ΑΠΟΦΑΣΗ
Association des familles des victimes JOOLA κατάΓαλλίαςτης 24.02.2022 (αρ. προσφ. 21119/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ασυλία και διεθνές δίκαιο. Ποινική δίωξη.
Ασκήθηκε ποινική δίωξη μετά την βύθιση πλοίου νηολογίου Σενεγάλης. Το σκάφος βυθίστηκε σε διεθνή ύδατα στα ανοικτά των ακτών της Γκάμπια. Πνίγηκαν ή δηλώθηκαν αγνοούμενοι 1863 από τους 1928 επιβάτες και μέλη του πληρώματος, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Γάλλων υπηκόων. Από έρευνες που διεξήχθησαν αποδείχτηκε ότι παραβιάστηκαν βασικοί κανόνες ναυσιπλοΐας κυρίως υπερφόρτωση του πλοίου, έλλειψη έμπειρου προσωπικού, έλλειψη συστήματος πομπού θαλάσσιου κινδύνου. Συγγενείς των θυμάτων κατέθεσαν μήνυση στην χώρα διαμονής τους, τη Γαλλία. Ο ανακριτής εξέδωσε εντάλματα σύλληψης εναντίον των υπευθύνων της βύθισης του πλοίου, υπηκόων Σενεγάλης, όμως ανακλήθηκαν με αμετάκλητη απόφαση λόγω ασυλίας και ελλείψεως δικαιοδοσίας των γαλλικών αρχών.
H προσφεύγουσα ένωση, μέλη της οποίας είναι άνδρες, γυναίκες και παιδιά που έχασαν συγγενείς ή φίλους κατά τη βύθιση του σενεγαλέζικου πλοίου ή θύματα που επέζησαν από το ατύχημα, κατήγγειλαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι τους είχε στερηθεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω της έλλειψης δικαιοδοσίας και της ασυλίας που οδήγησε στη διακοπή της διαδικασίας που κινήθηκε μετά τις μηνύσεις που άσκησαν στη Γαλλία.
Το Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη ερμηνείας της Σύμβασης σε συνδυασμό με άλλους κανόνες διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διέπουν τη χορήγηση ασυλίας του κράτους: μέτρα που λαμβάνονται από ένα κράτος που αντανακλούν γενικά αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου ως προς την ασυλία των κρατών δεν μπορούσε να θεωρείται ότι επιβάλλει δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο καθώς εγγυάται το άρθρο 6 § 1.
Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι η παραβίαση των αρχών της ναυσιπλοΐας από τους ηγέτες του κράτους της σημαίας του πλοίου (Σενεγάλης) δεν εμπίπτει στις κυριαρχικές πράξεις ενός κράτους που εξαιρούνται της ασυλίας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παρεκκλίνει από τη χορήγηση της ασυλίας από τα αποδεκτά διεθνή πρότυπα. Επιπλέον διαπίστωσε ότι οι συγγενείς των θυμάτων θα μπορούσαν να προσφύγουν στα αστικά δικαστήρια και να ζητήσουν αποζημίωση.
Έχοντας σημειώσει ότι δεν υπήρχε τίποτα αυθαίρετο ή παράλογο στην ερμηνεία από τα εγχώρια δικαστήρια των ισχυουσών νομικών αρχών, ή με τον τρόπο που είχαν εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση, το δικαστήριο έκρινε την προσφυγή προδήλως αβάσιμη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα ένωση, Association des Familles des Victimes du Joola (Σύλλογος οικογενειακών μελών θυμάτων Joola), η οποία ιδρύθηκε στις 26 Μαΐου 2007 και διέπεται από τον γαλλικό νόμο της 1ης Ιουλίου 1901, έχει την έδρα του στο Saint-Arnoulten- Yvelines. Μέλη του Συλλόγου είναι άτομα που έχασαν συγγενείς ή φίλους κατά τη βύθιση του πλοίο της Σενεγάλης ή θύματα που επέζησαν από το ατύχημα.
Το ferryboat Joola, χωρητικότητας 536 επιβατών, νηολογήθηκε στο κράτος της Σενεγάλης το 1990 για να παρέχει μια συγκοινωνιακή σύνδεση μεταξύ της περιοχής Casamance και της υπόλοιπης Σενεγάλης.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 2002 το σκάφος βυθίστηκε σε διεθνή ύδατα στα ανοικτά των ακτών της Γκάμπια: 1.863 από τους 1.928 επιβάτες και μέλη του πληρώματος πνίγηκαν ή δηλώθηκαν αγνοούμενοι, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Γάλλων υπηκόων. Οι αρχές της Σενεγάλης ξεκίνησαν δικαστική έρευνα και σύστησαν επιτροπή Έρευνας. Στις 7 Αυγούστου 2003 ο εισαγγελέας του Ντακάρ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος υπεύθυνος για τη βύθιση ήταν ο καπετάνιος του πλοίου, ο οποίος ήταν αγνοούμενος και εικάζονταν νεκρός. Η υπόθεση έκλεισε με την παύση της ποινικής δίωξης.
Ο μοναδικός Γάλλος επιζών και ορισμένοι συγγενείς των δεκαοκτώ Γάλλων θυμάτων που πέθαναν ή δηλώθηκαν αγνοούμενοι ως αποτέλεσμα της βύθισης υπέβαλαν μήνυση στη Γαλλία. Την 1η Απριλίου 2003 ο εισαγγελέας του Evry ζήτησε δικαστική έρευνα. Ο ανακριτής ζήτησε την συγγραφή πολυάριθμων ιατροδικαστικών εκθέσεων. Αυτές αποκάλυψαν ότι το πλοίο ήταν ήδη υπέρβαρο όταν έφυγε από το λιμάνι του Ziguinchor, ότι ήταν υπερφορτωμένο με σχεδόν 2.000 επιβάτες και ότι οι πόρτες στο αμπάρι είχαν μείνει ανοιχτές, με αποτέλεσμα να βυθιστεί ταχύτερα. Οι ειδικοί σημείωσαν επίσης ότι το πλοίο δεν είχε εξοπλιστεί με σύστημα/πομπό θαλάσσιου κινδύνου και ασφάλειας ή συσκευή συλλογής πληροφοριών καιρού, ότι δεν διέθετε σύστημα υποστήριξης/λήψης αποφάσεων για τον καπετάνιο και ότι το πλήρωμα δεν είχε εκπαιδευτεί στις κατάλληλες ενέργειες που έπρεπε να ληφθούν σε περίπτωση ατυχήματος. Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο καιρός δεν θα μπορούσε να ήταν η μοναδική αιτία της βύθισης.
Το 2008 ο ανακριτής εξέδωσε εννέα διεθνή εντάλματα σύλληψης κατά ηγετών της Σενεγάλης την χρονική περίοδο της βύθισης. Δύο από αυτά τα εντάλματα (κατά του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ενόπλων Δυνάμεων) ακυρώθηκαν από το ΣτΕ τον Ιανουάριο του 2010, βάσει της ασυλίας ξένου κράτους. Τα άτομα που αναφέρονταν στα εντάλματα κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας λόγω αναρμοδιότητας του γάλλου ανακριτή και την ανάκληση των ενταλμάτων σύλληψης. Οι προσφυγές τους απορρίφθηκαν από το Ανακριτικό Τμήμα του Εφετείου και στη συνέχεια από το ΣτΕ.
Με απόφαση της 16 Οκτωβρίου 2014 ο ανακριτής διέκοψε τη διαδικασία. Αυτός θεώρησε ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη διαπίστωση των υπό διερεύνηση κατηγοριών αλλά, μετά την ανάλυση του νομικού καθεστώτος που ίσχυε για το σκάφος, ένα υβριδικό καθεστώς λόγω της φύσης της επιχείρησης τόσο για στρατιωτικούς όσο και για εμπορικούς σκοπούς, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που ερευνώνται διέθεταν ασυλία.
Η προσφεύγουσα ένωση και η πολιτική αγωγή άσκησαν έφεση κατά της διακοπής της διαδικασίας.
Σε απόφαση της 14 Ιουνίου 2016, το Τμήμα Ερευνών του Εφετείου του Παρισιού επικύρωσε την απόφαση. Σημείωσε ότι ο σκοπός της θαλάσσιας σύνδεσης που εξυπηρετούσε το σκάφος ήταν να διασφαλίσει εδαφική συνέχεια μεταξύ Casamance, μια νότια περιοχή αποκομμένη από το κύριο τμήμα της χώρας λόγω προέκτασης της Γκάμπια με την υπόλοιπη Σενεγάλη. Σημείωσε ότι η προστασία αυτής της διόδου από στρατιωτικές δυνάμεις εξαιτίας ένοπλων εξεγέρσεων αποτελούσε πράξη δημόσιας εξουσίας και όχι πράξη διοίκησης, παρόλο που η μεταφορά προσώπων και εμπορευμάτων αποτελούσε υπηρεσία επί πληρωμή και το πλοίο διέθετε τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός εμπορικού πλοίου. Από την εξεταστική επιτροπή ήταν σαφές ότι η σταθερή πολιτική του κράτους ήταν να ανατεθεί η ναυτική διαχείριση στο Ναυτικό της Σενεγάλης. Η Διεύθυνση Ερευνών διαπίστωσε τέλος ότι παραβιάσεις των διεθνών κανόνων για τη ναυσιπλοΐα και την ασφάλεια στη θάλασσα και του εσωτερικού δικαίου της Σενεγάλης δεν ήταν τέτοια που να παρακάμπτουν την αρχή της ασυλίας στη Γαλλία.
Με απόφαση της 16 Οκτωβρίου 2018, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της προσφεύγουσας ένωσης.
Στηριζόμενη στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), η προσφεύγουσα ένωση υποστήριξε ότι η χορήγηση από τα γαλλικά δικαστήρια ασυλίας σε κυβερνητικά στελέχη της Σενεγάλης την εποχή του ατυχήματος αποτελούσε δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασής της σε δικαστήριο. Υποστήριξε ότι οι παραβάσεις των διεθνών κανόνων για τη ναυσιπλοΐα και την ασφάλεια δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πράξεις που εμπίπτουν στην άσκηση της κυριαρχίας του κράτους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 μαζί με άρθρο 13
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας ένωσης σε δικαστήριο είχε περιοριστεί ως προς το ότι δεν είχε καταφέρει να συμμετάσχει σε μια δίκη μέσω της οποίας η ποινική ευθύνη των ηγετών του υπεύθυνου κράτους της Σενεγάλης που ασκούσαν τα καθήκοντά τους τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα μπορούσε να καθοριστεί.
Αναφέρθηκε στην πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία η χορήγηση κυριαρχικής ασυλίας σε ένα κράτος για δικαστικές διαδικασίες επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της συμμόρφωσης με το διεθνές δίκαιο προκειμένου να προωθήσουν τις καλές σχέσεις μεταξύ των κρατών μέσω του σεβασμού της κυριαρχίας ενός άλλου κράτους.
Το Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη ερμηνείας της Σύμβασης σε συνδυασμό με άλλους κανόνες διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διέπουν τη χορήγηση ασυλίας του κράτους: μέτρα που λαμβάνονται από ένα κράτος που αντανακλούσε γενικά αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου ως προς την ασυλία των κρατών δεν μπορούσε να θεωρείται ότι επιβάλλει δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο όπως εγγυάται το άρθρο 6 § 1. Επομένως, όπως ακριβώς το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ήταν εγγενές στην εγγύηση διεξαγωγής δίκαιης δίκης που παρέχεται από το εν λόγω άρθρο, έπρεπε επίσης ορισμένοι περιορισμοί στην πρόσβαση να θεωρούνται ως εγγενείς.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω τη διαπίστωση των γαλλικών δικαστηρίων ότι οι παραβιάσεις των κανόνων διεθνούς ναυσιπλοΐας, οι οποίοι είχαν καταλογιστεί σε υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης της Σενεγάλης, προήλθε από την άσκηση από τη Σενεγάλη της κυριαρχίας της και όχι από ιδιωτικές πράξεις διαχείρισης. Το ΣτΕ είχε τονίσει ότι οι πράξεις για τις οποίες οι Σενεγαλέζοι ηγέτες κατηγορήθηκαν τη στιγμή της βύθισης, όσο σοβαροί κι αν ήταν, δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις από την αρχή της ασυλίας των εκπροσώπων του κράτους σε κυριαρχικά ζητήματα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατά τη χορήγηση της εν λόγω ασυλίας, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν απομακρυνθεί από τα επί του παρόντος αποδεκτά διεθνή πρότυπα.
Παρατήρησε ότι στην εσωτερική διαδικασία ο ανακριτής δεν είχε αρνηθεί να ανοίξει δικαστική έρευνα λόγω της ασυλίας των ενδιαφερομένων και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο μόνο αφού είχαν γίνει ιδιαίτερα λεπτομερείς και εξαντλητικές έρευνες προκειμένου να ριχτεί φως στα γεγονότα που οδήγησαν στο ατύχημα. Μετά τη διενέργεια έρευνας οι δικαστικές αρχές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πράξεις θα μπορούσαν να «χαρακτηριστούν ως αδίκημα ανθρωποκτονίας».
Τέλος, μολονότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν διαπιστώσει ότι η πολιτική αγωγή παρεμποδίστηκε ουσιαστικά λόγω της δικαιοδοτικής ασυλίας από το να διεκδικήσει αποζημίωση για τις απώλειές τους, ωστόσο είχαν τονίσει ότι για το σκοπό αυτό διατίθενται ένδικα βοηθήματα στα αστικά δικαστήρια. Κατά την άποψη των δικαστηρίων, η πολιτική αγωγή δεν στερήθηκε την πρόσβαση σε δικαστήριο δεδομένου ότι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν αποζημίωση βάσει των διατάξεων αποζημίωσης των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ένωση και τα άλλα πολιτικά μέρη δεν είχαν βρεθεί σε μια κατάσταση στην οποία δεν είχαν πρόσβαση σε ένδικα μέσα.
Το Δικαστήριο δεν βρήκε τίποτα αυθαίρετο ή παράλογο στην ερμηνεία από τα εγχώρια δικαστήρια των ισχυουσών νομικών αρχών ή με τον τρόπο που είχαν εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή ήταν προδήλως αβάσιμη και τηνναπέρριψε κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης
(επιμέλεια echrcaselaw.com).