ΑΠΟΦΑΣΗ
Al Alo κατά Σλοβακίας της 10.02.2022 (αρ. προσφ. 32084/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εξέταση μαρτύρων κατηγορίας. Αδυναμία εξέτασής τους στη δίκη λόγω απουσίας του στο εξωτερικό. Λήψη υπόψιν από τα εθνικά δικαστήρια των προκαταρκτικών εξετάσεων των μαρτύρων αυτών, που έγιναν χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου.
O προσφεύγων Al Alo, Σύριος υπήκοος, κατήγγειλε ότι η δίκη του αλλά και η καταδίκη του για κατηγορίες για λαθρεμπόριο μεταναστών ήταν άδικες. Ένα σημαντικό μέρος των αποδείξεων εναντίον του είχαν προέλθει από μετανάστες που είχε βοηθήσει, οι οποίοι κατέθεσαν ως μάρτυρες μόνο στο προανακριτικό στάδιο της διαδικασίας. Αυτοί οι μάρτυρες αργότερα απελάθηκαν από την Σλοβακία και έτσι απουσίαζαν από τη δίκη. Την εποχή εκείνη ο προσφεύγων δεν είχε νομικό σύμβουλο και ούτε είχε παραστεί στην προκαταρκτική εξέταση των μαρτύρων.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 §§ 1 και 3 στοιχεία γ’ και δ’ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα νομικής συνδρομής/δικαίωμα συμμετοχής και εξέτασης μαρτύρων), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν του είχε παρασχεθεί νομική συνδρομή στα πρώτα στάδια της διαδικασίας εναντίον του και ότι η καταδίκη του βασίστηκε ουσιαστικά στις προανακριτικές καταθέσεις δύο μαρτύρων, τους οποίους δεν μπόρεσε να εξετάσει στη δίκη.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί της δυνατότητας να εξετάσει ο ίδιος ή το δικαστήριο τους μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις είχαν σημαντική βαρύτητα στην καταδίκη του, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση. Ειδικότερα, αν και η απουσία των μεταναστών από τη χώρα αποτέλεσε νόμιμο λόγο για την παραδοχή στη δίκη αποδεικτικών στοιχείων της προανακριτικής τους κατάθεσης, επί των γεγονότων δεν υπήρχε επαρκής αιτιολογία για τη μη συμμετοχή τους στη δίκη του προσφεύγοντος καθώς οι αρχές είχαν λάβει τις διευθύνσεις και τα έγγραφα ταυτότητάς τους και απέτυχαν να κάνουν χρήση μέσων για την εξασφάλιση της παράστασης των μαρτύρων εξ αποστάσεως.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε επιλέξει να μην παραστεί στην προκαταρκτική εξέταση των μεταναστών δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι συνιστούσε σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμά του να εξετάσει ο ίδιος ή το δικαστήριο τους μάρτυρες εναντίον του. Οι αρχές θα έπρεπε να είχαν βεβαιωθεί ότι ο προσφεύγων, που είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι είχε δυσκολίες στην κατανόηση νομικών θεμάτων, είχε επίγνωση των συνεπειών της μη άσκησης των δικαιωμάτων του.
Επομένως, ο προσφεύγων είχε στερηθεί της δυνατότητας εξέτασης μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις είχαν σημαντική βαρύτητα στην καταδίκη του, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση ή αντισταθμιστικούς παράγοντες.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 στοιχ. δ’ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.200 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.038 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ.1
Άρθρο 6 παρ.3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Jamal Al Alo, είναι Σύρος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1981 και εκτίει ποινή φυλάκισης στη φυλακή Dubnica nad Váhom (Σλοβακία).
Στις 28 Ιανουαρίου 2017, ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για συνωμοσία με άλλους για τη λαθραία διακίνηση μεταναστών. Δύο αστυνομικοί, που είχαν παρακολουθήσει τον προσφεύγοντα στη Μπρατισλάβα, τον είχαν δει με δύο ύποπτους μετανάστες να εισέρχονται σε ταξί το οποίο τους οδήγησε προς τα σύνορα της Σλοβακίας με την Αυστρία. Οι αστυνομικοί σταμάτησαν το αυτοκίνητο και συνέλαβαν τους μετανάστες.
Τόσο ο προσφεύγων όσο και οι μετανάστες ανακρίθηκαν. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ήταν γνωστοί του πατέρα του και απλώς τους είχε παράσχει κατάλυμα. Οι μετανάστες υποστήριξαν, ωστόσο, ότι ο προσφεύγων είχε κανονίσει για αυτούς μεταφορά στη Γερμανία ως μέρος μιας συμφωνίας που είχε κανονιστεί και για την οποία είχε προηγουμένως πληρωθεί.
Ο προσφεύγων, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο σε αυτό το στάδιο, δεν παρέστη στις καταθέσεις των μεταναστών. Ούτε παρέστη κάποιος άλλος για λογαριασμό του. Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος όπως κατηγορήθηκε στις 11 Μαΐου 2017 και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών.
Προσέφυγε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Μπρατισλάβα, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, ιδίως επειδή η καταδίκη του βασίστηκε ουσιαστικά σε μαρτυρικές καταθέσεις δύο μεταναστών, οι οποίοι δεν είχαν εξεταστεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Παρουσίασε επίσης στο εφετείο τις διευθύνσεις κατοικίας των δύο μεταναστών στη Ρουμανία και τη Δανία και αντίγραφα των ταυτοτήτων τους.
Το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του τον Αύγουστο του 2017, αναγνωρίζοντας ότι οι καταθέσεις που δόθηκαν από τους δύο μετανάστες στο στάδιο της προδικασίας ήταν καθοριστικής σημασίας και αποφάνθηκε ότι η λήψη υπόψιν των καταθέσεων αυτών κατά τη δίκη του προσφεύγοντος ήταν δικαιολογημένη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, επειδή οι μετανάστες έπρεπε να χαρακτηριστούν «απρόσιτοι», έχοντας στο μεταξύ εκδιωχθεί από τη Σλοβακία. Επιπλέον, ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για την προκαταρκτική εξέταση των μαρτύρων, αλλά είχε επιλέξει να μην παραστεί. Δεδομένων αυτών των συνθηκών, θεωρήθηκε ότι η διαδικασία ήταν κατ’ αντιμωλία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων τον Μάρτιο του 2018.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 §§ 1 και 3 στοιχεία γ’ και δ’ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα νομικής συνδρομής/ δικαίωμα συμμετοχής και εξέτασης μαρτύρων) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν του είχε παρασχεθεί νομική συνδρομή στα πρώτα στάδια της διαδικασίας εναντίον του και ότι η καταδίκη του βασίστηκε ουσιαστικά στις προανακριτικές καταθέσεις δύο μαρτύρων, τους οποίους δεν μπόρεσε να εξετάσει στη δίκη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) και (δ)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναφέρθηκε στις αρχές που πρέπει να εφαρμόζονται όταν ένας μάρτυρας δεν παραστάθηκε σε δημόσια δίκη, τις οποίες είχε διευκρινίσει το 2015 στην απόφασή του στο Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως στην υπόθεση Schatschaschwili κατά Γερμανίας.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει: εάν υπήρχε σοβαρός λόγος για τη μη προσέλευση του μάρτυρα στη δίκη, εάν η απόδειξη του απόντα μάρτυρα ήταν «μοναδική ή καθοριστική» και εάν υπήρχαν επαρκείς «αντισταθμιστικοί παράγοντες» που επέτρεπαν μια δίκαιη και σωστή αξιολόγηση της αξιοπιστίας των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.
Όσον αφορά την πρώτη αρχή, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε σοβαρός λόγος για την αποδοχή των προκαταρκτικών καταθέσεων που δόθηκαν από τους – μετανάστες – μάρτυρες αντί για την αυτοπρόσωπη παρουσία και εξέτασή τους στη δίκη. Παρόλο που οι αρχές είχαν εφοδιαστεί με τις διευθύνσεις κατοικίας των μαρτύρων και με έγγραφα ταυτότητας, δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για να μπορέσει ο προσφεύγων να εξετάσει ή να εξετάσει το δικαστήριο τους μάρτυρες στη δίκη. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος τρόπος εξ αποστάσεως εξασφάλισης της παρουσίας τους βάσει της Σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία όλα τα κράτη που εμπλέκονται στην υπόθεση του προσφεύγοντες είχαν υπογράψει.
Όσον αφορά τη δεύτερη αρχή, οι καταθέσεις, που δόθηκαν από τους μετανάστες μάρτυρες και θεωρήθηκαν από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια «κομβικές», είχαν σημαντική βαρύτητα ικανή να μειώσει την υπεράσπιση.
Τέλος, όσον αφορά την τρίτη αρχή, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν και η Κυβέρνηση υποστήριξε, ότι το δικαίωμα σε κατ’ αντιμωλία δίκη έγινε σεβαστό επειδή ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για την προκαταρκτική εξέταση των μεταναστών, αλλά είχε αποφασίσει με τη θέλησή του να μην παραστεί σε αυτήν. Στην πραγματικότητα, θεώρησαν ότι είχε παραιτηθεί από τα δικαιώματά του.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, ωστόσο, διαπίστωσε ότι η επιλογή του προσφεύγοντος δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτή ως σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμά του να εξετάσει τους μάρτυρες.
Οποιεσδήποτε οδηγίες σχετικά με την εξέταση των μεταναστών του είχαν δοθεί απλώς στις πρώτες σελίδες των προτυπωμένων εντύπων στα οποία είχαν καταγραφεί οι καταθέσεις του στην προδικασία. Επιπλέον, ο ίδιος δεν είχε λάβει καμία εξατομικευμένη συμβουλή ως προς τις συνέπειες της μη άσκησής των δικαιωμάτων του.
Η αδράνεια αυτή από την πλευρά των αρχών είχε επιδεινωθεί από το γεγονός ότι έπρεπε να τους είναι σαφές ότι οι μετανάστες πιθανότατα αργότερα δεν θα ήταν διαθέσιμοι να παραστούν στη δίκη του προσφεύγοντος και από το γεγονός ότι ο προσφεύγων τους είχε πει κατά την αρχική του κατάθεση ότι είχε δυσκολίες στη κατανόηση νομικών θεμάτων.
Σε αυτή τη βάση, ακόμη και αν η επιλογή του προσφεύγοντος ήταν να παραιτηθεί των νομικών του δικαιωμάτων, δεν περιβλήθηκε με τις ελάχιστες, προβλεπόμενες στο νόμο, εγγυήσεις.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί της δυνατότητας εξέτασης μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις είχαν σημαντική βαρύτητα στην καταδίκη του, χωρίς επαρκή αιτιολογία ή αντισταθμιστικούς παράγοντες.
Συνεπώς, η διαδικασία εναντίον του ήταν άδικη και το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ.
Ενόψει της διαπίστωσης αυτής, το ΕΔΔΑ έκρινε περιττό να εξετάσει χωριστά την ουσία της καταγγελίας που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα βάσει του άρθρου 6 § 3 (γ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό 5.200 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.038 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).