Οι κεντρικοί τραπεζίτες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την αναπτυσσόμενη αγορά ακινήτων της ευρωζώνης – Πού εντοπίζουν τους κινδύνους;
Η αγορά ακινήτων αποτελεί την Αχίλλειο Πτέρνα για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς η ανάπτυξη της εξ αποστάσεως εργασίας εν μέσω πανδημίας, μειώνει τη ζήτηση για γραφεία, και τα νοικοκυριά αναλαμβάνουν περισσότερα χρέη για να αγοράσουν ακριβά σπίτια, ανακοίνωσε την Τετάρτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την αναπτυσσόμενη αγορά ακινήτων της ευρωζώνης, η οποία βιώνει μια δεκαετία εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων.
Στην τελευταία αυτή προειδοποίησή της, η ΕΚΤ αναφέρει ότι τα εμπορικά και οικιστικά ακίνητα έχουν γίνει αιτία ανησυχίας, προσθέτοντας ότι σχεδιάζουν να εξετάσουν πιο διεξοδικά την έκθεση των τραπεζών σε αυτά.
«Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εντόπισε ότι η έκθεση των τραπεζών στον τομέα των εμπορικών και οικιακών ακινήτων, αποτελεί βασική πηγή τρωτότητας», ανέφερε η ΕΚΤ στο ενημερωτικό της δελτίο. Επίσης, ανακοίνωσε τα σχέδιά της για «στοχευμένη αναθεώρηση» ενός δείγματος τραπεζών με σημαντική έκθεση σε εμπορικά και οικιστικά ακίνητα.
«Ο τομέας των εμπορικών ακινήτων (CRE) θεωρείται ευάλωτος στις επιπτώσεις της πανδημίας, ενώ οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι από τις διορθώσεις των τιμών συνεχίζουν να αυξάνονται στον τομέα των οικιστικών ακινήτων (RRE), με σημάδια πιθανής υπερτίμησης των τιμών των κατοικιών και αυξημένο χρέος των νοικοκυριών», ανέφερε η ΕΚΤ.
Η έκθεση των τραπεζών σε εμπορικά ακίνητα αντιπροσωπεύουν περίπου το 8% των δανείων των εποπτευόμενων τραπεζών και πάνω από το 20% των εταιρικών δανείων τους, ανέφερε η ΕΚΤ.
Καμπανάκι και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συστημικών Κινδύνων (CERS)
Η ισχυρή ζήτηση για στέγαση στην Ευρώπη, που οφείλεται ως επί το πλείστον στις πολύ ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού που επικρατούν τα τελευταία χρόνια των πολύ χαμηλών επιτοκίων, έχει ωθήσει στα ύψη τις τιμές των ακινήτων. Ταυτόχρονα όμως έχει καταστήσει επισφαλές μεσοπρόθεσμα το μέλλον της ευρωπαϊκής αγοράς ακινήτων, όπως σημείωσε την περασμένη Παρασκευή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συστημικών Κινδύνων (CERS), η οποία υπέδειξε ως εξόχως ευάλωτη την αγορά της Γερμανίας.
Αλλά και η Bundesbank προ εβδομάδων έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις γερμανικές τράπεζες, που σε περίπτωση αλλαγής πολιτικής της ΕΚΤ – κάτι που διαφαίνεται στον ορίζοντα – θα δουν ενδεχομένως τα στεγαστικά (και όχι μόνο) δάνεια, που αφειδώς έχουν χορηγήσει, να κοκκινίζουν και να δημιουργούν επικίνδυνες καταστάσεις για τον χρηματοοικονομικό τομέα της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης.
Πανδημικός δανεισμός
Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι ευρωπαϊκές τράπεζες αύξησαν περαιτέρω το δανεισμό τους στα νοικοκυριά, καθώς η ΕΚΤ κρατούσε χαμηλά τα επιτόκια και διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα τη ρευστότητα προκειμένου να στηρίξουν την ευρωοικονομία κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Η εικόνα αυτή όμως, δεδομένης της εκτίναξης του πληθωρισμού, πρόκειται να αλλάξει άρδην.
«Μεσοπρόθεσμα ο αντίκτυπος της πανδημίας και των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού απειλούν να καταστήσουν περισσότερο ευάλωτα τα εισοδήματα των νοικοκυριών και να επηρεάσουν τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων, καθώς επίσης και το επίπεδο του παγκόσμιου δανεισμού», σημειώνει σε έκθεσή της η αρμόδια για την αξιολόγηση επενδυτικού ρίσκου επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο όγκος των ενυπόθηκων δανείων επίσης, που είναι σαφώς πιο επισφαλή για το δανειολήπτη, έχει διογκωθεί, επισημαίνει η CERS.
Καθώς λοιπόν η ευρωπαϊκή οικονομία ανέκτησε ένα επίπεδο ανάπτυξης ανάλογο με εκείνο που είχε προτού ξεσπάσει η πανδημία, οι εθνικές αρχές «θα έπρεπε να αρχίσουν να σχεδιάζουν την επανεισαγωγή ή την αυστηροποίηση των μέτρων πρόνοιας για το μέλλον, μέτρων που έχουν ως στόχο την ελαχιστοποίηση των συστημικών κινδύνων», σημειώνει χαρακτηριστικά η CERS. Και όταν μιλά η ευρωπαϊκή υπηρεσία για «συστημικούς κινδύνους» ευλόγως εννοεί καταστάσεις που οδηγούν σε δημοσιονομικές εκτροπές.