Απαγωγή παιδιού από μητέρα. Μη εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης από εθνικά δικαστήρια. Παραβίαση δικαιώματος του πατέρα στην οικογενειακή ζωή
ΑΠΟΦΑΣΗ
Michnea κατά Ρουμανίας της 07.07.2020 (αρ. προσφ. 10395/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύμβασης Χάγης, Κανονισμός Βρυξελλών, επιμέλεια παιδιού και βέλτιστο συμφέρον αυτού.
Ο προσφεύγων υπήκοος Ρουμανίας, κατοικεί στην Ιταλία όπου απέκτησε με την Ρουμάνα σύζυγό του μία κόρη. Χωρίς την συγκατάθεση του, η σύζυγος μετοίκησε με το παιδί στην Ρουμανία. Τα εγχώρια Δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα του προσφεύγοντος για επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία με την αιτιολογία ότι η κύρια διαμονή τους ήταν η Ρουμανία. Εν τω μεταξύ εκδόθηκε το διαζύγιο και η γονική μέριμνα ανατέθηκε αποκλειστικά στην μητέρα. Ο προσφεύγων άσκησε καταγγελία ότι η απομάκρυνση της κόρης του παραβίασε το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι στον τομέα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 8 στα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των απαιτήσεων της Σύμβασης της Χάγης και της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, καθόσον, τα συμφέροντά τους είναι υψίστης σημασίας.
Στην υπό κρίση περίπτωση το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση του Εφετείου που δέχθηκε ως συνήθη διαμονή του παιδιού τη Ρουμανία δεν ήταν ορθή αφού το παιδί είχε γεννηθεί και εγγραφεί στο δημοτολόγιο της Ιταλίας. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Σύμβαση της Χάγης δεν εφαρμόστηκε, η απόφαση του Εφετείου δεν εξασφάλισε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και η παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό των 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Gheorghe Michnea είναι υπήκοος Ρουμανίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1974 και ζει στο Bresso στην Ιταλία. Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του σχετικά με ρουμανικά δικαστήρια σε διαφορά επιμέλειας τέκνου.
Ο προσφεύγων παντρεύτηκε μια Ρουμάνα υπήκοο, Χ, το 2016, η οποία μετακόμισε μαζί του στην Ιταλία, όπου ζούσε και εργαζόταν από το 2006. Απέκτησαν μια κόρη, την Υ. τον Μάρτιο του 2017. Όλοι ζούσαν μαζί στην Ιταλία, με τους γονείς να ασκούν κοινή επιμέλεια της Υ. από τη γέννησή της. Τον Αύγουστο του 2017 η X. πήρε το παιδί στη Ρουμανία χωρίς τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος.
Τον Φεβρουάριο του 2018, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου βάσει των διατάξεων της Σύμβασης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τις αστικές πτυχές της διεθνούς απαγωγής παιδιών («Σύμβαση της Χάγης»), επιδιώκοντας την επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία.
Τον Απρίλιο του 2018 το Επαρχιακό Δικαστήριο δέχτηκε το αίτημα, αλλά τον Ιούνιο του ίδιου έτους το Εφετείο του Βουκουρεστίου ακύρωσε την απόφαση και διαπίστωσε ότι το παιδί έπρεπε να μείνει στη Ρουμανία όπου ήταν η κύρια κατοικία του. Μεταξύ άλλων, διαπίστωσε ότι η κύρια κατοικία του προσφεύγοντος και της συζύγου ήταν ακόμη στη Ρουμανία και ότι το διαμέρισμά τους στην Ιταλία είχε μισθωθεί προσωρινά.
Τον Μάιο του 2018 εκδόθηκε το διαζύγιο του ζευγαριού δίνοντας στη μητέρα τη αποκλειστική επιμέλεια.
Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) για την άρνηση των ρουμανικών δικαστηρίων να διατάξουν την επιστροφή του παιδιού του στην Ιταλία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έκρινε ιδίως ότι στον τομέα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 8 στα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των απαιτήσεων της Σύμβασης της Χάγης και εκείνων της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού 20 Νοεμβρίου 1989, και των σχετικών κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου.
Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, πρέπει να λαμβάνονται υπ΄όψιν τα συμφέροντά τους που είναι υψίστης σημασίας.
Αρχικά, το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι η απόφαση του Εφετείου του Βουκουρεστίου, της 14ης Ιουνίου 2018, που αρνήθηκε την επιστροφή του παιδιού του προσφεύγοντος στην Ιταλία, αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής. Εκείνη την εποχή ο προσφεύγων και η Χ. ήταν παντρεμένοι και έτσι ασκούσαν κοινή επιμέλεια του παιδιού τους. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι διαπίστωσε ότι οι απαιτήσεις της Σύμβασης της Χάγης ισχύουν επίσης για παντρεμένα ζευγάρια που ασκούν από κοινού επιμέλεια των παιδιών τους χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση ως προς αυτό. Το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει ότι η επιμέλεια ασκήθηκε αποτελεσματικά από κοινού και από τους δύο γονείς πριν από την αφαίρεση.
Απομένει λοιπόν να καθοριστεί αν η παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο», επιδίωκε έναν ή περισσότερους νόμιμους στόχους και «ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το Δικαστήριο παρατήρησε αρχικά ότι η παρέμβαση προβλέπονταν από το νόμο. Δεύτερον, το Δικαστήριο επισήμανε, ότι το Εφετείο του Βουκουρεστίου ενήργησε με αυτό που θεώρησε ότι επιδιώκει τον νόμιμο στόχο της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του παιδιού, το οποίο συνάδει με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, όπως προβλέπονται από άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης.
Τέλος, το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει εάν η εν λόγω παρέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης, που ερμηνεύτηκε υπό το φως των σχετικών διεθνών πράξεων και εάν κατά την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών διακυβευόμενων συμφερόντων, δόθηκε το κατάλληλο βάρος στα συμφέροντα του παιδιού, εντός του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στο κράτος σε τέτοια θέματα.
Το Δικαστήριο ασχολήθηκε εάν η ανωτέρω ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης και του κανονισμού Βρυξελλών από το Εφετείο εξασφάλισε τα δικαιώματα του προσφεύγοντος όπως εγγυάται το άρθρο 8 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κόρη του προσφεύγοντος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2017 στην Ιταλία, όπου είχε ζήσει όλη της τη ζωή πριν από την απομάκρυνσή της στη Ρουμανία τον Αύγουστο του 2017. Καταγράφηκε στην Ιταλία κατά τη γέννηση και επωφελήθηκε από την ιταλική ασφάλιση υγείας. Πριν από τον Αύγουστο του 2017, ο προσφεύγων, η Χ. και η Υ. ζούσαν μαζί στην Ιταλία ως οικογένεια, γεγονός που αναγνωρίστηκε από το Εφετείο στην απόφασή του. Μπορεί επομένως να συναχθεί ότι η Ιταλία ήταν η μόνη κατοικία που το παιδί γνώριζε εκείνη την εποχή. Το Δικαστήριο επικαλέστηκε τις αρχές του Κανονισμού των Βρυξελλών όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του ΔΕΕ και επισήμανε ότι, πριν από την απομάκρυνσή της από την Ιταλία, το παιδί ήταν, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, ενσωματωμένο σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον σε αυτή τη χώρα. Η απόφαση του Εφετείου δεν εξηγεί γιατί το εν λόγω δικαστήριο έδωσε προτεραιότητα σε αυτό που φαίνεται να είναι η ρουμανική κατοικία των γονέων παρόλο που η οικογένεια ζούσε στην Ιταλία κατά τη γέννηση του παιδιού και μέχρι την απομάκρυνσή του και είχε κάνει όλες τις ρυθμίσεις κατά τη γέννησή για να εγγράψει το παιδί στην Ιταλία και να επωφεληθεί από το ιταλικό σύστημα πρόνοιας.
Για τους λόγους αυτούς και παρά την αρχή της επικουρικότητας, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του εθνικού δικαστηρίου να αναγνωρίσει την Ιταλία ως χώρα κύριας διαμονής της Υ. δεν ταιριάζει με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ή με τους σκοπούς της Σύμβασης της Χάγης που είναι πρωτίστως η διαφύλαξη των συμφερόντων των παιδιών αποκαθιστώντας το status quo και διασφαλίζοντας την άμεση επιστροφή τους στη χώρα συνήθους διαμονής τους σε περίπτωση παράνομης απαγωγής. Το εγχώριο δικαστήριο δεν έδωσε κανένα βάρος στο γεγονός ότι η Y. είχε απομακρυνθεί από την Ιταλία χωρίς τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος, γεγονός που παραβίασε τα δικαιώματά του που προστατεύονται από το νόμο και παρενέβη στην κανονική άσκησή τους.
Τα παραπάνω στοιχεία, ιδίως η διαπίστωση ότι η συνήθης διαμονή ήταν στην Ιταλία και η ύπαρξη κοινής επιμέλειας θα ήταν κανονικά επαρκής για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Σύμβαση της Χάγης ήταν εφαρμοστέα και ότι η απομάκρυνση της Υ. από την Ιταλία χωρίς τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος ήταν εσφαλμένη σύμφωνα με την εν λόγω Σύμβαση. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση επιστροφής της Υ. στην Ιταλία, σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης της Χάγης. Δεν έγινε τέτοια εκτίμηση από το Εφετείο, στο βαθμό που διαπιστώθηκε ότι η Σύμβαση της Χάγης δεν είχε εφαρμογή στην υπόθεση. Εξίσου σημαντικό, το Δικαστήριο δεν βρίσκει καμία ένδειξη στην απόφαση του Εφετείου ότι εντόπισε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και το έλαβε δεόντως υπόψη κατά την εκτίμησή του για την οικογενειακή κατάσταση, όπως απαιτείται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι το μόνο δικαστήριο που εξέτασε την οικογενειακή κατάσταση υπό το φως της Σύμβασης της Χάγης, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να αντιταχθεί στην επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία.
Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης στο σύνολό της, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης και του Κανονισμού των Βρυξελλών από το Εφετείο δεν εξασφάλισε τις εγγυήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του Άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ)
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.225 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.