ΑΠΟΦΑΣΗ
Roth κατά Ελβετίας της 08.02.2022 (αρ. προσφ. 69444/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Δικαιοδοσία δικαστηρίου μετά από μεταφορά του τόπου διαμονής ανηλίκου στο εξωτερικό. Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Στην υπόθεση Roth, η Αρχή Προστασίας Παιδιού και Ενηλίκων (APEA) ενέκρινε την μεταφορά στο εξωτερικό του τόπου διαμονής του παιδιού του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι κάθε ενδεχόμενη προσφυγή κατά του μέτρου αυτού δεν θα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, δίκαιη δίκη) και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ, παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο κατά της απόφασης διοικητικής αρχής (ΑΡΕΑ). Μετά την αναχώρηση της μητέρας και του παιδιού, τα ελβετικά δικαστήρια δεν είχαν πλέον τη δικαιοδοσία να αποφασίσουν επί της ουσίας της προσφυγής του προσφεύγοντος και να επαναφέρουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα, με το σκεπτικό ότι η μεταφορά στο εξωτερικό (Γερμανία) του τόπου διαμονής του παιδιού είχε ταυτόχρονα μεταβιβάσει τη διεθνή δικαιοδοσία στο κράτος διαμονής.
Αφού απέρριψαν τη δικαιοδοσία τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπόρεσαν να διενεργήσουν πλήρη, αποτελεσματικό de facto και de jure έλεγχο, διενεργώντας κατ’ αντιμωλία εξέταση των υποθέσεων στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης σύμφωνα με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούνται δεόντως από το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ο επείγων χαρακτήρας μιας δεδομένης κατάστασης απαιτεί από τον εν λόγω γονέα να μπορεί να αλλάξει τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την τελική απόφαση επί της ουσίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαθεσιμότητα μιας αποτελεσματικής διαδικασίας προσφυγής, συνοδευόμενη από προσωρινά μέτρα, είναι επαρκής αλλά και απαραίτητη. Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι διοικητικές αρχές κατ’ εξαίρεση να ακυρώσουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος γονέας πρέπει να είναι βέβαιος ότι μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο προτού τεθεί σε ισχύ η ακύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος και πρέπει να ενημερωθεί για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν παρείχε στοιχεία για τον τρόπο εφαρμογής και την πρακτική αποτελεσματικότητα των ενδίκων μέσων που είχαν προτείνει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης. Ούτε έδωσαν παραδείγματα σχετικής νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων για παρόμοιες υποθέσεις.
Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση σε εθνικό δικαστήριο πριν από την αναχώρηση του παιδιού στο εξωτερικό με τη μητέρα του, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσία της απόφασης της διοικητικής αρχής «ΑΡΕΑ» και να ζητήσει την επαναφορά της ανασταλτικής ισχύος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 8
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η υπόθεση αφορούσε το δικαίωμα του προσφεύγοντος να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο κατά απόφασης της Αρχής για την Ευημερία του Παιδιού και των Ενηλίκων (ΑΡΕΑ) που επέτρεψε τη μεταφορά στο εξωτερικό του τόπου κατοικίας της κόρης του (γεννηθείσα το 2008) σε αυτή της μητέρας της – η οποία είχε την αποκλειστική επιμέλειά της, ενώ μοιραζόταν την γονική μέριμνα με τον προσφεύγοντα – και τον καθορισμό ότι οποιαδήποτε προσφυγή δεν θα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μόλις η μητέρα (Γερμανίδα υπήκοος) και το παιδί μετακόμισαν, τα ελβετικά δικαστήρια αρνήθηκαν ότι είχαν δικαιοδοσία να αποφασίζουν επί της ουσίας αναφορικά με την προσφυγή του προσφεύγοντος και να επαναφέρουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα, με το σκεπτικό ότι η μεταβίβαση του τόπου διαμονής του παιδιού στη Γερμανία είχε ταυτόχρονα μεταβιβάσει τη διεθνή δικαιοδοσία στη Γερμανία.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα σε πρόσβαση σε δικαστήριο), καθώς και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι δεν μπόρεσε να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο κατά της απόφασης διοικητικής αρχής (ΑΡΕΑ).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
(α) Ορισμός του αντικειμένου της εκκρεμούς διαφοράς
Η αλλαγή του τόπου διαμονής των παιδιών οδηγούσε στη μεταφορά της διεθνούς δικαιοδοσίας στα κράτη του τόπου διαμονής και αφαιρούσε τη δικαιοδοσία των ελβετικών δικαστηρίων να εκδικάσουν τις προσφυγές για το θέμα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης του 1996. Κατά συνέπεια, μετά την προσφυγή του προσφεύγοντος κατά των αποφάσεων της διοικητικής αρχής APEA, το Εφετείο (υπόθεση Plazzi) και το Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης (υπόθεση Roth) είχαν σημειώσει ότι δεν είχαν πλέον δικαιοδοσία να εκδικάσουν τις προσφυγές, να εξετάσουν τα αιτήματα για ανασταλτικό αποτέλεσμα ή να εξετάσουν την ουσία της υπόθεσης. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επικύρωσε αυτές τις αποφάσεις και στις δύο περιπτώσεις.
(β) Περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο
Οι προσφεύγοντες είχαν υποστεί περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασής τους σε δικαστήριο λόγω της ακύρωσης από την APEA του ανασταλτικού αποτελέσματος οποιασδήποτε προσφυγής, όπως αντικατοπτρίζεται στην απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να αρνηθούν τη δικαιοδοσία τους.
(γ) Αιτιολόγηση του περιορισμού
Αφού απέρριψαν τη δικαιοδοσία τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπόρεσαν να διενεργήσουν πλήρη, αποτελεσματικό de facto και de jure έλεγχο, διενεργώντας κατ’ αντιμωλία εξέταση των υποθέσεων στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης σύμφωνα με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών βασίστηκαν στη Σύμβαση της Χάγης του 1996, η οποία εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου υπήρξε αλλαγή του συνήθους τόπου διαμονής του παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω Σύμβασης. Οι αποφάσεις αυτές δεν ήταν αυθαίρετες και θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν αν λαμβανόταν υπόψη μόνο το γεγονός της αλλαγής της συνήθους κατοικίας.
Ωστόσο, η ακύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος οποιασδήποτε πιθανής προσφυγής είχε αποφασιστεί από την APEA, η οποία είναι διοικητική αρχή, και το Εφετείο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης και τελικά το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν μπόρεσε να επανορθώσει την κατάσταση αυτή. Η APEA είχε αποκλείσει κάθε μεταγενέστερη αποτελεσματική επανεξέταση από εγχώριο δικαστικό όργανο με πλήρη δικαιοδοσία.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούνται δεόντως από το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ο επείγων χαρακτήρας μιας δεδομένης κατάστασης απαιτεί από τον εν λόγω γονέα να μπορεί να αλλάξει τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την τελική απόφαση επί της ουσίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαθεσιμότητα μιας αποτελεσματικής διαδικασίας προσφυγής, συνοδευόμενη από προσωρινά μέτρα, είναι επαρκής αλλά και απαραίτητη. Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι διοικητικές αρχές κατ’ εξαίρεση να ακυρώσουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος γονέας πρέπει να είναι βέβαιος ότι μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο προτού τεθεί σε ισχύ η ακύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος και πρέπει να ενημερωθεί για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει.
Η APEA και η κυβέρνηση είχαν αιτιολογήσει τον επείγοντα χαρακτήρα της ακύρωσης του ανασταλτικού αποτελέσματος οποιασδήποτε προσφυγής σε σχέση με το βέλτιστο συμφέρον των ενδιαφερόμενων παιδιών, τα οποία η APEA επιθυμούσε να προστατεύσει από τον αρνητικό αντίκτυπο μιας τέτοιας προσφυγής. Ωστόσο, οι λόγοι που προβλήθηκαν για το επείγον στις παρούσες υποθέσεις δεν ήταν αρκετά σοβαροί για να δικαιολογήσουν την αποτροπή των προσφευγόντων από το να προσφύγουν σε δικαστήριο πριν από την έναρξη ισχύος της ακύρωσης του ανασταλτικού αποτελέσματος. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην περίπτωση διαδικασιών οικογενειακού δικαίου, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές και πολύ δύσκολες συνέπειες για τους προσφεύγοντες, στο μέτρο που ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τη μελλοντική τους σχέση και τα δικαιώματα σε σχέση με τα παιδιά τους.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν υποβάλει αίτηση στο Εφετείο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης για την αποκατάσταση της ανασταλτικής ισχύος κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης της APEA. Αν αυτά τα δικαστήρια επέτρεπαν τα αιτήματα των προσφευγόντων, η Ελβετία θα είχε διατηρήσει τη διεθνή δικαιοδοσία να εξετάζει την ουσία της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ένα τέτοιο αίτημα για να λάβουν εκτίμηση από δικαστικό όργανο σχετικά με τον κίνδυνο μεταφοράς διεθνούς δικαιοδοσίας σε χώρες του εξωτερικού.
Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο αναρωτήθηκε για το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ο προσφεύγων για να υποβάλει την έφεσή του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βέρνης, δηλαδή σχεδόν ένα μήνα μεταξύ της ημερομηνίας κοινοποίησης της απόφασης και της ημερομηνίας που έμαθε ότι η FL είχε βρει νέα απασχόληση στη Γερμανία. Επομένως, ο προσφεύγων, εκ των προτέρων, δεν κατάφερε να επωφεληθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από ένα θεωρητικά υφιστάμενο ένδικο μέσο. Εναπόκειται στον προσφεύγοντα, έχοντας λάβει γνώση της επίδικης απόφασης και ζητώντας την κατάλληλη συμβουλή, εάν χρειαζόταν, να διερευνήσει τα διαθέσιμα ένδικα μέσα. Ωστόσο, ενόψει της πολυπλοκότητας της νομικής κατάστασης, ο προσφεύγων και ο δικηγόρος του έπρεπε να αφιερώσουν αρκετό χρόνο για να αναζητήσουν τα διαθέσιμα ένδικα μέσα κατά της απόφασης της APEA αφότου έλαβαν γνώση όταν αυτή κοινοποιήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2016. Ενώ αποδέχονταν ότι αυτό δεν ήταν επαρκές επιχείρημα από μόνο του, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, ως εκ τούτου, τους είχε απομείνει ανεπαρκής χρόνος για να υποβάλουν την αίτηση για προσωρινά μέτρα ή, κατά μείζονα λόγο για να λάβουν δικαστική απόφαση πριν από την αναχώρηση των LL και FL για τη Γερμανία, το οποίο αναμφίβολα έλαβε χώρα το απόγευμα της 29ης Ιανουαρίου 2016, λαμβάνοντας υπόψη ότι η FL είχε ξεκινήσει τη νέα της δουλειά στη Γερμανία τη Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016.
Σε καμία περίπτωση, επομένως, η κυβέρνηση δεν παρείχε στοιχεία για τον τρόπο εφαρμογής και την πρακτική αποτελεσματικότητα των ενδίκων μέσων που είχαν προτείνει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης. Ούτε έδωσαν παραδείγματα σχετικής νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων σε παρόμοιες υποθέσεις.
Συνεπώς, ένα τέτοιο ένδικο μέσο ενώπιον του Εφετείου ή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βέρνης δεν θα είχε εύλογες προοπτικές επιτυχίας σε σχέση με την καταγγελία που υποβλήθηκε από τους προσφεύγοντες σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση σε εθνικό δικαστήριο πριν από την αναχώρηση του παιδιού στο εξωτερικό με την μητέρα του, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσία της απόφασης της διοικητικής αρχής «ΑΡΕΑ» και να ζητήσει την επαναφορά της ανασταλτικής ισχύος.
Η ίδια η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο είχε παραβιαστεί από τις αποφάσεις της APEA να ακυρώσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών, ακολουθούμενο από την αναχώρηση των παιδιών στο εξωτερικό με τις μητέρες τους, γεγονός που οδήγησε τα ελβετικά δικαστήρια να αρνηθούν τη δικαιοδοσία λόγω της μεταφοράς της διεθνούς δικαιοδοσίας στις αντίστοιχες χώρες προορισμού. Ο περιορισμός αυτός ήταν δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών της μητέρας και των παιδιών των προσφευγόντων, ενόψει της σημασίας των ζητημάτων που έθετε η επίδικη διαδικασία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).