Το αρνητικό αποτέλεσμα μιας τοξικολογικής εξέτασης δεν υποδηλώνει απαραίτητα και τη μη λήψη κάποιου φαρμάκου ή άλλης χημικής ουσίας, υπογραμμίζει απόφαση Συμβουλίου Εφετών. Παραπομπή σε δίκη με βάση τα πραγματικά περιστατικά.
Υπόθεση Μπίκα: Απόφαση- σταθμό και για την υπόθεση του βιασμού της 24χρονης Γεωργίας, μετά και τα αρνητικά αποτελέσματα που έδειξαν οι τοξικολογικές εξετάσεις σε σχέση με ναρκωτικές ή άλλες ουσίες, αποτελεί η παραπομπή σε δίκη κατηγορούμενου για αντίστοιχο περιστατικό στη Ρόδο.https://8329e9dfed9e7fe85010c76b08c22233.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html
Η υπόθεση, που αφορούσε κατάχρηση σε ασέλγεια, έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο με το ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει πως το βούλευμα παραπομπής σε δίκη του κατηγορούμενου από το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου ήταν απολύτως ορθό και ότι οι τοξικολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν απόλυτο κριτήριο, αλλά αρκούν τα πραγματικά περιστατικά.
Ειδικότερα, όλα ξεκίνησαν μετά την καταγγελία γυναίκας για κατάχρηση σε ασέλγεια. «Έτσι ο κατηγορούμενος, καταχρώμενος του γεγονότος ότι και η παθούσα είχε καταναλώσει ικανή ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών σε διάφορα καταστήματα και εξαιτίας της καταστάσεως αυτής ήταν ανίκανη να κατανοήσει το μέγεθος της γενετήσιας προσβολής και να αντισταθεί, ενήργησε επ’ αυτής εξώγαμη συνουσία» αναφέρεται.
Μετά την καταγγελία, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη όπως έγραψε το reader.gr
Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε έφεση επί της οποίας εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, απορρίπτοντας κατ’ ουσία την έφεση αυτή και επικυρώνοντας το βούλευμα παραπομπής σε δίκη. Ο κατηγορούμενος στη συνέχεια προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με την αίτησή του να απορρίπτεται.
Υπόθεση Μπίκα: Απόφαση καρμπόν – Τι λέει το Δικαστήριο για τις τοξικολογικές
«Η τοξικολογική εξέταση (λήψη αίματος και ούρων) απέβη αρνητική, αλλά “το αρνητικό αποτέλεσμα μιας τοξικολογικής εξέτασης δεν υποδηλώνει απαραίτητα και τη μη λήψη κάποιου φαρμάκου ή άλλης χημικής ουσίας”. Συμπεραίνει δε ότι η μη ανίχνευση μπορεί να οφείλεται στο είδος του δείγματος, στη μικρή δόση, το μεγάλο χρόνο που μεσολάβησε από τη λήψη της ουσίας έως τον έλεγχο του δείγματος {η επισήμανση δική μας}, την αλλοίωση του δείγματος κ.τ.λ. (βλ. σχετική). Είναι λοιπόν φανερό ότι πράγματι μεσολάβησε αρκετός χρόνος από το καταγγελλόμενο γεγονός έως τη λήψη του δείγματος, άρα το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι ασφαλές. Επομένως και οι δύο εξετάσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν σημεία αιχμής του πραγματικού της υπόθεσης. Αντίθετα σημεία αιχμής αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους» τονίζεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του Αρείου Πάγου.
«Το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε σχετικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο» ανέφερε ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η ιατροδικαστική εξέταση
Στην κατάχρηση της κατάστασης της καταγγέλλουσας εστιάζει το Συμβούλιο Εφετών, αναφερόμενο στα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης. Όπως αναφέρει: «Η ιατροδικαστική εξέταση έλαβε χώρα αργότερα την ίδια ημέρα και διαπιστώθηκε “μια εκδορά, μδ. 0,5 εκ. περίπου, υπερηβικά και δεξιά της μέσης γραμμής. Στο περιναίο, στο αιδοίο και στον κόλπο δεν διαπιστώνονται κακώσεις… δεν ανευρέθησαν σπερματοζωάρια. Δεν διαπιστώνονται σημεία που να υποδηλώνουν την τέλεση ή όχι πρόσφατης συνουσίας”. Η επισήμανση μας θα εστιαστεί στο γεγονός ότι η παθούσα δεν κατάγγειλε βιασμό, οπότε και τα σημεία-εκδορές θα ήταν ακόμα εμφανή, αλλά κατάχρηση σε ασέλγεια, δηλαδή η ίδια δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει και δεν μπορούσε να αντιδράσει, επομένως δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν εκδορές, εκτός από αυτήν που περιγράφεται σαφώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι απότοκος της πράξης. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν μη αναμενόμενο να βρεθούν στοιχεία που να υποδηλώνουν βία, αφού, επαναλαμβάνουμε, χαρακτηριστικό της πράξης είναι η απουσία βίας, αλλά η κατάχρηση της πνευματικής κατάστασης της μεθυσμένης παθούσας».
Όπως τονίζεται «κατάχρηση σε ασέλγεια υπάρχει μόνο όταν ο δράστης εκμεταλλεύτηκε την απόλυτη ανικανότητα του θύματος να αντισταθεί, την οποία δεν προκάλεσε ο ίδιος, ενώ αν – και στο σημείο αυτό συνίσταται η διάκριση από το βιασμό- ο δράστης εξανάγκασε το θύμα του (παράφρονα ή μη ικανό ή ανίκανο αντιστάσεως) με σωματική ή ψυχολογική βία σε ασελγή πράξη, καθώς και εάν προτιθέμενος να την επιτύχει, συντέλεσε στη δημιουργία ανικανότητας αντιστάσεως υπάρχει βιασμός. Επίσης στην έννοια της παραφροσύνης και στη συνέπεια ταύτης δυνατότητα να κατανοήσει και να εκτιμήσει το μέγεθος της γενετήσιας προσβολής, δηλαδή στην αντίληψη της γενετήσιας πράξης από τον παθόντα. Η ανικανότητα δηλαδή μπορεί να οφείλεται σε οργανικούς ή πνευματικούς λόγους (όπως είναι και κάθε διανοητική ατέλεια, για παράδειγμα σχιζοφρένεια, μέθη, εξάντληση λόγω υπερκόπωσης), αλλά δεν χρειάζεται να είναι πλήρης και καθολική, αλλά αρκεί και μερική, η οποία όμως να φτάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε το θύμα (που μπορεί να είναι γυναίκα, αλλά και άνδρας) να μην έχει συνείδηση της πράξης και δυνατότητα για αντίσταση»
Τα πραγματικά περιστατικά
Σύμφωνα με την κρίση του ανωτάτου Δικαστηρίου, που υιοθέτησε την πρόταση του Αντεισαγγελέα, «στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ’ αυτό πρόταση του παρ’ αυτώ Εισαγγελέως, και με μνεία όλων κατ’ είδος αναφερομένων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ’ όψη (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), εδέχθη ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία εις βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδομένην εις αυτό πράξη της καταχρήσεως εις ασέλγεια, στην ενσωματωμένη δε στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία αποτελεί αιτιολογία αυτού, εκτίθενται, κατά πιστή εδώ μεταφορά τα εξής πραγματικά περιστατικά: “Σύμφωνα με την καταγγελία και την κατηγορία ο κατηγορούμενος στη …, στο δωμάτιο με αριθμό “109” του ξενοδοχείου με την επωνυμία “…” τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης-8-2008 και πάντως μετά την 03.00, με πρόθεση και με κατάχρηση της παραφροσύνης άλλου ή της με από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενης ανικανότητας του ν’ αντισταθεί, ενήργησε επ’ αυτού εξώγαμη συνουσία και ειδικότερα ότι στον τόπο και το χρόνο που ανωτέρω αναφέρονται, αφού μετέβη με την Ψ, υπηκόου …, κατοίκου … και προσωρινά διαμενούσης στη …(στο ξενοδοχείο με την επωνυμία “…” στο δωμάτιο με αριθμό 109 του ως άνω αναφερομένου ξενοδοχείου, εκμεταλλευόμενος ότι η τελευταία, εξαιτίας της ικανής κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών που προηγήθηκε και της εντεύθεν προκληθείσης μέθης και αδιαθεσίας ως δε και του βαθέος της ύπνου δεν μπορούσε να αντισταθεί, δηλαδή ότι δεν μπορούσε να εκτιμήσει και να κατανοήσει τη σπουδαιότητα της σε βάρος της ενεργούμενης γενετήσιας προσβολής και να είναι σε θέση να προβάλει προς απόκρουση της τη δέουσα αντίσταση, ήλθε σε εξώγαμη συνουσία μαζί της, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του».
Οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου
Σχετικά με τη μήνυση που είχε υποβάλλει ο κατηγορούμενος σε βάρος της καταγγέλλουσας και ισχυριζόμενος ότι η τελευταία είχε έμμονη ιδέα ότι προσπαθούσαν να τη βιάσουν με υπνωτικά χάπια, που έριχναν στο ποτό της, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου αποφάνθηκε: «Τέλος στη μήνυση του προσέθεσε τα περί (προφανώς έμμονη ιδέα) της παθούσας ότι “είχε την εντύπωση πως προσπαθούσαν να τη βιάσουν διάφοροι, ρίχνοντας της υπνωτικά χάπια στο ποτό της”, ώστε να υπονομεύσει πλήρως τη λογική της συγκρότηση, τα οποία δεν τα επανέλαβε, είτε λόγω έλλειψης μνήμης, είτε διότι πρυτάνευσαν λογικότερες σκέψεις, αν και επέμεινε στον ισχυρισμό ότι η παθούσα είναι επιρρεπής σε εκβιάσεις και κομπίνες, όταν παρέθεσε “περιστατικά” ότι παραιτήθηκε από την εργασία της στη … προβάλλοντας εγκυμοσύνη, γι’ αυτό και πήρε μεγάλη αποζημίωση. Εντέλει τα όσα ο ίδιος είπε βρίθουν αντιφάσεων, τέτοιων που μπορούν να μας οδηγήσουν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως τα ισχυρίστηκε η παθούσα».
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟ
ΠΗΓΗ.dikastiko.gr