Απόφαση ΔΕΕ στην υπόθεση C‑263/20, από 21.12.2021: Συνιστά «ματαίωση» κατά την έννοια του Κανονισμού ΕΕ 261/2004 η μετάθεση αναχώρησης πτήσεως σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου;
Σύμφωνα με τον παραπάνω Κανονισμό, άρθρο 2, ως “ματαίωση” θεωρείται η μη διενέργεια προηγουμένως προγραμματισθείσας πτήσεως για την οποία υπήρχε τουλάχιστον μία κράτηση θέσεως. Το ΔΕΕ έχει κάνει δεκτό, ότι στην έννοια αυτή εμπίπτει και η καθυστέρηση πτήσεως, όταν υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών σε σχέση με τη διάρκεια που είχε αρχικώς προγραμματιστεί από τον μεταφορέα.
Σύμφωνα με τη σχολιαζόμενη απόφαση, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει αναγνωρίσει με το άρθρο 5 Κανονισμού 261/2004 ότι το ενδεχόμενο μεταθέσεως της αναχωρήσεως πτήσεως σε χρόνο σημαντικά προγενέστερο του προγραμματισμένου δύναται να προκαλέσει σοβαρή ταλαιπωρία στους επιβάτες, αντίστοιχη εκείνης που προκαλείται σε περίπτωση καθυστερήσεως. Και τούτο δεδομένου ότι τυχόν επίσπευση της ώρας αναχωρήσεως στερεί από τους επιβάτες τη δυνατότητα να διαθέτουν ελεύθερα τον χρόνο τους και να οργανώνουν το ταξίδι τους ή τη διαμονή τους ανάλογα με τις προσδοκίες τους.
Ακολούθως, η έννοια της «ματαιώσεως» πρέπει να ερμηνευθεί ως καταλαμβάνουσα και την περίπτωση χρονικώς σημαντικής επισπεύσεως της ώρας αναχωρήσεως πτήσεως. Προκειμένου να γίνει η διάκριση μεταξύ σημαντικής και αμελητέας επισπεύσεως της αναχωρήσεως πτήσεως, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπο τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημεία ii και iii, του Κανονισμού 261/2004. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε επίσπευση αναχωρήσεως ίση ή μικρότερη της ώρας δύναται να απαλλάξει τον πραγματικό αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον επιβάτη βάσει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σημείο αναφοράς για να καθοριστεί αν η επίσπευση είναι σημαντική ή αμελητέα για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 5 του ίδιου Κανονισμού αποτελεί το κατά πόσον η επίσπευση υπερβαίνει τη μία ώρα ή είναι ίση ή μικρότερη της μίας ώρας.