Χορήγηση άδειας σε γονείς για αποποίηση κληρονομίας για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους. Εκουσία δικαιοδοσία. Διεθνής δικαιοδοσία βάσει Καν (ΕΚ) 2201/2003. Θεμελίωση τοπικής αρμοδιότητας ενώ αιτούντες γονείς και τα τέκνα τους είναι κάτοικοι εξωτερικού.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Αριθμός Απόφασης 29/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αικατερίνη Παναγούλια, Ειρηνοδίκη Δ’ Τάξης, και τη Γραμματέα Παρασκευή Μαραγκού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Καλλιθέα, την … 2019, για να δικάσει την υπόθεση:
Των αιτούντων : 1) … του …. και της …, κατοίκου Αγγλίας, … και προσωρινά διαμένοντος στη Ν. Σμύρνη Αττικής, επί της οδού …. αριθμ. …, και 2) …. του … και της …, κατοίκου Αγγλίας ως άνω και προσωρινά διαμένουσας στη Ν. Σμύρνη Αττικής, ως άνω, αμφότερων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους α) …. του … και της …. και β) … του … και της … που κατοικούν αμφότερα στην Αγγλία, ως άνω, και διαμένουν προσωρινά στη Ν. Σμύρνη Αττικής, ως άνω, οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ελένης Χρυσανθακοπούλου.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19.03.2019, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2019 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2019 αίτησή τους, η οποία προσδιορίσθηκε για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Ακολούθησε συζήτηση όπου η πληρεξούσια δικηγόρος των αιτούντων, αφού πήρε το λόγο από τη Δικαστή, ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710, 1711, 1846, 1847, 1854 και 1856 ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα. Ο κληρονόμος με το θάνατο του κληρονομουμένου αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά, ωστόσο η κτήση αυτή, όπως και το αντίστοιχο κληρονομικό δικαίωμα, είναι προσωρινή, επειδή σ’ αυτόν αναγνωρίζεται δικαίωμα αποποίησης της, ανεξάρτητα από το γενεσιουργό λόγο κληρονομικής διαδοχής (διαθήκη, νόμο) με βάση τον οποίο καλείται στην κληρονομιά. Η αποποίηση της κληρονομιάς μπορεί και πρέπει επί ποινή ακυρότητας να γίνει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1847 ΑΚ (βλ. Αστ. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1847-1848, αριθ. 7, 10, Ε. Βουζίκας, Κληρονομικόν Δίκαιον [1972], §18.111.1), η οποία είναι κατά κανόνα τετράμηνη (με εξαίρεση δύο περιπτώσεις, στις οποίες η προθεσμία είναι ενός έτους) και αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, η επαγωγή σε εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε και στην περίπτωση αυτή επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί, αν αυτός που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η τετράμηνη (ή ενιαύσια) προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει από την γνώση της αποποίησης του προηγούμενου και της εξαιτίας αυτής κλήσης του κληρονόμου. Η προθεσμία της αποποίησης, μάλιστα, τρέχει, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, και κατά προσώπων ανίκανων προς δικαιοπραξία. Εάν η κληρονομιά επάγεται σε πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία, η γνώση της επαγωγής και του λόγου της ελέγχεται στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου (βλ. ΑΠ 493/2003, ΜΠρΠειρ 5721/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ειδικότερα, σε περίπτωση ανηλίκου που τελεί υπό γονική μέριμνα το στοιχείο της γνώσης, προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η αποκλειστική προθεσμία της αποποίησης, κρίνεται στο πρόσωπο των γονέων του. Επιπλέον, η προθεσμία αυτή αναστέλλεται, κατά τη ρητή διατύπωση του όρθρου 1847 παρ. 3 ΑΚ, για τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 255 και 258 ΑΚ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1526, 1625 περ. 1 ΑΚ και 797 ΚΠολΔ, για την αποποίηση κληρονομιάς για λογαριασμό ανηλίκου, πρέπει να υποβληθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο αίτηση από τους ασκούντες την γονική αυτού μέριμνα γονείς και να χορηγηθεί η σχετική άδεια. Κατά τον χρόνο τούτο, λοιπόν, δηλαδή από την υποβολή της αίτησης για την παροχή άδειας για αποποίηση κληρονομιάς, που γίνεται για λογαριασμό ανηλίκου, και μέχρι την δημοσίευση της σχετικής απόφασης αναστέλλεται, κατά το άρθρο 255 εδ. α’ ΑΚ, η προθεσμία προς αποποίηση λόγω ανωτέρας βίας, αφού η αποποίηση της κληρονομιάς που θα γίνει από τους ασκούντες την γονική μέριμνα γονείς, εξαρτάται από γεγονός που δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη, και με την λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και δη από την παροχή άδειας εκ μέρους του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 338/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τη διάταξη του άρθρου 797 εδ. α’ ΚΠολΔ προσδιορίζεται το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για την παροχή της κατά το νόμο – δηλαδή το ουσιαστικό δίκαιο – απαιτούμενης άδειας, η οποία αποτελεί απαραίτητο όρο για την ενεργοποίηση των εννόμων συνεπειών ορισμένων πράξεων που ενεργούνται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου. Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, καταρχήν με βάση την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 797 του ΚΠολΔ, είναι το ειρηνοδικείο της συνήθους διαμονής του ανηλίκου. Ο ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα έχει κατοικία την κατοικία των γονέων του ή του γονέα που ασκεί μόνος του τη γονική μέριμνα (άρθρο 56 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία, με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις. Αρκεί συνεπώς για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας να συντρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου (αρχή της εδαφικότητας), ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (22-26) ή ειδική (27-40) βάση. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 741 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όταν δεν ρυθμίζεται άλλως, προσδιορίζεται με βάση τη lex fori και ειδικότερα με βάση το άρθρο 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 782-866 ΚΠολΔ ή άλλων συναφών ρυθμίσεων, που καθορίζουν κατά υπόθεση το αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο. Η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται κατά τρόπο αποκλειστικό με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, χωρίς να είναι δυνατή η παράλληλη εφαρμογή άλλων συνδέσμων, λ.χ. των άρθρων 22-40 ΚΠολΔ που ρυθμίζουν άλλως τη δωσιδικία των διαφορών (Βλ. ΕφΑΘ 3839/1983 Αρμ 1983, 981, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ II, 2000, Εισαγ. 739-866, αριθ. 17, σελ. 1461). Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 740 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, καταρχήν, εφόσον η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται κατά το αυτόνομο εσωτερικό δίκαιο, αποκλείεται η θεμελίωση ή ο αποκλεισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων με μόνη τη βούληση των ενδιαφερομένων (ΠΠρΑΘ 407/1995 ΔΕΕ 1995, 622, ΕιρΑΘ 996/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/ Νικάς, ΕρμΚΠολΔ, ό.π., σελ. 1462, Μητσόπουλος 163). Ωστόσο, η αρχή της εδαφικότητας μπορεί να παραμερισθεί δυνάμει διεθνών συμβάσεων, όπως τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 28 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι διεθνείς συμβάσεις υπερισχύουν όταν περιλαμβάνουν διαφορετική ρύθμιση έναντι των κοινών νόμων, όχι όμως και έναντι των συνταγματικών διατάξεων (ΑΠ Ολ 29/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, οι πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται εφόσον δεν συντρέχει διμερής ή πολυμερής σύμβαση ή Κανονισμός (EE), που καθορίζει διαφορετικά τη διεθνή δικαιοδοσία. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει και ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (Βλ. σχετ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα ό.π., αριθ. 18, σελ. 1461), ο οποίος υπερισχύει έναντι των διατάξεων του ελληνικού δικονομικού δικαίου (Βλ. ΠΠρΑΘ 283/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σημείωση Απόστολου ʼνθιμου στην απόφαση ΜΠρΘεσ 14083/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 15-2/2017 ΔΕΚ C-499/2015) αλλά και κάθε αντίθετης σ’ αυτόν διάταξης, αφού το εσωτερικό δίκαιο υποχωρεί έναντι του ενωσιακού δικαίου, το οποίο υπερισχύει. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1 στοιχείο β’ και παράγραφος 2 στοιχ. β’, γ’ και ε’ του εν λόγω Κανονισμού (ΕΚ) 2201 /2003, συνάγεται ότι ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, και στην ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, ιδίως την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς, το διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπηση του ή η φροντίδα του, τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του Κανονισμού 2201/2003, ο όρος «γονική μέριμνα» περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία, όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού, ενώ κατά το άρθρο 2 παράγραφος 8 του εν λόγω Κανονισμού, ο όρος «δικαιούχος γονικής μέριμνας» προσδιορίζει κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 1 του ίδιου Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 3 ίου ως άνω Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους και β) η αρμοδιότητα [διεθνής δικαιοδοσία] των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα [διεθνής δικαιοδοσία] είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Ως ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν από τους μετέχοντες δικαιούχους της γονικής μέριμνας, νοούνται και τρίτα πρόσωπα, εφόσον νομιμοποιούνται κατά τη lex fori ως διάδικοι στη σχετική διαδικασία (Βλ. Κράνης σε Αρβανιτάκη -Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 κατ’ άρθρο ερμηνεία, σελ. 148-149, ιδίως σημείωση 28). Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να συντρέχει αποδοχή της παρέκτασης είναι η ημερομηνία που επιλήφθηκε το δικαστήριο, δηλαδή ο χρόνος της κατάθεσης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης, όπως ορίζει το άρθρο 16 του Κανονισμού. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής τού ανωτέρω Κανονισμού εμπίπτει και η αίτηση γονέων ασκούντων την επιμέλεια του προσώπου ανηλίκου για παροχή δικαστικής άδειας αποποίησης της επαχθείσας σε αυτό κληρονομιάς, εφόσον η άδεια προβλέπεται από το άρθρο 1625 περ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται κατά τη ρητή διάταξη του όρθρου 1526 ΑΚ και στην περίπτωση της διαχείρισης της περιουσίας του ανηλίκου από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, και ως εκ τούτου συνιοτά μέτρο προστασίας του ανηλίκου τέκνου κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 στοιχ. β’ και 2 στοιχείο ε’ του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αφού με το μέτρο αυτό προστατεύεται το ανήλικο από την απόκτηση περιουσίας που ενδέχεται να βαρύνεται με χρέη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καταρχάς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους-μέλους στο οποίο κατοικεί ο γονέας ή οι ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, εκτός εάν υπάρχει δυνατότητα παρέκτασης κατ’ άρθρο 12 παρ. 3, οπότε αρμόδια μπορούν να καταστούν και τα δικαστήρια του κράτους-μέλους της ιθαγένειας του ανηλίκου, εφόσον η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού, η οποία κρίνεται κατά περίπτωση, κρινόμενης της διεθνούς δικαιοδοσίας αποκλειστικά και μόνο βάσει του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ενόψει του ότι ο εν λόγω Κανονισμός αποτελεί ενωσιακό δίκαιο και έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη και ως εκ τούτου ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει, όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο (Βλ. ΠΠρΠειρ 1052/2016 αδημ.), ενώ ο ΚΠολΔ απλά αποτελεί τυπικό νόμο, οπότε ο τελευταίος ισχύει μόνο στην περίπτωση που δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, κανόνας που προκύπτει άμεσα από το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος. Και ναι μεν οι διαφορές σχετικά με την κληρονομική διαδοχή αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η αίτηση ωστόσο αποποίησης κληρονομιάς δεν συνιστά διαφορά σχετική με την κληρονομική διαδοχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο στ’, του Κανονισμού αυτού και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, διότι με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του εν λόγω Κανονισμού τα θέματα νομικής ικανότητας των φυσικών προσώπων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, μπορεί να θεμελιωθεί τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση και διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την παροχή άδειας αποποίησης κληρονομιάς στους γονείς Έλληνα ανηλίκου, ακόμη και αν ο ανήλικος διαμένει με τους γονείς του σε κράτος-μέλος της Ε.Ε., εφόσον η αίτηση κατατέθηκε ανεπιφύλακτα από αυτούς ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου και η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιούμενη αρμοδιότητα εξυπηρετεί το συμφέρον του ανηλίκου, ιδίως όταν έτσι διευκολύνεται η συλλογή αποδείξεων ή η υπό ενέργεια πράξη της αποποίησης, ώστε να παρέχεται η κατά το δυνατό ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία δικαίου. Τούτο άλλωστε θα μπορούσε να γίνει δεκτό και υπό το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 740 επ. ΚΠολΔ και της ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την εφαρμοζόμενη στην παραπάνω περίπτωση διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπό την έννοια ότι σε αυτήν τη διαδικασία οι σχετικές διατάξεις έχουν απλώς καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή, αφού κρίσιμο είναι το στοιχείο της δικαστικής αντίληψης ή πρόνοιας, οπότε σε κάθε περίπτωση που υφίσταται ανάγκη αντίληψης ή πρόνοιας Έλληνα πολίτη, μη κατοικούντος στην Ελλάδα (όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση αίτησης παροχής άδειας σε γονείς Έλληνα ανηλίκου που δεν κατοικούν στην Ελλάδα για αποποίηση κληρονομικού δικαιώματος εκ του θανάτου Έλληνα πολίτη) που προσφεύγει ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να θίγονται δικαιώματα τρίτων (αλλοδαπών ή μη κατοίκων Ελλάδας), να μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων με κριτήριο την ιθαγένεια ή και άλλους συνδέσμους τοπικής αρμοδιότητας, πλην της κατοικίας του ανηλίκου (βλ. σχετ. και άρθρο 780 ΚΠολΔ, ΕφΑΘ 1661/2005 ΕλΔικ 2006, 282, ΜΠρΘεσ 13908/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, Γ. Μητσόπουλος ΠολΔικ 1972 τ.α. σελ. 156, Π. Αρβανιτάκης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ αρθ. 740 σημ. 6, Κλάμαρη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΕρμΑΚ τόμος Χ Εισαγ. 1956 – 1966, Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ υπ’ αρθ. 740). Με γνώμονα τα παραπάνω, ότι δηλαδή η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν είναι σταθερή, αλλά με την ελαστικότητα που τη διακρίνει προσαρμόζεται στις εκάστοτε περιστάσεις, και ενόψει του ότι στην εν λόγω διαδικασία δεν απαντάται, τουλάχιστον όχι καταρχήν, η οξύτητα στη σύγκρουση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, η οποία ιδιαίτερα διακρίνει τις διαγνωστικές διαδικασίες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, γι’ αυτό καταρχήν δεν υφίσταται ανάγκη για το νομοθετικό καθορισμό περιπτώσεων αποκλειστικής τοπικής αρμοδιότητας, ως μέσων για την προνομιακή ικανοποίηση συμφερόντων, παρά μόνον εξαιρετικά οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι και εκείνες ακόμη οι διατάξεις, οι οποίες για ειδικές υποθέσεις καθορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο (όπως λ.χ. η διάταξη του άρθρου 797 ΚΠολΔ), δεν καθορίζουν κατά κανόνα αποκλειστική αρμοδιότητα (βλ. contra ΜΠρΑΘ 477/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά απλώς και μόνο έχουν καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή. Συνακόλουθα, τοπική αρμοδιότητα στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας θα πρέπει κάθε φορά να έχει εκείνο το δικαστήριο που, εξαιτίας των τοπικών συνθηκών, είναι σε θέση να χορηγήσει τη ζητούμενη δικαστική προστασία, δηλαδή να διατάξει τα ζητούμενα διαπλαστικά ή διαπιστωτικά ρυθμιστικά μέτρα κατά τρόπο ταχύτερο, αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο, εκτός αν κατ’ εξαίρεση συντρέχει ισχυρότερο δημόσιο ή άλλο ιδιωτικό συμφέρον που να δικαιολογούν διαφορετική ρύθμιση (ΜΠρΘεσ 13908/2011 ό.π., Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Δ’, 1996, σελ. 406). Επομένως, τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία παρουσιάζει κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον για την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης από το υλικά αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο απευθύνεται η αίτηση. ʼλλωστε, η προϋπόθεση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου που δικάζει είναι απλά και μόνο μια ειδικότερη μορφή εξειδίκευσης της έννοιας του γενικότερου έννομου συμφέροντος, ως προϋπόθεση για την παροχή ένδικης προστασίας. Στην περίπτωση ειδικότερα αποποίησης κληρονομιάς για λογαριασμό ανηλίκου, το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται με αυτό του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Συντάγματος. Στο πλαίσιο της εξέτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, αλλά αποκλειστικώς το συμφέρον του παιδιού από την άποψη της διεθνούς δικαιοδοσίας, ήτοι το δικονομικό του συμφέρον όσον αφορά το ζήτημα ποιας χώρας τα δικαστήρια είναι σε θέση να κρίνουν καλύτερα τη σχετική υπόθεση. Ως εκ τούτου, απλώς και μόνο με την κατάθεση της οικείας αίτησης γνωστοποιείται στο δικαστήριο και στους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία ότι οι αιτούντες επιθυμούν να επιληφθεί της υπόθεσης το δικαστήριο αυτό. Βεβαίως, ένα δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί υπόθεσης αν δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία προς τούτο. Επομένως, μολονότι η βούληση να εκδοθεί απόφαση επί ζητήματος που ετέθη ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ασφαλώς και δεν συνιστά αφ’ εαυτή ρητή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, υποδηλώνει πάντως ανεπιφύλακτα την εν λόγω αποδοχή. Αμφιβολίες ενδέχεται να προκληθούν, ωστόσο, από το ότι στον τίτλο του άρθρου 12 του Κανονισμού Βρυξέλλες Πα δεν αναφέρεται ο όρος «αποδοχή», αλλά χρησιμοποιείται ο όρος «παρέκταση». Αντί ο νομοθέτης να επαναλάβει τον όρο «παρέκταση» που χρησιμοποιείται στον τίτλο, στην εξειδίκευση του ζητήματος στις συγκεκριμένες παραγράφους του άρθρου 12 του Κανονισμού, χρησιμοποιεί τον όρο «αποδοχή». Η αποδοχή, ωστόσο, έχει περισσότερο παθητικό χαρακτήρα. Δεν απαιτεί την ύπαρξη πρόθεσης να επηρεαστεί η διεθνής δικαιοδοσία και να δημιουργηθεί νέα δικαιοδοσία, ήτοι να απονεμηθεί διεθνής δικαιοδοσία στα δικαστήρια κράτους μέλους που δεν θα είχαν άλλως διεθνή δικαιοδοσία. Αν αρκεί η αποδοχή και δεν απαιτείται παρέκταση υπό τη στενή της έννοια που ενέχει πρόθεση καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, το κριτήριο καθίσταται λιγότερο περιοριστικό. Αυτό συμβαίνει επειδή η αποδοχή δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη θεμελίωση της εν λόγω διεθνούς δικαιοδοσίας απαιτείται ταυτόχρονα και η ύπαρξη στενής σχέσης του παιδιού με το κράτος μέλος του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, η οποία αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο που εγγυάται την ύπαρξη κάποιου αντικειμενικού δεσμού μεταξύ της δίκης και του εν λόγω κράτους. Μόνο τα δικαστήρια κρατών μελών, με τα οποία το παιδί έχει στενή σχέση, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο σ’, του Κανονισμού, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αποδοχής βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β’, του Κανονισμού, η οποία ως εκ τούτου μπορεί να αφορά περιορισμένο μόνο αριθμό κρατών μελών, δηλαδή μόνο εκείνα με τα οποία υπάρχει στενή σχέση εν πάση περιπτώσει. Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση που δικαιούχος γονικής μέριμνας καταθέτει αίτηση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, απλώς και μόνο η κατάθεση της αίτησης συνεπάγεται την εκ μέρους του εν λόγω διαδίκου ανεπιφύλακτη αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β’, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 748 παρ. 2 και 750 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αντίγραφο της αίτησης με σημείωση για τον προσδιορισμό της δικασίμου πρέπει να κοινοποιείται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου, ο οποίος δικαιούται να παρίσταται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και ενώπιον του ειρηνοδικείου. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών είναι αυτοδικαίως εκ του νόμου διάδικος στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει δικαίωμα να ενεργεί κάθε διαδικαστική πράξη, όπως ενδεικτικά να ασκεί ένδικα μέσα, ανεξαρτήτως αν κλητεύθηκε ή όχι στη συζήτηση και ανεξαρτήτως αν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση (ΕφΑΘ 3834/2011 ΕλλΔνη 2011,1067, Μ. Μαργαρίτης – Μαργαρίτη ΕρμΚΠολΔ άρθ. 750 αριθ. 1). Ο εισαγγελέας ενεργεί ως εκπρόσωπος του κράτους προασπιζόμενος το δημόσιο συμφέρον, δεν αποτελεί όμως «ενδιαφερόμενο» μέρος της διαδικασίας με την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, διότι τούτος δεν έχει ίδιο έννομο συμφέρον αλλά ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κύριας δίκης για τη χορήγηση άδειας αποποίησης κληρονομιάς για λογαριασμό ανηλίκου, ο εισαγγελέας έχει αποστολή σιωπηρού (παθητικού) παρατηρητή και προστάτη, που διαθέτει δικαίωμα ενημέρωσης και την εξουσία να ασκεί τα δικονομικά δικαιώματα διαδίκου, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη του χαρακτήρα της αποστολής του εισαγγελέα και του δικαιώματος του να παρεμβαίνει αναλόγως εφόσον επιθυμεί και να αντιταχθεί στην εκ μέρους των γονέων επιλογή των ελληνικών δικαστηρίων, η εκ μέρους του σιωπηρή συναίνεση πρέπει να θεωρηθεί επαρκής για να συναχθεί από αυτήν ανεπιφύλακτη αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας, στο βαθμό που αυτός έχει όντως λάβει την αρχική κοινοποίηση σχεπκά με την αίτηση των γονέων [Για τα παραπάνω: Βλ. προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Evgeni Tanchev της 6ης Δεκεμβρίου 2017 στην υπόθεση C-565/16 Allesandro Saponaro – Καλλιόπη-Χλόη Ξυλινά επί αιτήσεως του Ειρηνοδικείου Λέρου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (ΕιρΞάνθ 139/2018, ΕιρΛέρου 22/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)].
Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, υπό την ιδιότητα τους ως ασκούντες τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους α) … του …• και β) … του … κατοίκων Αγγλίας και προσωρινά διαμενόντων στη Ν. Σμύρνη Αττικής, ζητούν να τους επιτραπεί να προβούν για λογαριασμό των τελευταίων, στην αποποίηση της επαχθείσας εξ αδιαθέτου σ’ αυτά κληρονομιάς που τους κατέλιπε ο παππούς τους, ήτοι ο πατέρας του πρώτου των αιτούντων, … του …. και της … κάτοικος εν ζωή Νέας Σμύρνης Αττικής, επί της οδού … αριθμ. … ο οποίος απεβίωσε στο Νοσοκομειακό Ίδρυμα … την … χωρίς να αφήσει διαθήκη, λόγω του κατάχρεου της κληρονομιάς και της έλλειψης αξιόλογου ενεργητικού της για την κάλυψη των χρεών και ως εκ τούτου λόγω του ότι η αποδοχή της, ακόμη και με το ευεργέτημα της απογραφής, καθίσταται άσκοπη και μη συνάδουσα προς το συμφέρον των ανηλίκων, έτσι ώστε η αιτούμενη άδεια να είναι αναγκαία και ωφέλιμη για τη διοίκηση της περιουσίας τους.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της επίδικης διαφοράς (άρθρο 3 ΚΠολΔ), κρινόμενης της διεθνούς δικαιοδοσίας αποκλειστικά και μόνο βάσει του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ενόψει του ότι ο εν λόγω Κανονισμός αποτελεί ενωσιακό δίκαιο με άμεση και καθολική ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε., ενώ ο ΚΠολΔ είναι απλά τυπικός νόμος, οπότε ο τελευταίος ισχύει μόνο στην περίπτωση που δεν εφαρμόζεται ο ως άνω Κανονισμός, κανόνας που προκύπτει άμεσα από το άρθρο 28 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα εμπίπτει και η αίτηση γονέων ασκούντων την επιμέλεια του προσώπου ανηλίκου για παροχή δικαστικής άδειας αποποίησης της επαχθείσας σε αυτό κληρονομιάς, εφόσον η άδεια προβλέπεται από το άρθρο 1625 περ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1526 ΑΚ και στην περίπτωση της διαχείρισης της περιουσίας του ανηλίκου από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, και ως εκ τούτου συνιστά μέτρο προστασίας του ανηλίκου τέκνου κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 στοιχ. β’ και 2 στοιχείο ε’ του ως άνω Κανονισμού, αφού με το μέτρο αυτό προστατεύεται το ανήλικο από την απόκτηση περιουσίας που ενδέχεται να βαρύνεται με χρέη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το παρόν Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αίτησης, κατά παρέκταση με βάση το άρθρο 12 παρ. 3 του ως άνω Κανονισμού, καθώς τα ανήλικα τέκνα: α) έχουν την ελληνική ιθαγένεια (επομένως πληρούται η προϋπόθεση περί ύπαρξης στενής σχέσης των παιδιών με την Ελλάδα, που είναι το κράτος μέλος του επιληφθέντος της ένδικης υπόθεσης Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α’, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα) – χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι αιτούντες δεν διευκρινίζουν αν τα ανήλικα τέκνα τους έχουν διπλή ιθαγένεια ή όχι, διότι, το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο α’, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα μνημονεύει ρητώς την ιθαγένεια, χωρίς οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση, ως επαρκή σύνδεσμο για τη διαπίστωση της ύπαρξης «στενής σχέσης» και ως εκ τούτου ο εν λόγω παράγοντας αρκεί αφ’ εαυτού, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη επιπλέον δεσμών με το κράτος μέλος του επιληφθέντος της υπόθεσης Δικαστηρίου – και β) η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου έχει γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που το παρόν Δικαστήριο επελήφθη της ένδικης υπόθεσης και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον των ανήλικων τέκνων. Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η αίτηση για τη χορήγηση άδειας αποποίησης κληρονομιάς για λογαριασμό ανηλίκου δεν συνιστά διαφορά σχετική με την κληρονομική διαδοχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο στ’, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, διότι με το άρθρο 1, παρ. 2, στοιχείο β’, του εν λόγω Κανονισμού, τα θέματα νομικής ικανότητας των φυσικών προσώπων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, εν προκειμένω μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία και συνακόλουθα τοπική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι τα ανήλικα τέκνα των αιτούντων διαμένουν μαζί με αυτούς εκτός Ελλάδος και συγκεκριμένα στην Αγγλία, εφόσον η αίτηση κατατέθηκε ανεπιφύλακτα από αυτούς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της ίδιας και αυτής δίκης, η οποία διαδικαστική ενέργεια συνιστά ανεπιφύλακτη αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας, και η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιούμενη αρμοδιότητα εξυπηρετεί το συμφέρον των ανηλίκων, καθώς διευκολύνονται η συλλογή αποδείξεων και η υπό ενέργεια πράξη της αποποίησης και συνεπώς παρέχεται η κατά το δυνατό ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία δικαίου. Ο δε Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών στην υπό κρίση υπόθεση δεν προέβη σε κάποια ενέργεια αφότου ενημερώθηκε προσηκόντως για την αίτηση ούτε και αξιοποίησε κάποια από τις διαθέσιμες σε αυτόν διαδικαστικές πράξεις για να αντιταχθεί στην πραγματοποιηθείσα με την κατάθεση της αίτησης από τους γονείς των ανήλικων τέκνων παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας. Το γεγονός δε αυτό αρκεί για να συναχθεί αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας εκ μέρους του και συνεπώς, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, αυτός αποδέχθηκε σιωπηρά με ανεπιφύλακτο τρόπο την παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, τα οποία άλλωστε μπορούν ευχερέστερα να εκτιμήσουν την αποποίηση της κληρονομιάς για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων, καθώς, το γεγονός ότι η περιουσία που κληρονομούν βρίσκεται στην Ελλάδα, αποτελεί στοιχείο που ενισχύει χαρακτηριστικώς τον ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ αυτών και της Ελλάδας. Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, τούτο θα μπορούσε να γίνει δεκτό και υπό το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 740 επ. ΚΠολΔ και της ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την εφαρμοζόμενη στην προκειμένη περίπτωση διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπό την έννοια ότι σε αυτήν (τη διαδικασία) οι σχετικές διατάξεις έχουν απλώς καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή, αφού κρίσιμο είναι το στοιχείο της δικαστικής αντίληψης ή πρόνοιας, οπότε σε κάθε περίπτωση που υφίσταται ανάγκη αντίληψης ή πρόνοιας Έλληνα πολίτη, μη κατοικούντος στην Ελλάδα (όπως στην υπό κρίση περίπτωση αιτήσεως παροχής άδειας σε γονείς Ελλήνων ανηλίκων που δεν κατοικούν στην Ελλάδα για αποποίηση κληρονομικού δικαιώματος εκ του θανάτου Έλληνα πολίτη) που προσφεύγει ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να θίγονται δικαιώματα τρίτων (αλλοδαπών ή μη κατοίκων Ελλάδας), να μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων με κριτήριο την ιθαγένεια ή και άλλους συνδέσμους τοπικής αρμοδιότητας, πλην της κατοικίας του ανηλίκου (Βλ. ad hoc ΜΠρΘεσ 13908/2011 ό.π.). Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, η τοπική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση της ένδικης αίτησης και άρα και η συνακόλουθη διεθνή δικαιοδοσία του μπορεί για λόγους ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας να θεμελιωθεί στον κατά το χρόνο θανάτου τόπο κατοικίας του κληρονομούμενου, όπου θα λάβει χώρα η δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς του (άρθρα 1848 ΑΚ και 810 ΚΠολΔ – βλ. όμως αντίθ. ΜΠρΑΘ 477/2009 ό.π.). Η εφαρμογή δε της διάταξης του άρθρου 740 παρ. 2 ΚΠολΔ εν προκειμένω κάμπτεται από τη διάταξη του άρθρου 12 του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, εφόσον εν προκειμένω η διεθνής δικαιοδοσία δεν προσδιορίζεται κατά το αυτόνομο εσωτερικό δίκαιο, αλλά κατά το υπέρτερο σε ισχύ ενωσιακό δίκαιο, ήτοι βάσει του ως άνω Κανονισμού 2201/2003, ο οποίος υπερισχύει έναντι των διατάξεων του ελληνικού δικονομικού δικαίου και κάθε αντίθετης σ’ αυτόν διάταξης, με τον οποίον καθιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης αίτησης, κατ’ ανεπιφύλακτη αποδοχή της από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Εξάλλου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, στην εξειδίκευση του ζητήματος στις παραγράφους του άρθρου 12 του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα ο νομοθέτης δεν χρησιμοποιεί τον όρο «παρέκταση» αλλά «αποδοχή», έννοια η οποία έχει περισσότερο παθητικό χαρακτήρα, καθώς δεν απαιτεί την ύπαρξη πρόθεσης να επηρεαστεί η διεθνής δικαιοδοσία και να δημιουργηθεί νέα δικαιοδοσία, ήτοι να απονεμηθεί διεθνής δικαιοδοσία στα δικαστήρια κράτους μέλους που δεν θα είχαν άλλως διεθνή δικαιοδοσία, σε αντίθεση με την έννοια της «παρέκτασης», η οποία είναι ότι η διεθνής δικαιοδοσία ανατίθεται σε δραστήριο από τους διαδίκους με συμφωνία αυτών (σύμπτωση των βουλήσεων των ενδιαφερομένων προσώπων). Κατόπιν των παραπάνω, εφόσον στην υπό κρίση περίπτωση συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ, άρθρο 12 παρ. 3 του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα), είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510 παρ. 1, 1511, 1526, 1527, 1528, 1625 αριθ. 1, 1630, 1710, 1813, 1846, 1847 εδ. γ’, 1848, 1856, 1857 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 214 και 255 ΑΚ και με το άρθρο 1 παρ. 3 σχοιχ. σχ’, 62, 64 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 2, 4 ΚΠολΔ προδικασία με τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση αντιγράφου της υπό κρίση αίτησης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …/22.03.2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, σχετ. 2).
Από τα έγγραφα που οι αιτούντες νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, χωρίς να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (άρθρα 339, 395 ΚΠολΔ), από τους ισχυρισμούς των αιτούντων, καθώς και από την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την … απεβίωσε στο Νοσοκομειακό Ίδρυμα … ο … και της …, κάτοικος εν ζωή Νέας Σμύρνης Αττικής, επί της οδού … αριθμ…., γεννηθείς την (βλ. το από 27.12.2018 απόσπασμα της με στοιχεία … ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Νέας Σμύρνης, σχετ. 3), χωρίς να αφήσει διαθήκη, όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πιστοποιητικό της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου (βλ. σχετ. 4 και 5, αντιστοίχως). Ο ως άνω εκλιπών, ο οποίος απεβίωσε διαζευγμένος, κατέλιπε ως πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς του τα τέκνα του, ήτοι α) τον … β) τον …, και γ) τον … (πρώτο αιτούντα), οι οποίοι άπαντες κλήθηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά τα άρθρα 1710 και 1813 ΑΚ, στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας αυτού (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./03.2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του εκλιπούντος, σχετ. 6).
Ωστόσο, την …/2019 ο αιτών – πατέρας των δύο ανηλίκων – προέβη νομίμως και εμπροθέσμως (ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας ενός έτους που τάσσει η διάταξη του άρθρου 1847 εδ. γ’ ΑΚ, καθώς τυγχάνει μόνιμος κάτοικος Αγγλίας) σε δήλωση αποποίησης της επαχθείσας σ’ αυτόν κληρονομιάς του αποβιώσαντος πατρός του, ενώπιον της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αντίγραφο της υπ’ αριθμ. …/2019 έκθεσης αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, σχετ. 7). Ομοίως οι αδελφοί του αιτούντος, … και … προέβησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα σε δήλωση αποποίησης της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομιάς του πατέρα τους (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/2019 και …/2019 εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, σχετ. 8 και 9, αντιστοίχως). Ως εκ τούτου, μετά την αποποίηση της κληρονομιάς που επήχθη στον αιτούντα, η επαγωγή της κληρονομιάς σ’ αυτόν θεωρείται ως μη γενομένη, με αποτέλεσμα να επέλθει διαδοχή κατά ρίζες και η κληρονομική του μερίδα να περιέλθει στα ανήλικα τέκνα αυτού, ως πλησιέστερους συγγενείς του (άρθρο 1856 ΑΚ) και συγκεκριμένα α) στην … του … και της … γεννηθείσα την …και β) στον … του … και της … γεννηθέντα την …, (βλ. το με ημερομηνία 18.03.2019 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης των αιτούντων, καθώς και τα με ημερομηνία 18.03.2019 αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των τέκνων, σχετ. 11, 12 και 13, αντιστοίχως).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κληρονομιαία περιουσία που επήχθη στα ανωτέρω ανήλικα τέκνα στερείται παντελώς ενεργητικού, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των αιτούντων, ο οποίος τυγχάνει αδερφός του πρώτου εξ αυτών και τέκνο του κληρονομουμένου, ενώ παρουσιάζει αυξημένο παθητικό, καθώς ο αποβιώσας είχε κατά το χρόνο θανάτου του οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ύψους 41.820,53 ευρώ, ήτοι 14.371,11 ευρώ από ληξιπρόθεσμες οφειλές και 27.449,42 ευρώ από προσαυξήσεις, τόκους και τέλη (βλ. στοιχεία οφειλών του αποβιώσαντος από την επίσημη ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε., σχετ. 14). Συνεπώς, είναι προφανές ότι, παρά την επαγωγή της ως άνω κληρονομιάς στα ανήλικα τέκνα των αιτούντων με το ευεργέτημα της απογραφής, προς αποφυγή άσκοπων ταλαιπωριών και δαπανών τους και ενόψει του αυξημένου παθητικού της κληρονομιάς του κληρονομουμένου, συντρέχει νόμιμος λόγος να παρασχεθεί από το Δικαστήριο στους αιτούντες η σχετική άδεια αποποίησης για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε δήλωση αποποίησης κληρονομιάς προέβησαν, όπως προεκτέθηκε, και τα ως άνω αναφερόμενα αδέλφια του αιτούντος – τέκνα του κληρονομουμένου, καθώς και η του -, έτερη εγγονή του θανόντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …/2019 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, σχετ. 10).
Επιπλέον, οι αιτούντες, που ασκούν τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους, άσκησαν την υπό κρίση αίτηση την 1 2019, ήτοι μέσα στην ενιαύσια προθεσμία από την αποποίηση του πρώτου των αιτούντων (27.02.2019), η δε προθεσμία ανεστάλη έκτοτε μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης (άρθρο 1847 παρ. 3 ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρα 255 επ. ΑΚ), λόγω ανωτέρας βίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθόσον χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να αποποιηθούν οι γονείς την κληρονομιά που επήχθη στο ανήλικο τέκνο τους (άρθρα 1526, 1625 ΑΚ). Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, εφόσον είναι προφανές το συμφέρον των ως άνω ανηλίκων όπως οι αιτούντες αποποιηθούν την εν λόγω κληρονομιά και δεν έχει παρέλθει η προς τούτο ενιαύσια προθεσμία, που ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς αμφότερα τα ανήλικα τυγχάνουν κάτοικοι εξωτερικού, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ως ουσία βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, και να χορηγηθεί η άδεια στους αιτούντες – γονείς τους – με σκοπό αυτοί να αποποιηθούν την κληρονομιά για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, αφού τα ίδια αδυνατούν προς τούτο λόγω της ανηλικότητάς τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους αιτούντες.
Δέχεται την αίτηση.
Παρέχει την άδεια στους αιτούντες, ως ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους, ήτοι α) της …. του … και της … γεννηθείσας την …. και β) … του … και της … γεννηθέντος την …, να προβούν, για λογαριασμό και στο όνομα των τελευταίων, στη νομότυπη αποποίηση της κληρονομιάς του … του …, και της … (πατέρα του πρώτου των αιτούντων και παππού των ως άνω ανηλίκων), κατοίκου εν ζωή Νέας Σμύρνης Αττικής, επί της οδού
αριθμ. …, που απεβίωσε την …. στο Νοσοκομειακό Ίδρυμα … χωρίς να αφήσει διαθήκη.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Καλλιθέα στο ακροατήριο του την 11/02/2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των αιτούντων και της πληρεξούσιας δικηγόρου τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/eirkal%2029_2020.htm