικά αδικήματα αντίστοιχα με τις αποδιδόμενες στο εναγόμενο πράξεις ή παραλείψεις, διότι η εκ μέρους του νοσοκομείου παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της ζωής και της υγείας κατά τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνο με το άρθρο 21 του Συντάγματος συνδέεται άμεσα με την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική αξιοπιστία των φυσικών προσώπων, στα οποία το νοσοκομείο έχει αναθέσει την εκπλήρωση του ανωτέρω δημόσιου σκοπού, το δε νοσοκομείο υποχρεούται να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των φυσικών αυτών προσώπων – οργάνων του.
IV. Από την αιτιολογική έκθεση του ν.4446/2016 και τις προπαρασκευαστικές του νόμου αυτού εργασίες προκύπτει ότι η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα θεσπίστηκε προκειμένου να εναρμονιστεί το εθνικό δικονομικό δίκαιο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για την αρχή ne bis in idem και το τεκμήριο της αθωότητας. Επομένως, η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, κατά το μέρος της με το οποίο θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, αφορά μόνο τις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel και όχι κάθε δίκη που αφορά καταλογισμό χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που θεσπίζει τη σχετική υποχρέωση δημόσιου δικαίου, αφού στις τελευταίες αυτές δίκες δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem. Τούτο προκύπτει και από τη γραμματική διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση». Συνεπώς, η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ.
V. Εσφαλμένως έκρινε το διοικητικό εφετείο ότι δεσμευόταν από αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών όσον αφορά την αποδιδόμενη στους ιατρούς του νοσοκομείου παράλειψη να εξασφαλίσουν εκ των προτέρων κλίνη στη ΜΕΘ για να μεταφερθεί σ΄ αυτήν η συγγενής των αναιρεσειόντων αμέσως μετά την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή κατά το μέρος αυτό. [Δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης των συγγενών της θανούσας. Αναιρείται εν μέρει η 2302/2020 απόφαση του Διοικ. Εφετείου Αθηνών].