ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 606/2021
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Κούβαρη.
Του εφεσίβλητου : ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Κωνσταντίνο Σφακιανάκη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε την με αρ. κατ. ………./2019 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 2209/2020 απόφασή του την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εναγόμενη με την από 22.7.2020 (………/2020) έφεση προς το Δικαστήριο τούτο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που προκατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ως άνω έφεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2), έχει δε κατατεθεί το σχετικό παράβολο [Ηλεκτρ. Παράβολο …………../2020]. Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι την 19.9.2009 τέλεσε με την εναγόμενη νόμιμο γάμο. Ο γάμος αυτός λύθηκε την 27.7.2017 με την υπ’ αρ. 158/2017 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά το χρόνο λύσης του γάμου, η περιουσία της εναγομένης αυξήθηκε με την απόκτηση, με τραπεζικό δάνειο και μετρητά χρήματα, ενός διαμερίσματος μετά της αποκλειστικής χρήσης θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου πυλωτής και υπόγειας αποθήκης, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, το οποίο περιγράφεται επαρκώς στην αγωγή, πραγματικής εμπορικής αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 106.081,06 ευρώ, αφαιρουμένου δε του υπολειπομένου μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή οφειλόμενου τραπεζικού δανείου μετά των τόκων του, κατά το μέρος που αναλογούσε στην εναγόμενη εκκαλούσα (50%), ύψους 41.500 ευρώ, απόμεινε καθαρή περιουσία, αξίας 64.581,06 ευρώ. Στην αύξηση αυτή, ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του, συνέβαλε και ο ίδιος με μετρητά χρήματα συνολικού ποσού 63.528,85 ευρώ, προς εξόφληση του τιμήματος της αγοράς αλλά και των δόσεων που καταβλήθηκαν μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου προς εξόφληση του δανείου μετά τον τόκων του. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός του, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το χρηματικό ποσό των 63.528,85 ευρώ, άλλως το τεκμαιρόμενο εκ του νόμου ποσοστό της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας της, ήτοι το 1/3, που αντιστοιχεί στο χρηματικό ποσό των 21.176,28 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 23.500 ευρώ, ως πραγματική συμμετοχή του στα αποκτήματα της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εναγόμενη με την υπό κρίση έφεσή της, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας ότι η αγωγή είναι αόριστη και ως τέτοια έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, τον οποίο πρότεινε και πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού προσδιορίζεται σ’ αυτήν το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας της υπόχρεης εναγομένης εκκαλούσας και την αξία αυτής της αύξησης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που νομότυπα εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 19.9.2009, ο οποίος λύθηκε με την υπ’ αρ. 158/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη αμετάκλητη στις 27.7.2017, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους οι διάδικοι εργάζονταν, ο μεν ενάγων ως λογιστής στην εταιρεία «……………..» με καθαρά ετήσια εισοδήματα εκ ποσού 18.411,77 ευρώ για το έτος 2009, 20.382,37 ευρώ για το έτος 2010, 20.107 ευρώ για το έτος 2011, 19.011,49 ευρώ για το έτος 2012 και 18.898,55 για το έτος 2013, η δε εναγόμενη ως μόνιμη δημοτική υπάλληλος στο ΚΕΠ Δήμου ………. με καθαρά ετήσια εισοδήματα εκ ποσού 18.112,69 ευρώ για το έτος 2009, 16.935,76 ευρώ για το έτος 2010, 15.539,37 για το έτος 2011, 12.057,18 για το έτος 2012 και 12,057,18 για το έτος 2013. Ο δε ενάγων είχε επίσης κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του τραπεζικές καταθέσεις που διατηρούσε στην …….. (πρώην ……….. Τράπεζα) και δη α) ποσό 20.000 ευρώ σε κοινό λογαριασμό (αρ. ……….) από κοινού με τη μητέρα του …………., ισομερώς και β) προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση 80.000 ευρώ από κοινού με τη μητέρα του και τις δύο του αδερφές, ισομερώς. Κατά την ημερομηνία της αμετάκλητης λύσης του γάμου η τελική περιουσία της εναγομένης, αποτιμωμένης της αξίας της στο χρόνο άσκησης της αγωγής, αποτελούταν από α) το 50% εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ενός οικοπέδου 83 τ.μ. στη θέση «………» Δήμου …….. Κορινθίας μετά της επ’ αυτού κειμένης οικίας του, αξίας 28.276,08 ευρώ, που είχε αποκτήσει προ γάμου και β) το 50 % εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ενός διαμερίσματος, ανεγερθέντος το έτος 2004 (αρ. οικ. αδ. ……../2004 του Πολεοδ. Γραφείου Πειραιά) του πρώτου ορόφου, επιφάνειας 78,79 τ.μ. μετά της αποκλειστικής χρήσης θέσης στάθμευσης πυλωτής (10,13 τ.μ) και υπόγειας αποθήκης, σε πολυκατοικία ευρισκομένη στον …….. Αττικής, στη συμβολή των οδών ……… και ………, εμπορικής αξίας 130.000 ευρώ, που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αρ. ……./14.1.2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιά, ………… .. Ουσιαστικά, δηλαδή, το υπό στοιχ. β’ ακίνητο αποτελεί και την αύξηση της περιουσίας της εναγομένης, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου της με τον ενάγοντα. Για την απόκτηση αυτού του διαμερίσματος οι διάδικοι έλαβαν τραπεζικό δάνειο από το «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», ύψους 120.000 ευρώ, ευθυνόμενοι και οι δύο στην αποπληρωμή του ως εις ολόκληρον συνοφειλέτες, μεταξύ τους όμως ευθυνόμενοι ισομερώς (ΑΚ 487), το οποίο κατεβλήθη στον πωλητή αυθημερόν με την υπογραφή του συμβολαίου. Επιπλέον δε, καταβλήθηκαν 73.000 ευρώ για πρόσθετες εργασίες, 2.060,70 ευρώ για την πληρωμή του φόρου μεταβίβασης, 3.900 ευρώ για συμβολαιογραφικά έξοδα, 2.091,42 ευρώ για έξοδα μεταγραφής και 5.500 ευρώ για την αγορά και τοποθέτηση ντουλαπιών κουζίνας. Από τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, τα 73.000 ευρώ και τα 3.900 ευρώ, καταβλήθηκαν αποκλειστικά από τον ενάγοντα με χρήματα που προηγουμένως του είχαν δωρίσει η μητέρα του και οι αδερφές του από τον ως άνω κοινό τραπεζικό προθεσμιακό λογαριασμό (των 80.000 ευρώ), κατά το μέρος που τους αναλογούσε (κατά το ¼ εκάστη), που εκείνη τη χρονική στιγμή (14.1.2010) αναλήφθηκε πρόωρα, ακριβώς για αυτό το λόγο, δηλαδή για την δωρεά του ως άνω χρηματικού ποσού, κατά το αναλογούν σ’ αυτές μέρος, στο ενάγοντα, ο οποίος στη συνέχεια μαζί με το δικό του μέρος από τον ως άνω προθεσμιακό λογαριασμό (1/4) το χρησιμοποίησε (όλο το ποσό των 76.900 ευρώ) για την αγορά του ως άνω διαμερίσματος και των συμβολαιογραφικών εξόδων, καταβάλλοντας έτσι και το αναλογούν στην ενάγουσα μέρος (50%) του τιμήματος και των εξόδων (76.900 : 2) των 38.450 ευρώ, που θα έπρεπε να καταβάλει εκείνη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι, κατά τη διάρκεια του γάμου τους διατηρούσαν κοινό οικογενειακό ταμείο και σ’ αυτό εισέφεραν τα εισοδήματα εκ της εργασίας τους. Βάσει του μέσου όρου των ως άνω ετήσιων εισοδημάτων τους τα συνολικά διαθέσιμα του κοινού ταμείου καλύπτονταν από χρήματα – έσοδα του ενάγοντος σε ποσοστό 60% και χρήματα – έσοδα της εναγομένης σε ποσοστό 40%. Απ’ αυτό το κοινό ταμείο καλύπτονταν οι οικογενειακές ανάγκες των διαδίκων, ανεξάρτητα ποιος από τους δύο κάθε φορά έκανε την καταβολή και λάμβανε τη σχετική απόδειξη, μεταξύ αυτών και τα έξοδα του φόρου μεταβίβασης ακινήτου (2.060,70 ευρώ), τα έξοδα μεταγραφής (2.091,42 ευρώ), το ποσό των 5.000 ευρώ για την απόκτηση αποκλειστικής χρήσης αποθήκης 5,40 τ.μ. (22.3.2012), τα έξοδα των 600 ευρώ για την νομιμοποίηση των ημιυπαίθριων χώρων του διαμερίσματος (2012), το ποσό των 5.500 ευρώ για την αγορά και την τοποθέτηση ντουλαπιών κουζίνας για το ως άνω διαμέρισμα (2010), καθώς και οι μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του οφειλομένου τραπεζικού δανείου, συνολικού ποσού 39.040 ευρώ που καταβλήθηκαν από 10.6.2010 έως και 22.12.2015. Δηλαδή το συνολικό χρηματικό ποσό των (2.060,70 + 2.091,42 + 5.000 + 600 + 5.500 + 39.040) 54.292,12 ευρώ καταβλήθηκε από τους διαδίκους από το κοινό ταμείο, ανεξάρτητα αν οι αποδείξεις καταβολής ήταν επ’ ονόματι του ενάγοντος, στο οποίο ο ενάγων συμμετείχε με ποσοστό 60% και, επομένως, κατέβαλε για την κάλυψη των ως άνω εξόδων το χρηματικό ποσό των (54.292,12 Χ 60%) 32.575 ευρώ, αντί του ποσού των 27.146 ευρώ, που του αναλογούσε ως συγκύριος του ως άνω ακινήτου (κατά το 50%), καταβάλλοντας έτσι, ως προς το επιπλέον (5.429 ευρώ) και το αναλογούν στην ενάγουσα μέρος των οφειλομένων δόσεων, που θα έπρεπε να καταβάλει εκείνη ως συγκυρία (κατά το λοιπό 50%). Έτσι στην ως άνω επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης ο ενάγων συνέβαλε αφενός μεν με το πέραν της δικής του υποχρέωσης (50%) χρηματικό ποσό των 38.450 ευρώ που κατέβαλε με μετρητά για την εξόφληση του τιμήματος και των εξόδων μεταβίβασης με χρήματα από τον ως άνω τραπεζικό προθεσμιακό λογαριασμό, αφετέρου δε με το χρηματικό ποσό των 5.429 ευρώ, που επίσης κατέβαλε με μετρητά για την κάλυψη των ως άνω λοιπών εξόδων, του τιμήματος αγοράς της αποθήκης και των ντουλαπιών και των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του τραπεζικού δανείου, που καταβλήθηκαν έως 22.12.2015 και συνολικά με το χρηματικό ποσό των (38.450 + 5.429) 43.879 ευρώ. Η αξία δε του 50% εξ αδιαιρέτου του ως άνω διαμερίσματος μετά της αποκλειστικής χρήσης της αποθήκης και του θέσης στάθμευσης πυλωτής, που η ενάγουσα απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου και εξακολουθούσε να έχει κατά το χρόνο λύσης του και αποτελεί την αύξηση της περιουσίας της, αποτιμωμένης αυτής (της αξίας) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανέρχεται στο ποσό των 65.000 ευρώ, μειωμένης κατά το οφειλόμενο ποσό των υπολειπόμενων μέχρι εκείνη τη στιγμή δόσεων του δανείου (83.000 ευρώ), που της αναλογεί (κατά το 50%), 41.500 ευρώ, ήτοι καθαρή αύξηση 23.500 ευρώ. Συνεπώς, εφόσον η πραγματική αξία των αποκτημάτων της εναγομένης υπολείπεται ως προς την αξία της συμβολής του ενάγοντος, η αξίωση του τελευταίου πρέπει να περιοριστεί στην αξία των αποκτημάτων, ήτοι στο ποσό των 23.500 ευρώ, ως προς το οποίο έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία η αγωγή και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και θα πρέπει να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης (ΚΠολΔ 534), σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, και να απορριφθεί η έφεση κατ’ ουσία. Τέλος η δικαστική δαπάνη αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (ΚΠολΔ 176, 183) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας, που καθορίζει σε 300 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 15 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ