Legal Insight
Ιούλιος 2019
Πανταζής Π. Γιώργος, Δικηγόρος Αθηνών, LLM
Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ευρεία ευαισθητοποίηση των πολιτών σχετικά με τον υπ’ αριθμ. 679/2016 Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, γνωστό ως «GDPR», αποτέλεσε μία καλή αφορμή να στρέψει ο νομικός και μη κόσμος το ενδιαφέρον του στην προστασία της ιδιωτικότητας στο πλαίσιο μίας δικαστικής διαμάχης. Συχνά σε εκκρεμή δίκη προσκομίζονται από την αντίδικη πλευρά αποδεικτικά μέσα που αποκαλύπτουν προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του εντολέα μας διαδίκου, οι οποίες, ωστόσο, δεν συνυφαίνονται άμεσα με το εξεταστέο αντικείμενο της ανοιγείσης διαφοράς. Η μη άσκηση εκ μέρους του θιγόμενου προσώπου των κατάλληλων ενδίκων βοηθημάτων για την προστασία των προσωπικών του δεδομένων, που παρανόμως συλλέχθηκαν και κοινοποιήθηκαν σε τρίτους στο πλαίσιο μίας εκκρεμούς δίκης, ακόμη και αν δεν ληφθούν υπόψη από το δικάζον δικαστήριο, συντηρεί τον κίνδυνο μελλοντικής αξιοποίησής τους, προς περαιτέρω ενοχοποίηση του προσώπου στο οποίο αφορούν.
Β. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
Παραδείγματα παρανόμων αποδεικτικών μέσων αποτελούν συνήθως φωτογραφίες του ενός εκ των διαδίκων, απεικονίσεις βίντεο, ιατρικές συνταγές που λαμβάνει, ιατρικές γνωματεύσεις που τον αφορούν, στοιχεία τραπεζικών συναλλαγών του, αποτυπώσεις ανεπίσημων επικοινωνιών του (τηλεφωνικών, ηλεκτρονικών κ.λπ.). Λόγου χάρη, στο πλαίσιο μίας οικογενειακής διαφοράς, ένας εκ των συζύγων ενδέχεται να προσκομίσει μηνύματα από το κινητό του άλλου συζύγου, ηλεκτρονικές του επικοινωνίες μέσω «e-mail» ή άλλων ηλεκτρονικών εφαρμογών επικοινωνίας (facebook, viber, skype κ.λπ.) με τρίτα πρόσωπα, ενδέχεται επίσης ο ένας εκ των συζύγων να βιντεοσκοπεί τον άλλον κρυφά, ίσως και να τον φωτογραφίζει κρυφά, ας πούμε κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας του με το παιδί του, ή μπορεί να κοινοποιήσει πληροφορίες σχετικά με προγενέστερες ποινικές υποθέσεις του, προκειμένου να αποδείξει την ακαταλληλότητά του και την επικινδυνότητά του ως γονέα. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο εξέτασης αγωγής αδικοπραξίας, ο ένας εκ των διαδίκων μπορεί να προσκομίσει βίντεο του εργαζομένου του να εισέρχεται εντός της εταιρείας νύχτα, προκειμένου να αποδείξει ότι είναι ο τυχόν υπαίτιος για την υπεξαίρεση της εταιρικής περιουσίας, μπορεί να προσκομίζει οικονομικά στοιχεία του από τραπεζικές συναλλαγές του κατόπιν διάρρηξης των κωδικών του υπολογιστή του, προκειμένου να αποδείξει τυχόν ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, μπορεί να προσκομίσει ηλεκτρονική αλληλογραφία του ή τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τρίτους, προκειμένου να αποδείξει αθέμιτες πρακτικές ανταγωνισμού.
Γ. Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Παρόλο που τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα κηρύσσονται αυτεπαγγέλτως απαράδεκτα, ως παρανόμως κτηθέντα, καθότι δηλαδή συλλέχθηκαν κατόπιν παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων του διαδίκου στον οποίο αφορούν και κατά του οποίου στρέφονται, τις περισσότερες φορές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Αρκεί να αναλογιστούμε, ότι ο δικαστής δεν έχει υποχρέωση να μνημονεύσει συγκεκριμένα τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία στήριξε την απόφασή του (είτε πρόκειται για νόμιμα είτε για παράνομα), ώστε κάλλιστα να είναι πιθανό να κάνει δεκτούς ισχυρισμούς που αποδεικνύονται από αδύναμα μεν νόμιμα δε αποδεικτικά μέσα, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τα ισχυρότερα μεν παράνομα δε αποδεικτικά μέσα.
Εξάλλου, η ένσταση ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παράνομα αποδεικτικά μέσα που περιέχουν προσωπικές πληροφορίες για τον εντολέα μας διάδικο δεν είναι αρκετή, αφού περιορίζεται στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης δίκης, ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος της προσκόμισης των ίδιων αποδεικτικών μέσων σε μεταγενέστερες αντιδικίες μεταξύ των ίδιων προσώπων. Είναι αποτελεσματικότερο, επομένως, το πρόσωπο, του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα λόγω της παράνομης συλλογής και κοινοποίησης προσωπικών δεδομένων του ενώπιον του δικαστηρίου από τον αντίδικο, να προβεί στην δικαστική αντεπίθεση, ασκώντας κάθε νόμιμο μέσο για την προστασία της προσωπικής του ζωής.
Συγκεκριμένα, ο προσβεβλημένος διάδικος έχει τη δυνατότητα υποβολής αγωγής λόγω παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του, με την οποία μπορεί να αξιώσει την χρηματική ικανοποίηση από τον αντίδικο που τον έβλαψε, καθώς και να τον υποχρεώσει σε παράλειψη όμοιων παράνομων ενεργειών στο μέλλον. Επιπλέον, ο προσβεβλημένος διάδικος μπορεί να κινηθεί ποινικά, έχοντας τη δυνατότητα υποβολής έγκλησης, στην περίπτωση που τα προσωπικά του δεδομένα που έτυχαν παράνομης επεξεργασίας (συλλέχθηκαν, κοινοποιήθηκαν σε τρίτους κ.λπ.), σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου 2472/1997. Επιπλέον, η παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μπορεί ταυτόχρονα να πραγματώνει την υπόσταση έτερων εγκλημάτων, με συνηθέστερη την κακουργηματική παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας κατ’ αρ. 370Α ΠΚ (πλέον πλημμεληματικής μορφής). Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα υποβολής καταγγελίας σε βάρος του προσώπου που προέβη σε παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 679/2016 και τον εθνικό μας Ν. 2472/1997, η οποία είναι αρμόδια να διαπιστώσει τις πράξεις παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και να επιβάλλει τις συνακόλουθες κυρώσεις (π.χ. πρόστιμο, σύσταση, διαταγή καταστροφής αρχείων).
Δ. ΠΩΣ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΕΙ Η ΑΝΤΙΔΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΠΕΡΙ ΔΗΘΕΝ ΣΥΝΝΟΜΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ;
Η συνηθέστερη νομική βάση που επικαλείται ο αντίδικος προκειμένου να «νομιμοποιήσει» την κοινοποίηση των προσωπικών δεδομένων του άλλου διαδίκου είναι η περ. ε’ της παρ. 2 του αρ. 5 του Ν. 2472/1997, σύμφωνα με την οποία «Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών», σε συνδυασμό με την περ. γ’ της παρ. 2 του αρ. 7 Ν. 2472/1997, σύμφωνα με την οποία «Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου».
Να επισημάνουμε ότι οι ανωτέρω διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της πάγιας νομολογίας των δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία η χρήση ενός παράνομου αποδεικτικού μέσου επιτρέπεται μόνο προς αθώωση ενός κατηγορουμένου, ή εν γένει μόνο προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων ενός διαδίκου και όχι προς ενοχοποίηση του αντιδίκου (!) [βλ. ΑΠ1/2001, ΑΠ1323/2011]. Εκ των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι οριοθετείται με αυστηρό τρόπο η αρχή της αναλογικότητας, που διέπει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, αφού ακόμα και αν υπάρχει έννομο συμφέρον για αυτήν, πρέπει να αποδειχθεί (εκ μέρους του προσώπου που προέβη στην επεξεργασία) ότι αυτό υπερείχε προφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του ατόμου, στο οποίο αφορούν τα επεξεργασθέντα προσωπικά δεδομένα (!). Στην πράξη θεωρείται όλως εσφαλμένως σχεδόν αυτονόητο ότι κανείς δεν «νομιμοποιείται» να χρησιμοποιήσει προσωπικές πληροφορίες άλλου ενώπιον δικαστηρίου, προκειμένου να διεκδικήσει κάποια αξίωσή του, έστω και κατά παράβαση των ασφαλιστικών νομοθετικών δικλείδων της προστασίας της ιδιωτικότητας και των περιοριστικών εγγυήσεων του ποινικού νόμου (π.χ. ΠΔ 47/2005 – διαδικασία άρσης απορρήτου), ώστε να αποφεύγεται η παραπάνω στάθμιση, του κατά πόσο δηλαδή υπερέχει προφανώς το έννομο συμφέρον εκείνου που προτίθεται να προβεί σε επεξεργασία συγκριτικά με την προστασία της ιδιωτικότητας του θιγόμενου από την επεξεργασία προσώπου.
Σε κάθε περίπτωση, το οποιοδήποτε έννομο συμφέρον κάποιου να επεξεργαστεί τα δεδομένα άλλου δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση ενημέρωσης που έχει προς τον τελευταίο (κατά τις παρ. 1, 3 Ν.2472/1997). Έτσι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με απόφασή του στην υπόθεση «Barbulescu v. Romania» έκρινε σε ευρεία σύνθεση ότι παραβιάζεται το δικαίωμα του εργαζομένου στην προστασία του ιδιωτικού βίου κατ’ αρ. 8 ΕΣΔΑ σε περίπτωση κατά την οποία λαμβάνει χώρα επιτήρηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών του από τον εργοδότη, χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί τόσο για το ενδεχόμενο αυτό, όσο και για τις περιστάσεις διενέργειας μιας τέτοιας παρακολούθησης (σκοπός, φύση, έκταση, βαθμός περιορισμού του ατομικού δικαιώματος), η οποία μάλιστα θα πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της εταιρικής περιουσίας (βλ. παρ. 133-140).
Οι προσβολές στην εικόνα του προσώπου ενός ατόμου (π.χ. μέσω παράνομης λήψης φωτογραφίας, παράνομης βιντεοεπιτήρησης), επίσης, δύσκολα μπορούν να δικαιολογηθούν. Κατά πάγια νομολογία, η εικόνα του ανθρώπου ανήκει όχι στο κοινό αλλά μόνο σε εκείνον που παριστάνει, και γι’ αυτό, η από άλλον αποτύπωση, με φωτογράφηση ή άλλον τρόπο, ή η προβολή αυτής δημοσίως, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου, αποτελεί, καθαυτή, παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, δηλαδή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας γενικότερα. Μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Reklos και Davourlis κατά Ελλάδας -αρ. προσφυγής ΕΔΔΑ 1234/2005- αποφάνθηκε ότι η προστασία του δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας εκτείνεται και στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται δημοσίευσή της (θεμελιώνεται, δηλαδή, προσβολή προσωπικότητας σε περίπτωση λήψης φωτογραφίας, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου, ακόμα και αν αυτή δεν δημοσιευθεί!).
Ακόμη, η πράξη αποδεικνύει ότι τα περισσότερα βίντεο είναι προϊόντα παρανόμως εγκατεστημένων συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, που δεν πληρούν τις προδιαγραφές της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς αφενός τις περισσότερες φορές δεν είναι αναγκαία η εγκατάστασή τους ώστε να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας αφού εν τέλει οι κάμερες λειτουργούν ως μέσο παρακολούθησης (π.χ. όλοι οι χώροι σε μία εταιρεία δεν είναι αναγκαίο να βιντεοσκοπούνται, αφού μπορούν να προστατευθούν με ηπιότερα μέσα όπως συναγερμοί, κλειδαριές κ.λπ., λιγότερο επεμβατικά στην ιδιωτικότητα που πρέπει να απολαμβάνει ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της εργασίας του, ή δεν υφίσταται αναγκαιότητα να παρακολουθείται ο ένας εκ των γονέων με σύστημα βιντεοεπιτήρησης με το οποίο παρακολουθείται η νταντά κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας του με το τέκνο του), και αφετέρου δεν έχουν υιοθετηθεί από το πρόσωπο που έχει εγκαταστήσει τις κάμερες φιλικά προς την ιδιωτικότητα των βιντεοσκοπούμενων μέτρα ασφαλείας (π.χ. τις περισσότερες φορές οι κάμερες έχουν μόνιμες ή εκτεταμένες καταγραφικές δυνατότητες, ώστε το υλικό τους να μην καταστρέφεται εντός νομίμου και ευλόγου χρονικού διαστήματος από την λήψη).
Το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα κάθε πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια (άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος), το οποίο περιλαμβάνει και το δικαίωμα απόδειξης των ισχυρισμών του, εντός όμως των ορίων που διαγράφουν οι οικείοι συνταγματικοί και δικονομικοί κανόνες, δεν πρέπει να προσβάλλει επίσης το απόρρητο όλων των στοιχείων της επικοινωνίας. Στην επικοινωνία αυτήν, εντάσσονται ιδίως οι επιστολές, η τηλετυπική επικοινωνία, η τηλεφωνική επικοινωνία, η επικοινωνία δεδομένων μέσω δικτύων δεδομένων, επικοινωνίες μέσω διαδικτύουτα, τηλεομοιοτυπήματα (FAX), τα γραπτά μηνύματα (SMS / MMS), το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Τα δικαστήρια έχουν απασχοληθεί συχνά με την περίπτωση της νομιμότητας των «screenshot», των φωτογραφικών δηλαδή απεικονίσεων συνομιλιών μέσω της οθόνης του κινητού, εμμένοντας στην διαφύλαξη της ιδιωτικότητας και στη βασική δημοκρατική αρχή ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν γίνεται άνευ τιμήματος, απαιτώντας μάλιστα για το σύννομο τέτοιας αποτύπωσης (screenshot) συγκεκριμένη εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου (!). Εξάλλου, η οποιαδήποτε προσβολή επικοινωνίας δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, δεδομένου ότι κατ’ αρ. 4 Ν. 3471/2006, απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδοµένων κίνησης και θέσης, ενώ κατ’ αρ. 370Α ΠΚ η καταγραφή τηλεφωνικής ή προφορικής συνομιλίας τρίτων συνιστά αδίκημα που τιμωρείται κακουργηματικά (από 1η Ιουλίου 2019 καθίσταται πλημμέλημα) .
Ακόμα και σε διαφορές οικογενειακού δικαίου, η νομολογία διαψεύδει την λανθασμένη πεποίθηση ότι η κοινότητα του βίου των εμπλεκόμενων συζύγων δεν αφήνει περιθώρια για προσβολές της ιδιωτικότητάς τους. Κατά το άρθρο 1387 παρ. 2 ΑΚ «η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητάς του». Η εν λόγω νομοθετική διάταξη επισημαίνει το αυτονόητο δικαίωμα ενός συζύγου στην ιδιωτικότητα, ή άλλως το δικαίωμα του ως ατόμου «να μείνει μόνο του» (το δικαίωμα «να μην ενοχλείται από άλλους», βλ. Warren S./Bandeis L., The Right to Privacy, 4 Harvard Law Review, 1890), το οποίο μάλιστα είναι σχεδόν αυτονόητο στην περίπτωση που οι σύζυγοι δεν ζουν πλέον στην ίδια συζυγική εστία, αλλά βρίσκονται σε διάσταση.
Η νομολογία πέραν του ότι τάσσεται υπέρ του χαρακτηρισμού αποδεικτικών μέσων που προσβάλλουν το απόρρητο της επικοινωνίας ως παρανόμων, συχνά έχει αμφισβητήσει την ουσιαστική, αποδεικτική τους δύναμη (!), με το σκεπτικό ότι συχνά οι προσκομιζόμενες ενώπιον του δικαστηρίου συνομιλίες μεταξύ αντιδίκων, έχουν ανταλλαγεί σε περίοδο έντονης προσωπικής αντιδικίας μεταξύ των μερών, πριν την προσφυγή τους στα Δικαστήρια, ώστε αποτυπώνουν απλώς και μόνο την βιοτική τους «ένταση» και δεν ενέχουν δεσμευτικές δηλώσεις βουλήσεως τους, αφού δεν γίνονται με τέτοια πρόθεση (!).
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στην περίπτωση που ο αντίδικος προσκομίζει ενώπιον του δικαστηρίου ως αποδεικτικά μέσα προσωπικά δεδομένα του εντολέα μας, προκειμένου να προκαλέσει την κακή εντύπωσή του στο δικάζον δικαστήριο, μόνη η ένσταση της μη εξέτασής τους από το δικαστήριο λόγω της παράνομης απόκτησής τους δεν αρκεί για την αποτελεσματική προστασία του. Η άσκηση των εκάστοτε κατάλληλων ενδίκων βοηθημάτων υπέρ του προσβεβλημένου εντολέα μας για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής μπορούν να εγγυηθούν ταυτοχρόνως τόσο την χρηματική και ηθική ικανοποίησή του, όσο και την αποδυνάμωση των αποδεικτικών μέσων του αντιδίκου δια του οριστικού χαρακτηρισμού τους ως παρανόμων και της καταδίκης του σε παράλειψη μελλοντικής χρησιμοποίησής τους ή καταστροφή τους.